Ιστορικά Στοιχεία περί Βυζικίου και Άκοβας...
Ιστορικά Στοιχεία περί Βυζικίου και Άκοβας...
Εκκλησιαστικής Διοίκησης της Βόρειας Πελοποννήσου από τις αρχές του 13ου έως τα τέλη του 18ου αιώνα με Βυζαντινούς, Φράγκους, Οθωμανούς, Ενετούς.
Η Ένωση Βυζικιωτών Γορτυνίας, είναι Σύλλογος συμπατριωτών καταγόμενων από το Βυζίκι.
Έχει ζωή και σπουδαία δράση 80 ετών, με ιδιόκτητη αίθουσα εκδηλώσεων στην Αθήνα, εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό ΒΥΖΙΚΙ επί 65 έτη και διοργανώνει από το 1978 το ετήσιο Φεστιβάλ Άκοβας.
Άλλα στοιχεία περί Βυζικίου στο www.vyziki.gr
Η Άκοβα και το Κάστρο της
«Η Άκοβα» ως τοπωνύμιο εμφανίζεται πρώτη φορά με την Φραγκοκρατία, μετά το 1210.
Είναι το όνομα του Κάστρου που κτίστηκε - μεταξύ 1210 και 1250 - σε απόσταση τριών χιλιομέτρων Ανατολικά του Βυζικίου, στον οχυρό λόφο επί του οποίου βρίσκεται και η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Ήταν έδρα της ομώνυμης, μεγαλύτερης και σπουδαιότερης - από απόψεως ασφαλείας και
στρατιωτικής θέσεως - Φράγκικης Βαρονίας του Πριγκιπάτου του Μωρέως, η οποία με 24 ιπποτικά
φέουδα, εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Πελοποννήσου και των επαρχιών Ολυμπίας και Ηλείας.
Η επίσημη χρήση του ονόματος διατηρήθηκε μέχρι και την περίοδο της Επανάστασης του 1821, οπότε αποτελούσε ένα από τα τέσσερα τμήματα του Βιλαετιού της Καρύταινας.
[Από συν-προφορά του άρθρου με το όνομα προέκυψε η εκδοχή «Ιάκωβα», που αναφέρεται όμως από ελάχιστους συγγραφείς, όπως: Ο Μελέτιος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών («Παλαιά και Νέα Γεωγραφία», έτος 1728, σελ. 370] καθώς και ο Ψευδοδωρόθεος Μονεμβασίας, που την αναφέρουν ως «Ιάκωβα», κωμόπολη της Αρκαδίας.]
Το 1315 υπήρξε έδρα του Φερδινάρδου της Μαγιόρκας [Ισπανία], ο οποίος ασκούσε εξουσία επί
όλης της Πελοποννήσου, ενώ από το 1333 αποτέλεσε τμήμα του Βυζαντινού Κράτους του Μυστρά.
Από το 1391, το κάστρο κατείχαν οι δυνάμεις του Βασιλείου της Ναβάρα [Ισπανία] και το 1433
καταστράφηκε από τον Οθωμανό Τουραχάν Μπέη.
Η τελειωτική καταστροφή επήλθε από τον Μωάμεθ τον Β ́ τον Πορθητή, που «ηφάνησε και
ενέπρησε, εξαιρέτως την Άκοβαν» το 1458 (Γ. Φρατζής, Χρονικόν της Αλώσεως).
Εκκλησιαστικώς η Άκοβα και το Βυζίκι
Παλαιότερη Χριστιανική Εκκλησιαστική περιφέρεια στην περιοχή αναφέρεται η Επισκοπή Θαλπούσης [αρχαία ονομασία της περιοχής περί την κοιλάδα του Λάδωνα] με πρώτο έτος αναφοράς το 733 (κατά Κονιδάρη).
Εκκλησιαστικώς η Άκοβα, από το πρώτο μισό του 13ου αιώνα ήταν η μεγαλύτερη από τις επτά εκκλησιαστικές βαρονίες του Πριγκιπάτου του Μωρέως.
Κατά την Φραγκοκρατία μάλιστα, για πρώτη φορά απαντάται και Λατίνος Επίσκοπος Ακόβων.
Κατά την πρώτη Τουρκοκρατία, μετά το 1458, δημιουργήθηκε η Πατριαρχική Εξαρχία Άκοβας.
Το 1611, η Εξαρχία παραδόθηκε από τον Έξαρχο Πρεσβύτερο κυρ- Γεώργιο, Μεγάλο Πρωτόπαπα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στους επιφανείς Δημητσανίτες Αδελφούς Λαμπαρδόπουλους, τον «Οικονόμο Πρεσβύτερο κυρ-Μανουήλ» και τον «Λογοθέτη κυρ-Σταμάτη», «δι’ επίσκεψιν και διοίκησιν εφ’ όρου ζωής αυτών».
Το 1720, ονομαζόμενη Εξαρχία Ακόβων, ενώθηκε με την Μητρόπολη Λακεδαιμονίας και το 1729 η εποπτεία της ανατέθηκε στον Μεγάλο Λογοθέτη.
Ο Μέγας Εκκλησιάρχης της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Διδάσκαλος Νικόλαος Κριτίας,
Αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μάλλον το 1741, ανάθεσε την ενιαία πλέον Εξαρχία
στον έως τότε Επίσκοπο Καρυουπόλεως Ανανία Λαμπάρδη (ή Λαμπαρδόπουλο) δισέγγονο του Παλαιολόγου Στασινού της Άκοβας (Σύντιχου).
Το 1754, η Εξαρχία Άκοβας ενώθηκε με την Επισκοπή Ζαρνάτας [την ορεινή περιοχή του Οιτύλου]
και αποτέλεσαν την Αρχιεπισκοπή Ζαρνάτας – Ακόβων, η οποία ανατέθηκε από τον Ανανία στον Αρχιερέα Νεόφυτον [Δεληγιάννη] από τα Λαγκάδια.
Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1760, μετά το μαρτύριο του Ανανία, ο Στασινός της Άκοβας κατόρθωσε να εξασφαλίσει την καθαίρεση του Νεόφυτου, με Γράμμα του Πατριάρχη Σαμουήλ, ο οποίος τον επονομάζει «Κακο-Νεόφυτο», επειδή «κατατυραννούσε τους Ακοβίτες».
Κατόπιν, οι Εξαρχίες διαχωρίσθηκαν πάλι και ο Κριτίας διόρισε Επίτροπό του στην Άκοβα, τον Επίσκοπο Δημητσάνης Αμβρόσιο.
Το 1772 η Εξαρχία Ακόβων περιορίστηκε σε Επισκοπή Ακόβων, με περιφέρεια μόλις «είκοσι
χωριδίων».
Η Έδρα των εκκλησιαστικών περιφερειών που αναφέρονται υπό το όνομα της Άκοβας, ανά τους αιώνες αυτούς, ήταν πάντα το Βυζίκι.
Εκεί μάλιστα λειτουργούσε από τον 16ο αιώνα και επί μακρά σειρά ετών έως και μετά το 1850, η
«Ελληνική Σχολή», που κάλυπτε πληθώρα μαθημάτων, ακόμη και Γαλλική Γλώσσα, όπως προκύπτει από καταγραφές του Γάλλου περιηγητή και συγγραφέα Σατωβριάνδου.
Το 1814, η έδρα της Επισκοπής μεταφέρθηκε στα Λαγκάδια, από τους Δεληγιανναίους, ο πρόγονος
των οποίων «ζωηρός» Ντελή-Ιωάννης, είχε νυμφευθεί κόρη του Βυζικιώτη Σύντιχου.
Κατά το 1821 το Βυζίκι υπήρξε έδρα εφοδιασμού των επαναστατικών δυνάμεων και οι εύπορες
αρχοντικές οικογένειες του χωριού, ορκισμένοι Φιλικοί, δαπάνησαν τον πλούτο τους για την στήριξη του Αγώνα.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το Βυζίκι παρέμεινε έδρα διοίκησης της Βορειοδυτικής
Γορτυνίας για τρεις δεκαετίες.
Κατά τον πόλεμο για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας, ο Βυζικιώτης Ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Κουντάνης, συνήγειρε και έφερε από την Αμερική 64.000 ένοπλους Έλληνες.
Ο ίδιος, ως Αρχηγός του Ιερού Λόχου πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της
Βόρειας Ηπείρου.
Κατά την Κατοχή 1941-1944 το Βυζίκι ήταν η έδρα της πολιτικής διοίκησης του ΕΑΜ στην
Πελοπόννησο, ενώ η στρατιωτική ήταν στο διπλανό χωριό Τρόπαια.
«Παλαιολόγος Στασινός από χώρας Άκοβας, ήγουν μαχαλά Βυζίτσι»
Από έγγραφες πηγές προκύπτει ότι τον 17ο αιώνα, προ του 1650, έφθασε στην Πελοπόννησο, ο
Παλαιολόγος, γιος μεγαλέμπορου από την Κωνσταντινούπολη, με άδεια του Σουλτάνου να εγκατασταθεί όπου θέλει και να καταλάβει στον Μορέα «όση έκταση έβλεπαν τα μάτια του»!
Ο Παλαιολόγος επέλεξε για έδρα του το Βυζίκι, έχοντας στην κυριαρχία του ως τσιφλίκια,
τουλάχιστον 40 χωριά, οι κάτοικοι των οποίων, ακόμα και σήμερα, επονομάζουν το Βυζίκι Αρχοντοχώρι.
Έφερε το προσωνύμιο «Στασίνους» [προικισμένος με σταθερό νου] το οποίο καθιερώθηκε ως
Στασινός.
Μεταβιβάστηκε ως Τίτλος Ευγενείας στους άρρενες απογόνους του, αλλά και ως κύριο όνομα, που
αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως οικογενειακό επίθετο, Στασινός ή και Στασινόπουλος.
Στην διαθήκη του, το 1688, αναφέρεται ως Παλαιολόγος Στασινός «από Χώρας Άκοβας, ήγουν
μαχαλά Βυζίτσι».
Ο «Στασινός της Άκοβας» γρήγορα αύξησε την περιουσία του και έκτισε στο Βυζίκι ευμεγέθεις και
μεγαλοπρεπείς κατοικίες και άλλα κτίρια, υπολείμματα των οποίων σώζονται και σήμερα.
Κατέκτησε δύναμη και φήμη, κέρδισε την εμπιστοσύνη Οθωμανών και Ενετών και αναγορεύτηκε σε
«Σύνδικο», που ο λαός απομνημόνευσε ως Σύντιχο και αργότερα Σύντιχα, παρωνύμιο που ακόμη και σήμερα φέρει οικογένεια του Βυζικίου.
Ανέγειρε και διατηρούσε στο Βυζίκι, ως ιδιόκτητό του, τον υπάρχοντα Ναό της Κοιμήσεως
Θεοτόκου, στον οποίο μετέβαινε έφιππος, με το άλογό να πατάει πάνω σε χαλιά, στρωμένα από το σπίτι
του ως την πόρτα της εκκλησίας του!
Είχε εξουσία απονομής δικαιοσύνης ανέκκλητα και ασκούσε την πολιτική διοίκηση της ευρύτερης
περιοχής.
Ο Παλαιολόγος, το 1685 κατέλυσε την Τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο, κατέλαβε το Κάστρο της
Καρύταινας και το 1687 υποδέχθηκε στην Κόρινθο τον Ενετό κατακτητή Μοροζίνι, στον οποίο δήλωσε
υποταγή.
Ο Δόγης της Βενετίας, σε ανταπόδοση, τον έχρισε «Ανώτατον Υπάλληλον της Πελοποννήσου»,
δηλαδή Πολιτικό Διοικητή με έδρα το Κεφαλοχώρι Βυζίκι, αναγνωρίζοντας και επιβεβαιώνοντας τον
Τίτλο, τα προνόμια και τις εξουσίες του Σύνδικου.
Στασινός της Άκοβας, ο εκ Βυζικίου πρώτος Μοραγιάνης
Τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1715, ο Στασινός της Άκοβας αρνήθηκε τους Ενετούς και έσπευσε
στη Θήβα για να υποδεχθεί τον Σουλτάνο Αχμέτ τον Γ ́ και δήλωσε πίστη και υποταγή, διατηρώντας
εξουσίες και προνόμια.
Σύντομα μάλιστα αναδείχθηκε ο πρώτος στην Ιστορία Μορ-αγιάν-ης [Αγιάν του Μορέως] που
ήταν νέος θεσμός πολιτικής και κοινωνικής ηγεσίας, ο οποίος στελεχωνόταν από την ισχυρότερη
οικογένεια προύχοντα της Πελοποννήσου και μάλιστα με προνόμιο διαδοχής.
Είχε καθεστώς «ισοτιμίας» με τον εκάστοτε Ανώτατο Οθωμανό Αξιωματούχο της Πελοποννήσου
και ήταν ο μόνος που επιτρεπόταν να ακολουθεί έφιππος αυτόν τον Εκπρόσωπο του Σουλτάνου!
Από τον Οίκο του Στασινού αναδεικνύονταν έκτοτε Μοραγιάν-ηδες και αργότερα και οι Βεκίληδες
της Πελοποννήσου.
Πρώτος «Βεκίλης του Μωρέως», δηλαδή πολιτικός διαμεσολαβητής και εκπρόσωπος της
Πελοποννήσου, διαπιστευμένος στον Σουλτάνο, χρίστηκε ο Παλαιολόγος Στασινός δισέγγονος του
πρώτου Στασινού, πρώτος ξάδερφος του Ανανία Λαμπάρδη.
Είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη ως «όμηρος πίστεως» και «εγγυητής των
δημογερόντων» έναντι της Υψηλής Πύλης, έχοντας αποστολή να προστατεύει τα συμφέροντα των
προυχόντων, της Πελοποννήσου, αλλά και να εγγυάται στον Σουλτάνο την υποταγή τους σ’ αυτόν.
Αποκεφαλίστηκε το 1769 στην Πόλη, επειδή θεωρήθηκε συνυπεύθυνος για την εξέγερση του Μοριά
στα Ορλωφικά, αφού δεν ενέργησε να τα προλάβει.
Γενεαλογία του Αναστασίου Λαμπάρδη
Ο Βυζικιώτης Παλαιολόγος Στασινός της Άκοβας, επιδίωξε να εξασφαλίσει σύζυγο, ίδιας με αυτόν
κοινωνικής και οικονομικής τάξεως.
Έτσι, νυμφεύθηκε την Κανέλλα, κόρη της σπουδαίας και επιφανούς οικογένειας των Λαμπαρδαίων
της Δημητσάνας, κατ’ ευθείαν απόγονο του Πρωτογραμματέα του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Λαμπαρδόπουλου, που επονομάστηκε Φιλόσοφος.
Ο Φιλόσοφος υπήρξε ο ιδρυτής Ιεράς Μονής Φιλοσόφου (967, Φαράγγι Λούσιου, Δημητσάνα) ενός από τα αρχαιότερα Βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας, της οποίας μεγάλοι δωρητές υπήρξαν ο ίδιος ο Στασινός και οι απόγονοί του, ορισμένοι από τους οποίους μόνασαν μάλιστα σ’ αυτή.
Το προσωνύμιο Φιλόσοφος (που με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ορισμένες περιπτώσεις σε
επίθετο Φιλοσοφόπουλος) έφεραν και οι απόγονοί του του Λαμπάρδη, γι’ αυτό ο Παλαιολόγος επονομαζόταν και «γαμπρός του Φιλόσοφου», όπως και ο σύγαμπρός του Συμεών Σπηλιώτης, από την Ανδρίτσαινα, που είχε νυμφευθεί την άλλη κόρη του Λαμπάρδη,τη Φίλω.
Ως προίκα, ο Παλαιολόγος Στασινός και η Κανέλλα, έλαβαν σπουδαία περιουσία, κυρίως μεγάλα
τμήματα από τα κτήματα του συγγενούς τους Καρακάλου, περί τη σημερινή Καρκαλού.
Ο τρίτος γιος, διάδοχος και κληρονόμος Παλαιολόγου και της Κανέλλας, ο Ασημάκης Στασινός
και η σύζυγός του Κωνσταντίνα, απέκτησαν δυο κόρες.
Οι δυο Οίκοι των Στασιναίων και των Λαμπαρδαίων, στοχεύοντας να διαιωνίσουν προνόμια,
εξουσίες και περιουσία, νύμφευσαν την μικρότερη από τις κόρες του Βυζικιώτη Ασημάκη Στασινού, με τον εκ Δημητσάνας Θεοφίλη, επίσης γόνο του Οίκου των Λαμπαρδόπουλων.
Ο εκ Βυζικίου Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Ανανίας
Από το νέο ζεύγος, το 1710, στις πολυτελείς εγκαταστάσεις των «Στασιναίων» στο Βυζίκι,
γεννήθηκε ο Αναστάσιος. [Βλ. και σελ. 19, 20]
Ο Αναστάσιος Λαμπάρδης, γόνος δυο ισχυρότατων οικογενειών της Πελοποννήσου, Στασιναίων
και Λαμπαρδαίων, διδάχθηκε τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα στην Ελληνική Σχολή Βυζικίου, που ήταν η
μοναδική στην οποία διδασκόταν και η γαλλική στην Πελοπόννησο.
Ο Αναστάσιος ήταν γνώστης της Γαλλικής και είχε στη βιβλιοθήκη του γαλλικά βιβλία, όπως είδε
και περιγράφει ο Γάλλος περιηγητής και συγγραφέας Σατωβριάνδος.
Ακολούθως, φοίτησε στη Σχολή της Μονής Φιλοσόφου και έλαβε μόρφωση και σπουδές τέτοιες
και τόσες, ώστε μόλις 31 ετών να χειροτονηθεί ως Επίσκοπος Καρυουπόλεως με μοναχικό όνομα
Ανανίας.
Ο Ανανίας, το 1747, προάχθηκε σε Αρχιεπίσκοπο Δημητσάνας και το 1750 ορίσθηκε και
Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας, με έδρα τον Μυστρά, διατηρώντας όμως και την Αρχιεπισκοπή
Δημητσάνας, καθώς και την Αρχιεπισκοπή Μεθώνης - που ήταν έδρα του πασαλικιού της νότιας
Πελοποννήσου - την οποία αργότερα εκχώρησε στον ξάδελφό του Άνθιμο Καράκαλο [βλέπε περιοχή
Καρακάλου, σημερινή Καρκαλού].
Επιφανούς καταγωγής και διαπρεπούς παιδείας, κάτοχος πλούτου και περιουσίας - κληρονομιά από
τους γονείς του - αποδείχθηκε άνδρας σταθερού ακλόνητου εκκλησιαστικού χαρακτήρος, αγαθός και
φιλάνθρωπος, φιλελεύθερος και φιλοπρόοδος, δραστήριος, μεγαλεπήβολος, τολμηρός και αναδείχθηκε σε πρόσωπο σεβαστό μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων του Μοριά.
Ως απόγονος του Στασινού, αναδείχθηκε και αυτός Μοραγιάν-νης και πρωτοστάτησε στην
προετοιμασία των χριστιανών της Πελοποννήσου για την Εθνεγερσία.
Αυτό τον οδήγησε νομοτελειακά στο Μαρτύριο και την εκούσια θυσία του, το 1767 στον
Μυστρά, για «του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία».
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος στις 14-6-2022.
Άλλα στοιχεία περί Βυζικίου στο www.vyziki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση