Μέσα στην άνοιξη του 1939, η Γερμανία φαινόταν έτοιμη να υλοποιήσει σχετικά σύντομα το σχέδιο επίθεσής της εναντίον της Πολωνίας. Οι εγγυήσε...
Μέσα στην άνοιξη του 1939, η Γερμανία φαινόταν έτοιμη να υλοποιήσει σχετικά σύντομα το σχέδιο επίθεσής της εναντίον της Πολωνίας. Οι εγγυήσεις που προσέφεραν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία στην Πολωνία σχετικά με την ανεξαρτησία της χώρας, αποδείχθηκε ότι δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά στη συνεχιζόμενη εκδήλωση εχθρικής διάθεσης εκ μέρους της Γερμανίας του Χίτλερ. Ένας τρόπος για την ενίσχυση των δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας ήταν η στρατιωτική συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση.
Από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1939 διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε αυτές τις τρεις δυνάμεις με κεντρικό θέμα τη στενότερη συνεργασία για τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Εξαρχής φάνηκε ότι η επίτευξη μιας κοινώς αποδεκτής συμφωνίας ήταν αρκετά δύσκολο έργο. Το Ηνωμένο Βασίλειο πρότεινε να εγγυηθεί ξεχωριστά καθεμία από τις τρεις δυνάμεις την ανεξαρτησία της Πολωνίας και της Ρουμανίας, ενώ η Γαλλία πρότεινε τη συνομολόγηση γαλλο-σοβιετικής συμμαχίας, η οποία θα δέσμευε τις δύο χώρες να συνδράμουν την Πολωνία και τη Ρουμανία, αν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Από την πλευρά της, η σοβιετική ηγεσία πρότεινε μια τριμερή συνθήκη, η οποία θα υποχρέωνε τις τρεις δυνάμεις να συνδράμουν στρατιωτικά τα κράτη που βρίσκονταν δυτικά των συνόρων της. Τη συνθήκη αλληλοβοήθειας θα συνόδευε και μια στρατιωτική σύμβαση.
Σε αντίθεση με τους Γάλλους, οι οποίοι δεν ήγειραν ιδιαίτερες ενστάσεις έναντι των σοβιετικών προτάσεων, οι Βρετανοί προέβαλαν έντονες αντιρρήσεις. Κυρίως, δεν επιθυμούσαν να παραχωρήσουν στους Σοβιετικούς το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στα γειτονικά τους κράτη με τους όρους που θα έθεταν εκείνοι.
Όσον αφορά τη στρατιωτική συνεργασία, οι δύο δυτικές δυνάμεις φάνηκαν απρόθυμες να κοινοποιήσουν απόρρητες στρατιωτικές πληροφορίες στους Σοβιετικούς επιτελείς. Για αυτόν τον λόγο και επέμειναν στις θέσεις τους να διεξάγονται οι συνομιλίες σε επίπεδο γενικών αρχών, εν αντιθέσει με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι επιδίωκαν να συνομιλήσουν επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Οι συνομιλίες διακόπηκαν στις 21 Αυγούστου 1939, όταν η πολωνική πλευρά απέρριψε, παρά τις γαλλικές πιέσεις, το αίτημα της Σοβιετικής Ένωσης για στάθμευση σοβιετικών στρατευμάτων εντός των εδαφών της ως μέτρου άμυνας κατά των Γερμανών.
Παράλληλα, μέσα στο καλοκαίρι του 1939 άρχισαν να διεξάγονται συνομιλίες μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας. Ήδη από τον προηγούμενο Μάρτιο ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν είχαν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας της χώρας του με τη Γερμανία, δηλώνοντας ότι δεν είχε καμία ιδιαίτερη προτίμηση σε κανένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα των καπιταλιστικών κρατών. Μέσα στον Ιούλιο οι διαπραγματεύσεις επισπεύσθηκαν. Στις 19 Αυγούστου υπογράφτηκε μια διμερής οικονομική συμφωνία. Δύο ημέρες αργότερα, ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό τηλεγράφημα στον Στάλιν, στο οποίο ζητούσε να επισκεφθεί τη Μόσχα ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ, Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, το αργότερο μέχρι τις 23 του μηνός προκειμένου να υπογραφεί ένα ακόμη πρωτόκολλο ανάμεσα στις δύο πλευρές.
«Το Πρακτορείον Ρώυτερ πληροφορείται ότι το ημιεπίσημον Γερμανικόν Πρακτορείον αγγέλλει ότι αι Κυβερνήσεις Βερολίνου και Μόσχας απεφάσισαν να συνάψουν Σύμφωνον μη επιθέσεως. Ο υπουργός των Εξωτερικών φον Ρίμπεντροπ θα μεταβή μεθαύριον (αύριον) Τετάρτην εις Μόσχαν διά να φέρη εις πέρας τας διαπραγματεύσεις προς σύναψιν Συμφώνου μη επιθέσεως μεταξύ των δύο χωρών», έγραψε η «Καθημερινή» στο πρωτοσέλιδο της 22ας Αυγούστου 1939.
Στις 23 Αυγούστου υπογράφτηκε το Σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα σε Γερμανία και Σοβιετική Ένωση, γνωστό και ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, από τα ονόματα των δύο υπουργών Εξωτερικών, οι οποίοι το υπέγραψαν. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, αν κάποιο από τα δύο μέρη εμπλεκόταν σε πολεμική σύγκρουση, το άλλο μέρος δεν θα συνέδραμε τον αντίπαλο. Η γερμανο-σοβιετική συνθήκη συνοδευόταν από ένα μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο προέβλεπε ότι σε περίπτωση εδαφικού μετασχηματισμού της Πολωνίας, η Σοβιετική Ένωση θα καταλάμβανε χονδρικά τις ανατολικές επαρχίες της χώρας, ενώ η Γερμανία το δυτικό τμήμα. Εκτός από το ζήτημα της Πολωνίας, η Σοβιετική Ένωση απέκτησε ελευθερία κινήσεως όσον αφορά τη Φινλανδία, την Εσθονία και τη Λετονία, ενώ η Γερμανία στη Λιθουανία.
Η «Καθημερινή» παρουσίασε εκτενώς τους όρους της γερμανο-σοβιετικής συμφωνίας καθώς και τα σχόλια του ευρωπαϊκού Τύπου επί του θέματος. «Η υπογραφή του ρωσσο-γερμανικού συμφώνου μη επιθέσεως προεκάλεσε ζωηρότατον ενθουσιασμόν μεταξύ των επισήμων γερμανικών κύκλων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το εν λόγω σύμφωνον ως “φωτεινόν όργανον επιβολής της ειρήνης διά της επικρατήσεως του δικαίου”», ανέφερε η εφημερίδα σχετικά με την πρόσληψη του Συμφώνου εντός της Γερμανίας.
Στους λόγους για τους οποίους πέτυχε η συμφωνία Γερμανίας-Σοβιετικής Ένωσης και απέτυχε εκείνη ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση περιλαμβάνεται ασφαλώς η απροθυμία των Βρετανών (κυρίως) να συνεργαστούν με τους άσπονδους εχθρούς τους, τους μπολσεβίκους. Οι Βρετανοί δεν είχαν πειστεί για την αξία μιας συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση. Παράλληλα, εκτιμούσαν ότι η συνεργασία με τους Σοβιετικούς, θα αποξένωνε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και θα τα εξωθούσε σε συνεργασία με τον Χίτλερ.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση