τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση Ὑπάρχουνε κάποιες μέρες ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ποῦμε «μέρες Παπαδιαμάντ...
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Ὑπάρχουνε κάποιες μέρες ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ποῦμε «μέρες Παπαδιαμάντη», ἔτσι καθὼς ἔχουν ἁγιάσει γιὰ δεύτερη φορὰ μέσα στὸ ἔργο του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς εἶναι κι ὁ «Δεκαπενταύγουστος», τούτη ἡ ἄλλη ἡ μικρότερη Λαμπρή, ποὺ μᾶς ἔρχεται κάθε χρόνο καταμεσῆς τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔχει γίνει ὄχι μόνο γιορτὴ τῆς Παναγίας, μὰ καὶ γιορτὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ρέμβασε καθισμένος νοερὰ «παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν», «εἰς προαύλιον ναΐσκου τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας».[1]
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ ποιητὴς τῆς σκιαθίτικης ζωῆς ἤτανε «ὣς πενηνταπέντε χρονῶν ἄνθρωπος»,[2] σὰν τὸν ἥρωά του, τὸ Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα. Καὶ σὰν αὐτὸν κουρασμένος ἀπὸ τὴ ζωή, μὲ τὴν ψυχὴ γεμάτη πόνο. Ἔμενε πάντα στὴν Ἀθήνα, «στὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν»[3] καὶ κάθε φορὰ ποὺ θυμοῦνταν τὸ μικρὸ νησί του ἡ καρδιά του ἔλιωνε ἀπὸ νοσταλγία καὶ πίκρα. Ἐκεῖ, στοὺς κόρφους μὲ τὴν ψιλὴ ξανθὴ ἀμμουδιά, στὶς ψαρόβαρκες, στὰ μοναχικὰ ἐκκλησάκια, στὰ κάτασπρα συμμαζωμένα χωριουδάκια, εἶχε περάσει τὰ μοναδικὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ποὺ τά ’φερνε στὸ νοῦ του μ’ ἀγάπη. Ὅμως ἐκεῖ, στὸ φτωχικὸ πατρικὸ σπίτι περιμένανε τέσσερεις μαυροντυμένες γυναῖκες σιωπηλές. Ἡ γριὰ μάνα κι οἱ τρεῖς πρόωρα γερασμένες, ἀνύπαντρες ἀδερφάδες του. Ὁ πατέρας εἶχε πεθάνει. Προστάτης τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ ἴδιος. Μὰ ἐκεῖνος ζοῦσε μακριά τους, μοναχός του, ἔγραφε καὶ μετάφραζε καὶ δὲν ἐκατάφερνε νὰ βγάλει μήτε τὸ δικό του, τὸ λιγοστὸ φαΐ. Δίπλα στὴ δική του ἀγωνία γιὰ τὸ καθημερινό, δίπλα στὸν πόνο ποὺ τοῦ ’φερνε ἡ ἀδυναμία του νὰ προσαρμοστεῖ στὴν κοινωνία του καὶ στὴν ἐποχή του, δίπλα στὴν αἴστηση τῆς παραγνώρισής του ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας, ἕνας ἀνάξιος γιὸς κι ἀδερφός. «Φεῦ, οἱ δυστυχεῖς αὐτοί! ὁποῖος πόνος καὶ ὁποία τύψις! Εἴθε νὰ εἶχον υἱὸν καὶ ἀδελφὸν καλλίτερον…».[4] Λίγους μῆνες πρωτύτερα εἶχε χάσει καὶ τὸν ἀδερφό του τὸ Γιώργη. Ἄλλη μιὰ οἰκογένεια, μὲ πέντε μικρὰ παιδιὰ αὐτή, εἶχε μείνει δίχως προστάτη. Κι αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς στείλει μήτε μιὰ ἐλάχιστη βοήθεια.
Δὲν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο νὰ τσακίζει, νὰ ἐξουθενώνει τόσο, ὅσο ἡ σκέψη πὼς ἀπότυχες στὴ ζωή σου, πὼς ἡ ζωή σου πέρασε ἄχρηστη γιὰ τοὺς ἄλλους, αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦσες, κι ἀναξιοποίητη ἀπὸ σένα τὸν ἴδιο. Κι ὁ Παπαδιαμάντης, ἔτσι ἔνιωθε ἐκεῖνα τὰ τελευταῖα του χρόνια. Μοναδική, πρόσκαιρη λύτρωσή του ἦταν οἱ ταβέρνες κι οἱ συνοικιακὲς ἐκκλησίες. Κι ἡ νοσταλγία τῆς Σκιάθου. Τῆς Σκιάθου ὅπως τὴν ἐξιδανίκευε ἡ θύμησή του, ὄχι ὅπως τὴν εἶδε τὴν τελευταία φορὰ ποὺ πῆγε στὸ νησί.
Σὲ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση ὁ Παπαδιαμάντης παίρνει στὰ παραμορφωμένα ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς δάχτυλά του τὴν πένα καὶ κάθεται νὰ γράψει. Τὸ μισοσκότεινο, φτωχικὸ δωμάτιό του πλαταίνει, γίνεται ἕνα νησιώτικο ἀκρογιάλι μὲ τὴν ἄσπρη του ἐκκλησούλα. Κι ὁ ἴδιος γίνεται ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας ποὺ κάθεται καὶ καπνίζει τὸ τσιμπούκι του, ποὺ ξεκουκκίζει τὸ κομπολόι του, ἀφίνοντας τὸ βλέμμα του λησμονημένο ἐκεῖ ποὺ σμίγει ἡ θάλασσα μὲ τὸν οὐρανό, καὶ θυμᾶται. Ὅλη ἡ περασμένη του ζωή, καθὼς ξετυλίγεται στὸ νοῦ του, πλάι στὸ σιγανὸ κῦμα, μὲ τὴ συνοδεία τῶν τροπάριων ποὺ ἀργοψέλνει ὁ ἴδιος, χάνει κάθε αἰχμή της καὶ γίνεται ἕνα μελαγχολικὸ παραμύθι. Ὁ πόνος κι ἡ πίκρα γίνονται ρεμβασμός. Μιὰ λυτρωτικὴ εἰρήνη ἁπλώνεται στὴν ψυχή του.
Πενήντα χρόνια κλείνουν ἐφέτος,[5] ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε ὁ φιλέρημος ρεμβαστὴς τοῦ Δεκαπενταύγουστου. Μὰ ὁ ρεμβασμός του, ποὺ κρυστάλλωσε σ’ ἕνα θαυμαστὸ κομμάτι τέχνης, ἔχει μπεῖ στὴν ἀθανασία. Ἔχω ἀνοιχτὲς τὶς σελίδες του[6] μπροστά μου τώρα ποὺ γράφω καὶ νιώθω κι ἐγὼ μέσα μου τὴν ἴδια εἰρήνη ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐκεῖνο τὸ καλοκαιριάτικο ἀπόγεμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση