Χριστόφορος Ευαγγελάτος Εκεί μέσα στα ντουμάνια, υπό τη βροχή των λουλουδιών, να γράφονται ιστορίες και ιστορίες αδερφέ μου. Για μια στροφή ...
Εκεί μέσα στα ντουμάνια, υπό τη βροχή των λουλουδιών, να γράφονται ιστορίες και ιστορίες αδερφέ μου.
Για μια στροφή και για δυο τζούρες τραβηγμένες μέχρι να ποτίσουν τα χείλη νικοτίνη. Για μια καψούρα που «ξεψυχούσε», για έναν έρωτα από εκείνους που μάθαμε να τους λέμε αγιάτρευτους. Ψάχνοντας αποκούμπι τα αξημέρωτα βράδια, πρώτο τραπέζι ή τελευταίο, καμιά σημασία δεν είχε. Υπέρτατος στόχος όλων η λύτρωση. Να υπάρξει, έστω και στον φαντασιακό κόσμο της πίστας, ανταπόκριση αισθημάτων. Σε κείνα τα μαγαζιά που ο ήρωας του μικροφώνου «διαλαλεί» τους νταλκάδες, τα προβλήματα, τα μύρια όσα.
Εκεί μέσα στα ντουμάνια, υπό τη βροχή των λουλουδιών, να γράφονται ιστορίες και ιστορίες αδερφέ μου. «Κρεμασμένοι» όλοι στα χείλη των τραγουδιστών, σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε κινηματόγραφο και πάντα σε πρώτο πλάνο δυο πράγματα. Ουίσκι και τσιγάρα και στις θύμησες να τριγυρνούν οι έρωτες.
Να κάνουν τσαφ οι αναπτήρες για ν’ ανάψουν το ντέρτι και τα μπουκάλια ν’ αδειάζουν. Θαρρείς και δεν πήγαν ποτέ γιομάτα στα τραπέζια. Τη μια στιγμή γιομάτα και την άλλη άδεια. Πόσο ουίσκι χωρούσε άραγε η καψούρα;
Ο μύθος για τα πρώτα τραπέζια που βιδώθηκαν στο πάτωμα
Ο Βασίλης Καρράς υπήρξε μια μεγάλη λαϊκή φωνή και τα τραγούδια του λειτούργησαν ως βάλσαμο για έρωτες που δεν προχώρησαν. Για αγάπες που έσβησαν σαν γόπες τσιγάρων στο πάτωμα.
Και ο μύθος που θέλει την καψούρα ανίκητη επιβεβαιώνεται από τα όσα λέγαν οι παλιοί θαμώνες των μπουζουκιών στη Σαλονίκη. Ότι σε κέντρο που τραγουδούσε ο Βασίλης Καρράς, με τον Πασχάλη Τερζή και τον Ζαφείρη Μέλλα πριν από 40 και πλέον χρόνια, βιδώθηκαν για πρώτη φορά τραπέζια μαγαζιού στο πάτωμα. Ήταν τέτοια η απόγνωση του ανεκπλήρωτου έρωτα ή τόσο έντονη η θραύση του χωρισμού, που ο κόσμος πετούσε εκτός από λουλούδια ακόμα και τα τραπέζια στην πίστα. Σε σημείο που ο ιδιοκτήτης αναγκάστηκε να τα βιδώσει για να μην… πετάνε. Δείγμα ίσως κι αυτό της ανάγκης για εξιλέωση μπροστά στα μάτια του κοινού.
Δίχως να έρθει το πρωί και το φεγγάρι πριν κρυφτεί. Κάπου εκεί ανάμεσα στο πάντα και το ποτέ, εγινήκαμε κι εμείς βασιλιάδες για μια βραδιά στα μαγαζιά που «περπάτησε» περήφανα ο Βασίλης. Έμπλεξαν οι φωνές μας, στράγγιξαν οι πίκρες μας στον πάτο των μπουκαλιών, και μοιράστηκαν οι «προδοσίες» σε τράκες των τσιγάρων. Και μετά ένα σκούντημα στον ώμο από κάποιον που δεν ήξερες. Για να ναι το βάρος μικρότερο, κι ο πόνος να ‘χει συντροφιά. Να αισθάνεται παρηγοριά ο ένας στον ώμο του άλλου και να νιώθει πως σ’ ένα ρεφρέν έβρισκε η ζωή νόημα.
Σ’ αυτούς τους δρόμους περπάτησε ο Βασίλης, σ’ αυτούς ταξιδέψαμε κι εμείς. Κι απόψε θυμηθήκαμε έρωτες που είχαμε στριμώξει σε ερμάρια. Θυμηθήκαμε και γέλια και κλάματα. Σκιρτήματα, φτερουγίσματα, φιλιά, ντροπές και θάρρητα, λόγια σκληρά και μαλάματα. Ότι είναι ο έρωτας τέλος πάντων. Κι όπως τον έζησε ο καθένας μας, πρώτο τραπέζι ή τελευταίο. Αρκεί που τον έζησε. Ο έρωτας, που τον τραγούδησε ωραία και μάγκικα ο Βασίλης Καρράς.
Λίγο ουίσκι ρε παιδιά στο πάτωμα, για τον Βασίλη…
Εκεί μέσα στα ντουμάνια, υπό τη βροχή των λουλουδιών, να γράφονται ιστορίες και ιστορίες αδερφέ μου. «Κρεμασμένοι» όλοι στα χείλη των τραγουδιστών, σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε κινηματόγραφο και πάντα σε πρώτο πλάνο δυο πράγματα. Ουίσκι και τσιγάρα και στις θύμησες να τριγυρνούν οι έρωτες.
Να κάνουν τσαφ οι αναπτήρες για ν’ ανάψουν το ντέρτι και τα μπουκάλια ν’ αδειάζουν. Θαρρείς και δεν πήγαν ποτέ γιομάτα στα τραπέζια. Τη μια στιγμή γιομάτα και την άλλη άδεια. Πόσο ουίσκι χωρούσε άραγε η καψούρα;
Ο μύθος για τα πρώτα τραπέζια που βιδώθηκαν στο πάτωμα
Ο Βασίλης Καρράς υπήρξε μια μεγάλη λαϊκή φωνή και τα τραγούδια του λειτούργησαν ως βάλσαμο για έρωτες που δεν προχώρησαν. Για αγάπες που έσβησαν σαν γόπες τσιγάρων στο πάτωμα.
Και ο μύθος που θέλει την καψούρα ανίκητη επιβεβαιώνεται από τα όσα λέγαν οι παλιοί θαμώνες των μπουζουκιών στη Σαλονίκη. Ότι σε κέντρο που τραγουδούσε ο Βασίλης Καρράς, με τον Πασχάλη Τερζή και τον Ζαφείρη Μέλλα πριν από 40 και πλέον χρόνια, βιδώθηκαν για πρώτη φορά τραπέζια μαγαζιού στο πάτωμα. Ήταν τέτοια η απόγνωση του ανεκπλήρωτου έρωτα ή τόσο έντονη η θραύση του χωρισμού, που ο κόσμος πετούσε εκτός από λουλούδια ακόμα και τα τραπέζια στην πίστα. Σε σημείο που ο ιδιοκτήτης αναγκάστηκε να τα βιδώσει για να μην… πετάνε. Δείγμα ίσως κι αυτό της ανάγκης για εξιλέωση μπροστά στα μάτια του κοινού.
Δίχως να έρθει το πρωί και το φεγγάρι πριν κρυφτεί. Κάπου εκεί ανάμεσα στο πάντα και το ποτέ, εγινήκαμε κι εμείς βασιλιάδες για μια βραδιά στα μαγαζιά που «περπάτησε» περήφανα ο Βασίλης. Έμπλεξαν οι φωνές μας, στράγγιξαν οι πίκρες μας στον πάτο των μπουκαλιών, και μοιράστηκαν οι «προδοσίες» σε τράκες των τσιγάρων. Και μετά ένα σκούντημα στον ώμο από κάποιον που δεν ήξερες. Για να ναι το βάρος μικρότερο, κι ο πόνος να ‘χει συντροφιά. Να αισθάνεται παρηγοριά ο ένας στον ώμο του άλλου και να νιώθει πως σ’ ένα ρεφρέν έβρισκε η ζωή νόημα.
Σ’ αυτούς τους δρόμους περπάτησε ο Βασίλης, σ’ αυτούς ταξιδέψαμε κι εμείς. Κι απόψε θυμηθήκαμε έρωτες που είχαμε στριμώξει σε ερμάρια. Θυμηθήκαμε και γέλια και κλάματα. Σκιρτήματα, φτερουγίσματα, φιλιά, ντροπές και θάρρητα, λόγια σκληρά και μαλάματα. Ότι είναι ο έρωτας τέλος πάντων. Κι όπως τον έζησε ο καθένας μας, πρώτο τραπέζι ή τελευταίο. Αρκεί που τον έζησε. Ο έρωτας, που τον τραγούδησε ωραία και μάγκικα ο Βασίλης Καρράς.
Λίγο ουίσκι ρε παιδιά στο πάτωμα, για τον Βασίλη…
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση