Vangelis Chorafas Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΝΟΜΠΕΛ Η 22 και η 23 Οκτωβρίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις μοναδικές δύο αρνήσεις αποδοχής το...
Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΝΟΜΠΕΛ
Η 22 και η 23 Οκτωβρίου είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις μοναδικές δύο αρνήσεις αποδοχής του Βραβείου Νόμπελ, που έχουν εμφανιστεί στην ιστορία του θεσμού.
Στις 22 Οκτωβρίου 1964, ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν Πολ Σαρτρ, εκ πεποιθήσεως αντίθετος με κάθε είδους ανταμοιβή και κάθε βράβευση απ’ όπου κι αν προέρχεται, καθώς αυτή γεννά δεσμεύσεις για τον βραβευόμενο, αρνήθηκε την παραλαβή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964. Είχε προηγηθεί η άρνηση της παρασημοφόρησης του από το Εθνικό Τάγμα της Λεγεώνας της Τιμής, το 1945, καθώς και η απόρριψη έδρας στο Κολλέγιο της Γαλλίας.
Όταν οι φήμες γύρω από τους υποψήφιους άρχισαν να κυκλοφορούν τον Οκτώβριο του 1964, ο Σαρτρ ανακάλυψε ότι ήταν μεταξύ των συγγραφέων που εξετάζονταν για το βραβείο. Αμέσως, ο Σαρτρ έγραψε στη Σουηδική Ακαδημία για να τους ενημερώσει ότι ήθελε να αποσυρθεί από τις υποψηφιότητες. Η επιστολή του έφτασε με καθυστέρηση, αφού η επιτροπή είχε λάβει την απόφαση της, όπως αποδείχτηκε αργότερα.
Η άρνηση αυτή έγινε μέσω δημόσιας δήλωσής του στην οποία ανέφερε: “Όσον αφορά τη μεγαλύτερη διάκριση, το Νόμπελ, έπρεπε να την αρνηθώ, όπως αρνήθηκα κάθε άλλη. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να γράφει σύμφωνα με κάποιο ίδρυμα ή θεσμό που τον προστατεύει, μα σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω». Παράλληλα, ο Σαρτρ θεωρούσε ότι η διαμάχη που υπήρχε για το Βραβείο Νόμπελ, είχε πραγματική υπόσταση, κυρίως σε ότι αφορούσε τις κατηγορίες για πολιτικές σκοπιμότητες και ευρωκεντρισμό.
Ο Σαρτρ στην επιστολή απόρριψής του, αρνήθηκε επίσημα να δεχτεί τόσο το βραβείο όσο και το χρηματικό έπαθλο, δηλώνοντας ότι, «Αν υπογράφω τον εαυτό μου Ζαν Πολ Σαρτρ, δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να να υπογράψω τον εαυτό μου Ζαν Πολ Σαρτρ, νομπελίστας.» Είναι προφανές ότι δεν ήθελε να δεχτεί βραβεία που θα πρόσθεταν περισσότερο βάρος στο όνομά του τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.
Στις 23 Οκτωβρίου 1973, ο Λε Ντουκ Θο, ο διαπραγματευτής από την πλευρά του Βορείου Βιετνάμ στις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, απέρριψε το Νόμπελ Ειρήνης που του απονεμήθηκε από κοινού με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ για τη συμφωνία του Βιετνάμ που διαπραγματεύτηκαν.
Δήλωσε ότι «η ειρήνη δεν έχει ακόμη εδραιωθεί πραγματικά στο Νότιο Βιετνάμ». «Σε αυτές τις συνθήκες», πρόσθεσε, «είναι αδύνατο να δεχτώ» το βραβείο.
Ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Ανόι είπε: «Θα είμαι σε θέση να εξετάσω την αποδοχή μόνο όταν η συμφωνία του Παρισιού τηρηθεί, τα όπλα σιγήσουν και η πραγματική ειρήνη εγκαθιδρυθεί στο Νότιο Βιετνάμ».
Η απόφαση και η εξήγηση αποκαλύφθηκαν σε επιστολή του Λε Ντουκ Θο προς την Άασε Λίοναες, πρόεδρο της Επιτροπής Βραβείου Νόμπελ του Νορβηγικού Κοινοβουλίου.
Οι Βορειοβιετναμέζοι είχαν τότε υιοθετήσει τη θέση ότι η συμφωνία του Παρισιού δεν ήταν μια συμβιβαστική διευθέτηση αλλά μια νίκη επί των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν θα μπορούσε επομένως, να αναμένεται στο Ανόι να είναι ευχαριστημένοι με τις ίδιες τιμές που θα απονεμηθούν στον εκπρόσωπό τους και στον αντίπαλο που ένιωθαν ότι νίκησαν, τον Χένρι Κίσινγκερ.
Επιπλέον, υποστήριζαν ότι οι ΗΠΑ φέρουν την ευθύνη για τη συνεχιζόμενη παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός και την αποτυχία εφαρμογής οποιασδήποτε από τις πολιτικές ρήτρες της συμφωνίας του 1973. Το Ανόι πάντα θεωρούσε την κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ ως μαριονέτα της Ουάσιγκτον, και ως εκ τούτου επέμενε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να λογοδοτήσουν για τις πράξεις της Σαϊγκόν.
Τελικά, οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Λε Ντουκ Θο. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι την τελική νίκη του Βορείου Βιετνάμ στις 30 Απριλίου 1975.
Ο Έρικ Άξελ Κάρλφελντ φέρεται να είναι ένα ακόμη άτομο που αρνήθηκε το Νόμπελ το έτος 1918, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται με ακρίβεια. Υπάρχει η άποψη ότι κέρδισε το βραβείο στη Λογοτεχνία, αλλά το απέρριψε, καθώς ήταν μέλος της Γραμματείας της Σουηδικής Ακαδημίας. Τελικά, κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ, μετά τον θάνατο του το 1931.
Στην δεκαετία του ’30, διάταγμα του Χίτλερ εμπόδισε τρεις Γερμανούς να παραλάβουν τα βραβεία τους: τον Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας- Ιατρικής 1939), τον Ρίχαρντ Κουν (Βραβείο Νόμπελ Χημείας 1938) και τον Άντολφ Μπούτεναντ (Βραβείο Νόμπελ Χημείας 1939). Οι τρεις έλαβαν αργότερα τα πιστοποιητικά και τα μετάλλιά τους, αλλά όχι το χρηματικό έπαθλο.
Υπάρχει και η περίπτωση του Μπόρις Πάστερνακ που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, ενώ είχε διατελέσει υποψήφιος και άλλες φορές, την περίοδο 1946-1950.
Στις 23 Οκτωβρίου 1958, ο Μπόρις Πάστερνακ είχε ανακοινωθεί ως ο νικητής του βραβείου Νόμπελ, κυρίως για το μυθιστόρημα «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Στις 25 Οκτωβρίου, ο Πάστερνακ έστειλε ένα τηλεγράφημα στην Σουηδική Ακαδημία: «Απείρως ευγνώμων, συγκινημένος, περήφανος, έκπληκτος, συγκλονισμένος». Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν στους πολιτικούς και επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους της ΕΣΣΔ, ήταν μεγάλες.
Ο Πάστερνακ πληροφορήθηκε ότι, αν ταξιδέψει στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το Νόμπελ θα του απαγορευθεί η επανείσοδος στην ΕΣΣΔ. Ετσι, έστειλε ένα δεύτερο τηλεγράφημα προς την Επιτροπή Νόμπελ: «Εν όψει της έννοιας που αποδίδεται στο βραβείο από την κοινωνία στην οποία ζω, θα πρέπει να παραιτηθώ από αυτήν την διάκριση που δεν αξίζω. Παρακαλώ μη με παρεξηγήσετε…”. Η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε πώς “Αυτή η άρνηση, φυσικά, ουδόλως μεταβάλλει το κύρος του βραβείου. Ανακοινώνει όμως με λύπη ότι η παρουσίαση του βραβείου δεν μπορεί να γίνει”.
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει ήδη από τον εκδοτικό οίκο Feltrinelli το 1957 στα ιταλικά και μέσα στο 1958 υπήρξαν εκδόσεις στα αγγλικά. Και εδώ αρχίζει να εμπλέκεται η CIA.
Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA που εμφανίστηκαν το 2014, η επιχείρηση εκτύπωσης και διανομής του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» διευθυνόταν από το τμήμα ΕΣΣΔ της CIA, παρακολουθούνταν αυτοπροσώπως από τον διευθυντή της CIA Άλεν Ντάλες και εγκρίθηκε από το Συντονιστικό Συμβούλιο Επιχειρήσεων του Προέδρου Αϊζενχάουερ, το οποίο αναφέρονταν στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Η CIA κανόνισε την εκτύπωση μιας σκληρόδετης έκδοσης το 1958 στην Ολλανδία και τύπωσε μια μινιατούρα χαρτόδετη έκδοση του μυθιστορήματος στα κεντρικά γραφεία της στην Ουάσιγκτον, DC, το 1959. Στόχος της επιχείρησης ήταν να πληγεί το κύρος της ΕΣΣΔ.
Οι γνώμες των ειδικών για το αν η βρετανική MI6 και η CIA “βοήθησαν” για να εξασφαλίσουν ότι ο “Δόκτωρ Ζιβάγκο” έχει υποβληθεί στην επιτροπή των Νόμπελ στα ρωσικά, διίστανται, αν και τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA στις 11 Απριλίου 2014, δεν αφήνουν αμφιβολίες για τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στην καμπάνια επηρεασμού της Σουηδικής Ακαδημίας.
Η επιχείρηση υλοποιήθηκε από το στέλεχος της CIA Τζον Μόρι, ο οποίος αργότερα έγινε σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που συνέβαλε τα μέγιστα στην επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.
Τελικά το 1989, το βραβείο δόθηκε στον γιό του Πάστερνακ, Γεβγκένι, σε τελετή στη Στοκχόλμη.
Επομένως, ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Λε Ντουκ Θο παραμένουν οι μόνοι που αρνήθηκαν το Βραβείο Νόμπελ, με τη βούληση τους.
Δήλωσε ότι «η ειρήνη δεν έχει ακόμη εδραιωθεί πραγματικά στο Νότιο Βιετνάμ». «Σε αυτές τις συνθήκες», πρόσθεσε, «είναι αδύνατο να δεχτώ» το βραβείο.
Ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Ανόι είπε: «Θα είμαι σε θέση να εξετάσω την αποδοχή μόνο όταν η συμφωνία του Παρισιού τηρηθεί, τα όπλα σιγήσουν και η πραγματική ειρήνη εγκαθιδρυθεί στο Νότιο Βιετνάμ».
Η απόφαση και η εξήγηση αποκαλύφθηκαν σε επιστολή του Λε Ντουκ Θο προς την Άασε Λίοναες, πρόεδρο της Επιτροπής Βραβείου Νόμπελ του Νορβηγικού Κοινοβουλίου.
Οι Βορειοβιετναμέζοι είχαν τότε υιοθετήσει τη θέση ότι η συμφωνία του Παρισιού δεν ήταν μια συμβιβαστική διευθέτηση αλλά μια νίκη επί των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν θα μπορούσε επομένως, να αναμένεται στο Ανόι να είναι ευχαριστημένοι με τις ίδιες τιμές που θα απονεμηθούν στον εκπρόσωπό τους και στον αντίπαλο που ένιωθαν ότι νίκησαν, τον Χένρι Κίσινγκερ.
Επιπλέον, υποστήριζαν ότι οι ΗΠΑ φέρουν την ευθύνη για τη συνεχιζόμενη παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός και την αποτυχία εφαρμογής οποιασδήποτε από τις πολιτικές ρήτρες της συμφωνίας του 1973. Το Ανόι πάντα θεωρούσε την κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ ως μαριονέτα της Ουάσιγκτον, και ως εκ τούτου επέμενε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να λογοδοτήσουν για τις πράξεις της Σαϊγκόν.
Τελικά, οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Λε Ντουκ Θο. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι την τελική νίκη του Βορείου Βιετνάμ στις 30 Απριλίου 1975.
Ο Έρικ Άξελ Κάρλφελντ φέρεται να είναι ένα ακόμη άτομο που αρνήθηκε το Νόμπελ το έτος 1918, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται με ακρίβεια. Υπάρχει η άποψη ότι κέρδισε το βραβείο στη Λογοτεχνία, αλλά το απέρριψε, καθώς ήταν μέλος της Γραμματείας της Σουηδικής Ακαδημίας. Τελικά, κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ, μετά τον θάνατο του το 1931.
Στην δεκαετία του ’30, διάταγμα του Χίτλερ εμπόδισε τρεις Γερμανούς να παραλάβουν τα βραβεία τους: τον Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας- Ιατρικής 1939), τον Ρίχαρντ Κουν (Βραβείο Νόμπελ Χημείας 1938) και τον Άντολφ Μπούτεναντ (Βραβείο Νόμπελ Χημείας 1939). Οι τρεις έλαβαν αργότερα τα πιστοποιητικά και τα μετάλλιά τους, αλλά όχι το χρηματικό έπαθλο.
Υπάρχει και η περίπτωση του Μπόρις Πάστερνακ που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, ενώ είχε διατελέσει υποψήφιος και άλλες φορές, την περίοδο 1946-1950.
Στις 23 Οκτωβρίου 1958, ο Μπόρις Πάστερνακ είχε ανακοινωθεί ως ο νικητής του βραβείου Νόμπελ, κυρίως για το μυθιστόρημα «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Στις 25 Οκτωβρίου, ο Πάστερνακ έστειλε ένα τηλεγράφημα στην Σουηδική Ακαδημία: «Απείρως ευγνώμων, συγκινημένος, περήφανος, έκπληκτος, συγκλονισμένος». Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν στους πολιτικούς και επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους της ΕΣΣΔ, ήταν μεγάλες.
Ο Πάστερνακ πληροφορήθηκε ότι, αν ταξιδέψει στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το Νόμπελ θα του απαγορευθεί η επανείσοδος στην ΕΣΣΔ. Ετσι, έστειλε ένα δεύτερο τηλεγράφημα προς την Επιτροπή Νόμπελ: «Εν όψει της έννοιας που αποδίδεται στο βραβείο από την κοινωνία στην οποία ζω, θα πρέπει να παραιτηθώ από αυτήν την διάκριση που δεν αξίζω. Παρακαλώ μη με παρεξηγήσετε…”. Η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε πώς “Αυτή η άρνηση, φυσικά, ουδόλως μεταβάλλει το κύρος του βραβείου. Ανακοινώνει όμως με λύπη ότι η παρουσίαση του βραβείου δεν μπορεί να γίνει”.
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει ήδη από τον εκδοτικό οίκο Feltrinelli το 1957 στα ιταλικά και μέσα στο 1958 υπήρξαν εκδόσεις στα αγγλικά. Και εδώ αρχίζει να εμπλέκεται η CIA.
Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA που εμφανίστηκαν το 2014, η επιχείρηση εκτύπωσης και διανομής του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» διευθυνόταν από το τμήμα ΕΣΣΔ της CIA, παρακολουθούνταν αυτοπροσώπως από τον διευθυντή της CIA Άλεν Ντάλες και εγκρίθηκε από το Συντονιστικό Συμβούλιο Επιχειρήσεων του Προέδρου Αϊζενχάουερ, το οποίο αναφέρονταν στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Η CIA κανόνισε την εκτύπωση μιας σκληρόδετης έκδοσης το 1958 στην Ολλανδία και τύπωσε μια μινιατούρα χαρτόδετη έκδοση του μυθιστορήματος στα κεντρικά γραφεία της στην Ουάσιγκτον, DC, το 1959. Στόχος της επιχείρησης ήταν να πληγεί το κύρος της ΕΣΣΔ.
Οι γνώμες των ειδικών για το αν η βρετανική MI6 και η CIA “βοήθησαν” για να εξασφαλίσουν ότι ο “Δόκτωρ Ζιβάγκο” έχει υποβληθεί στην επιτροπή των Νόμπελ στα ρωσικά, διίστανται, αν και τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA στις 11 Απριλίου 2014, δεν αφήνουν αμφιβολίες για τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στην καμπάνια επηρεασμού της Σουηδικής Ακαδημίας.
Η επιχείρηση υλοποιήθηκε από το στέλεχος της CIA Τζον Μόρι, ο οποίος αργότερα έγινε σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που συνέβαλε τα μέγιστα στην επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.
Τελικά το 1989, το βραβείο δόθηκε στον γιό του Πάστερνακ, Γεβγκένι, σε τελετή στη Στοκχόλμη.
Επομένως, ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Λε Ντουκ Θο παραμένουν οι μόνοι που αρνήθηκαν το Βραβείο Νόμπελ, με τη βούληση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση