Άμεση ήταν η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στη σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση κατάθεση νομοσχεδίου για την ποινική δίωξη εκε...
Άμεση ήταν η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στη σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση κατάθεση νομοσχεδίου για την ποινική δίωξη εκείνων που «διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις».
Η κατάληξη του σκεπτικού της Ένωσης έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Διαβάζουμε: «….Ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρεμβαίνει η Δικαιοσύνη και να περιορίζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου και την έκφραση απόψεων για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, με την αιτιολογία ότι έτσι διασπείρονται ψευδείς ειδήσεις που προκαλούν ανησυχία στους πολίτες και κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού. Δηλαδή, ποινικοποιείται η προσωπική άποψη, η κριτική και η έκφρασή της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή στο Διαδίκτυο…».
Τα ερωτήματα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι αμείλικτα. Μεταξύ άλλων επισημαίνεται:
Με την προτεινόμενη ρύθμιση το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα (διασπορά ψευδών ειδήσεων) επανέρχεται στη μορφή που είχε πριν από την ψήφιση του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) και μάλιστα σε ακόμα πιο αυστηρή μορφή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους δικαστικούς λειτουργούς:
«Με την ισχύουσα τυποποίηση η διασπορά ψευδών ειδήσεων συνιστά έγκλημα βλάβης και η πράξη καθίσταται αξιόποινη μόνο εφόσον οι ψευδείς ειδήσεις προκάλεσαν πραγματικά φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων. Το Σχέδιο Νόμου μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας, αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο. Επιπλέον, εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα της ψευδούς είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη "δημόσια τάξη". Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού είναι ένα μέγεθος μη μετρήσιμο, ενώ όσον αφορά στο ψεύδος καθ’ εαυτό, η διάκριση από την αλήθεια είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη, καθώς μια "ψευδής είδηση" μπορεί να περιέχει και στοιχεία αλήθειας. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μίας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία».
Οι δικαστικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιούν για ενδεχόμενες (αναμενόμενες, ίσως) παραβιάσεις των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την υιοθέτηση της λογικής ενός τέτοιου νομοσχεδίου. Σημειώνεται λοιπόν στην επίσημη ανακοίνωση:
«Ο Ποινικός Κώδικας δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ιερά Εξέταση του Μεσαίωνα και να εμποδίσει την πρόοδο της επιστήμης με την απειλή της πυράς. Είναι προτιμότερο να ακουστεί και κάτι ψευδές παρά να φιμωθούν εκατό αλήθειες.
»Υπό την άποψη αυτήν, η τροποποίηση του άρθρου 191 ΠΚ συνιστά οπισθοδρόμηση, καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι αφενός την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και αφετέρου το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη "δημόσια τάξη", περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένα δικαιώματα όπως αυτά του αρ. 14 παρ. 1 είναι τόσο κομβικά για το πολίτευμα, που ο οποιοσδήποτε ρητός ή έμμεσος περιορισμός τους πρέπει να αποφεύγεται. Τονίζεται εδώ ότι η αντίθεσή μας με την επιχειρούμενη νομοθετική παρέμβαση δεν συνίσταται στην προστασία της "δημόσιας υγείας" μέσω του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, αλλά στον τρόπο τυποποίησης του εγκλήματος και στη μετατροπή του σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης».
Τα σχόλια περιττεύουν. Δεν υπάρχουν καν περιθώρια ερμηνειών. Η κυβέρνηση αποπειράται υπερσυντηρητική παρέμβαση σε ένα ζήτημα αρχών σε κάθε Δημοκρατία, με βασικό γνώμονα τν δραστική παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθεροτυπία.
Τα ερωτήματα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι αμείλικτα. Μεταξύ άλλων επισημαίνεται:
Με την προτεινόμενη ρύθμιση το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα (διασπορά ψευδών ειδήσεων) επανέρχεται στη μορφή που είχε πριν από την ψήφιση του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) και μάλιστα σε ακόμα πιο αυστηρή μορφή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους δικαστικούς λειτουργούς:
«Με την ισχύουσα τυποποίηση η διασπορά ψευδών ειδήσεων συνιστά έγκλημα βλάβης και η πράξη καθίσταται αξιόποινη μόνο εφόσον οι ψευδείς ειδήσεις προκάλεσαν πραγματικά φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων. Το Σχέδιο Νόμου μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας, αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο. Επιπλέον, εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα της ψευδούς είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη "δημόσια τάξη". Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού είναι ένα μέγεθος μη μετρήσιμο, ενώ όσον αφορά στο ψεύδος καθ’ εαυτό, η διάκριση από την αλήθεια είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη, καθώς μια "ψευδής είδηση" μπορεί να περιέχει και στοιχεία αλήθειας. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μίας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία».
Οι δικαστικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιούν για ενδεχόμενες (αναμενόμενες, ίσως) παραβιάσεις των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την υιοθέτηση της λογικής ενός τέτοιου νομοσχεδίου. Σημειώνεται λοιπόν στην επίσημη ανακοίνωση:
«Ο Ποινικός Κώδικας δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ιερά Εξέταση του Μεσαίωνα και να εμποδίσει την πρόοδο της επιστήμης με την απειλή της πυράς. Είναι προτιμότερο να ακουστεί και κάτι ψευδές παρά να φιμωθούν εκατό αλήθειες.
»Υπό την άποψη αυτήν, η τροποποίηση του άρθρου 191 ΠΚ συνιστά οπισθοδρόμηση, καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι αφενός την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και αφετέρου το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη "δημόσια τάξη", περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένα δικαιώματα όπως αυτά του αρ. 14 παρ. 1 είναι τόσο κομβικά για το πολίτευμα, που ο οποιοσδήποτε ρητός ή έμμεσος περιορισμός τους πρέπει να αποφεύγεται. Τονίζεται εδώ ότι η αντίθεσή μας με την επιχειρούμενη νομοθετική παρέμβαση δεν συνίσταται στην προστασία της "δημόσιας υγείας" μέσω του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, αλλά στον τρόπο τυποποίησης του εγκλήματος και στη μετατροπή του σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης».
Τα σχόλια περιττεύουν. Δεν υπάρχουν καν περιθώρια ερμηνειών. Η κυβέρνηση αποπειράται υπερσυντηρητική παρέμβαση σε ένα ζήτημα αρχών σε κάθε Δημοκρατία, με βασικό γνώμονα τν δραστική παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθεροτυπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση