Σήμερα συμπληρώνονται 80 χρόνια από τότε που οι Ναζί εκτέλεσαν 200 κομμουνιστές στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής κατά την Κατοχή, ως αντίποιν...
Σήμερα συμπληρώνονται 80 χρόνια από τότε που οι Ναζί εκτέλεσαν 200 κομμουνιστές στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής κατά την Κατοχή, ως αντίποινα για τη δράση της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΛΑΣ.
Σαν σήμερα, 1η Μαΐου του 1944, οι πολίτες της Αθήνας διάβαζαν στον Τύπο την εξής ανακοίνωση:
«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί (σσ: ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Πρόκειται για 200 Έλληνες, κυρίως κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας που παραδόθηκαν στους Γερμανούς από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και την πρωτομαγιά του 1944 οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ως αντίποινα για το φόνο του υποστράτηγου Φραντς Κρεχ και τριών ατόμων της συνοδείας του από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, λίγο έξω από τους Μολάους Λακωνίας στις 27 Απριλίου.
Οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν κατάφεραν να σώσουν τους μελλοθάνατους παρά τις προσπάθειές τους και η εκτέλεσή τους έγινε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με οπλοπολυβόλα ενώ οι σοροί τους μεταφέρθηκαν στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών και τάφηκαν σε ατομικούς τάφους. Εκτός από τους 200 στην Καισαριανή, εκτελέστηκαν άλλοι 100 με διαταγή του συνταγματάρχη Διονύσιου Παπαδόγκονα, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο. Συνεπώς τα αντίποινα για την δολοφονία του Κρεχ είχαν τουλάχιστον 300 θύματα.
Οι 200 αυτοί κομμουνιστές έχουν μπει «στο πάνθεον των ηρώων και μαρτύρων της παγκόσμιας εργατικής τάξης», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Μ-Λ ΚΚΕ επισημαίνοντας: «Γαλουχημένοι με τα μεγάλα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος, ατσαλωμένοι στο καμίνι του αγώνα, ανυπότακτοι, γεμάτοι αφοσίωση και πίστη στη μεγάλη υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού. Εκτελέστηκαν από τους γερμανοφασίστες κατακτητές την Πρωτομαγιά του 1944. Αλλά ζουν για πάντα στην καρδιά του λαού».
Συγκινητική ήταν η στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον οποίο ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του χάρισε τη ζωή επειδή γνώριζε γερμανικά και τον χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα. Επειδή όμως έπρεπε κάποιος άλλος να πάρει τη θέση του, απάντησε ότι δεν δεχόταν να ζήσει και να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του.
Το ίδιο έπραξε και ένας άλλος σύντροφός του, ο Αντώνης Βαρθολομαίος, που εκτελούσε χρέη στρατοπεδάρχη. Αρνήθηκε και αυτός να πάρει άλλος τη δική του θέση.
Πώς περιγράφει το «Βδομαδιάτικο Δελτίο της Σκλαβιάς και Πάλης της Αθήνας» (που κυκλοφόρησε μετά την εκτέλεσή τους) τη θυσία τους:
«1η του Μάη 1944:
Διακόσια παλληκάρια έδωσαν τη ζωή τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Καισαριανή. Ήταν τα θύματα της 4ης Αυγούστου. Oι Ακροναυπλιώτες. Τους είχε παραδώσει στους Γερμανούς ο βασιλιάς, φεύγοντας από την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε να μην κάνει κι αυτή την προδοσία.
Πέθαναν με τον ίδιο ηρωισμό, με την ίδια αυταπάρνηση που αντιμετώπισαν τα 8 χρόνια της φυλακής τους. Πέθαναν ζητωκραυγάζοντας για τη λευτεριά και για την πατρίδα. Με τραγούδια πέρασαν την τελευταία τους νύχτα ανάμεσα στους άλλους κρατούμενους που τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν. Με τραγούδια αποχαιρέτησαν τα αδέλφια τους στο Χαϊδάρι. Τραγουδώντας πέρασαν απ’ τους δρόμους της Αθήνας ως την Καισαριανή.
Σημειώματα πετούσαν από τα αυτοκίνητα για τους δικούς τους. Τα τελευταία λόγια ήταν για την πατρίδα και τη λευτεριά. Δίνανε κουράγιο και δύναμη σε κείνους που μένανε.
«Αγαπημένη μου γυναικούλα και αγαπητά μου παιδιά, όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Σας στέλνω τα τελευταία μου θερμά φιλιά που με τη φωτιά τους θα φυτρώσουν τα δέντρα της Λευτεριάς. Τα παιδιά να τελειώσουν το σχολείο. Να είστε υπερήφανοι» γράφει ένας από τους ήρωες.
Όσοι τους έβλεπαν νόμιζαν πως πάνε σε πανηγύρι. Το μίσος για τους δολοφόνους, ο θαυμασμός για τα παλληκάρια αυτά ανακατεύονταν με την απέραντη θλίψη για τον πρόωρο χαμό τους στην ψυχή του λαού της Αθήνας. Όσοι τους παρακολούθησαν ως την τελευταία τους στιγμή είδαν τους ανθρώπους με την απέραντη πίστη στα ιδανικά της Λευτεριάς που θυσιάζονται γι’ αυτά με την πεποίθηση πως η θυσία τους θα στεριώσει και τους άλλους.
Τους έφεραν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τους χώρισαν σε εικοσάδες. Μια πίσω από την άλλη. Τα αυτοκίνητα περίμεναν πλάι να πάρουν τα πτώματά τους. Oι πρώτοι πήρανε τις θέσεις τους. O διερμηνέας, ο θρυλικός Ναπολέων Σουκατζίδης που από την 4η Αυγούστου βρίσκεται μαζί τους, διατάχθηκε:
«Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πούνε». Είχαν:
Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η Λευτεριά.
Τίποτα άλλο;
Όχι! Τίποτα άλλο.
Το σύνθημα δόθηκε. Είκοσι παλληκάρια θερίζονται με μιας…
Η δεύτερη εικοσάδα να προχωρήσει, μεταφράζει ο διερμηνέας και, γυρίζοντας δακρυσμένος προς το μέρος τους, τους λέει γλυκά, μαλακά σαν για να τους χαϊδέψει τελευταία φορά.
Εσείς φίλοι είναι η διαταγή να φορτώσετε τα πτώματα σε τούτο το αυτοκίνητο.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η ματιά τους είχε μια λάμψη… Σιμώνουν στα πεσμένα κορμιά που σπαράζουν ζωντανά ακόμα τα περισσότερα. Γονατίζουν. Στοργικά παίρνουν το κεφάλι τους στα δυο τους χέρια, το προσκυνούν, το χαϊδεύουνε και μ’ όλη την προσοχή και την προφύλαξη τους μεταφέρουνε σαν αρρώστους στο τελευταίο τους κρεβάτι».
Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί (σσ: ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Πρόκειται για 200 Έλληνες, κυρίως κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας που παραδόθηκαν στους Γερμανούς από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και την πρωτομαγιά του 1944 οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ως αντίποινα για το φόνο του υποστράτηγου Φραντς Κρεχ και τριών ατόμων της συνοδείας του από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, λίγο έξω από τους Μολάους Λακωνίας στις 27 Απριλίου.
Οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν κατάφεραν να σώσουν τους μελλοθάνατους παρά τις προσπάθειές τους και η εκτέλεσή τους έγινε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με οπλοπολυβόλα ενώ οι σοροί τους μεταφέρθηκαν στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών και τάφηκαν σε ατομικούς τάφους. Εκτός από τους 200 στην Καισαριανή, εκτελέστηκαν άλλοι 100 με διαταγή του συνταγματάρχη Διονύσιου Παπαδόγκονα, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο. Συνεπώς τα αντίποινα για την δολοφονία του Κρεχ είχαν τουλάχιστον 300 θύματα.
Οι 200 αυτοί κομμουνιστές έχουν μπει «στο πάνθεον των ηρώων και μαρτύρων της παγκόσμιας εργατικής τάξης», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Μ-Λ ΚΚΕ επισημαίνοντας: «Γαλουχημένοι με τα μεγάλα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος, ατσαλωμένοι στο καμίνι του αγώνα, ανυπότακτοι, γεμάτοι αφοσίωση και πίστη στη μεγάλη υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού. Εκτελέστηκαν από τους γερμανοφασίστες κατακτητές την Πρωτομαγιά του 1944. Αλλά ζουν για πάντα στην καρδιά του λαού».
Συγκινητική ήταν η στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον οποίο ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του χάρισε τη ζωή επειδή γνώριζε γερμανικά και τον χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα. Επειδή όμως έπρεπε κάποιος άλλος να πάρει τη θέση του, απάντησε ότι δεν δεχόταν να ζήσει και να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του.
Το ίδιο έπραξε και ένας άλλος σύντροφός του, ο Αντώνης Βαρθολομαίος, που εκτελούσε χρέη στρατοπεδάρχη. Αρνήθηκε και αυτός να πάρει άλλος τη δική του θέση.
Πώς περιγράφει το «Βδομαδιάτικο Δελτίο της Σκλαβιάς και Πάλης της Αθήνας» (που κυκλοφόρησε μετά την εκτέλεσή τους) τη θυσία τους:
«1η του Μάη 1944:
Διακόσια παλληκάρια έδωσαν τη ζωή τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Καισαριανή. Ήταν τα θύματα της 4ης Αυγούστου. Oι Ακροναυπλιώτες. Τους είχε παραδώσει στους Γερμανούς ο βασιλιάς, φεύγοντας από την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε να μην κάνει κι αυτή την προδοσία.
Πέθαναν με τον ίδιο ηρωισμό, με την ίδια αυταπάρνηση που αντιμετώπισαν τα 8 χρόνια της φυλακής τους. Πέθαναν ζητωκραυγάζοντας για τη λευτεριά και για την πατρίδα. Με τραγούδια πέρασαν την τελευταία τους νύχτα ανάμεσα στους άλλους κρατούμενους που τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν. Με τραγούδια αποχαιρέτησαν τα αδέλφια τους στο Χαϊδάρι. Τραγουδώντας πέρασαν απ’ τους δρόμους της Αθήνας ως την Καισαριανή.
Σημειώματα πετούσαν από τα αυτοκίνητα για τους δικούς τους. Τα τελευταία λόγια ήταν για την πατρίδα και τη λευτεριά. Δίνανε κουράγιο και δύναμη σε κείνους που μένανε.
«Αγαπημένη μου γυναικούλα και αγαπητά μου παιδιά, όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Σας στέλνω τα τελευταία μου θερμά φιλιά που με τη φωτιά τους θα φυτρώσουν τα δέντρα της Λευτεριάς. Τα παιδιά να τελειώσουν το σχολείο. Να είστε υπερήφανοι» γράφει ένας από τους ήρωες.
Όσοι τους έβλεπαν νόμιζαν πως πάνε σε πανηγύρι. Το μίσος για τους δολοφόνους, ο θαυμασμός για τα παλληκάρια αυτά ανακατεύονταν με την απέραντη θλίψη για τον πρόωρο χαμό τους στην ψυχή του λαού της Αθήνας. Όσοι τους παρακολούθησαν ως την τελευταία τους στιγμή είδαν τους ανθρώπους με την απέραντη πίστη στα ιδανικά της Λευτεριάς που θυσιάζονται γι’ αυτά με την πεποίθηση πως η θυσία τους θα στεριώσει και τους άλλους.
Τους έφεραν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τους χώρισαν σε εικοσάδες. Μια πίσω από την άλλη. Τα αυτοκίνητα περίμεναν πλάι να πάρουν τα πτώματά τους. Oι πρώτοι πήρανε τις θέσεις τους. O διερμηνέας, ο θρυλικός Ναπολέων Σουκατζίδης που από την 4η Αυγούστου βρίσκεται μαζί τους, διατάχθηκε:
«Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πούνε». Είχαν:
Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η Λευτεριά.
Τίποτα άλλο;
Όχι! Τίποτα άλλο.
Το σύνθημα δόθηκε. Είκοσι παλληκάρια θερίζονται με μιας…
Η δεύτερη εικοσάδα να προχωρήσει, μεταφράζει ο διερμηνέας και, γυρίζοντας δακρυσμένος προς το μέρος τους, τους λέει γλυκά, μαλακά σαν για να τους χαϊδέψει τελευταία φορά.
Εσείς φίλοι είναι η διαταγή να φορτώσετε τα πτώματα σε τούτο το αυτοκίνητο.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η ματιά τους είχε μια λάμψη… Σιμώνουν στα πεσμένα κορμιά που σπαράζουν ζωντανά ακόμα τα περισσότερα. Γονατίζουν. Στοργικά παίρνουν το κεφάλι τους στα δυο τους χέρια, το προσκυνούν, το χαϊδεύουνε και μ’ όλη την προσοχή και την προφύλαξη τους μεταφέρουνε σαν αρρώστους στο τελευταίο τους κρεβάτι».
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση