Γωγώ Τέτου in memoriam -Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρ...
Γωγώ Τέτου
in memoriam
-Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου, είναι μια περιπέτεια, ένα θρίλερ. Οι δραματικές στιγμές που πέρασε στην Αθήνα και έχει περιγράψει η ίδια, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Δούλεψε σε εστιατόριο λαντζιέρα. Νύχτες ολόκληρες έπλενε πιάτα. Πουλούσε τσιγάρα με τον ταβλά και παστέλια. Έκανε τον αχθοφόρο σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Με ένα καρότσι έπαιρνε τα ταγάρια, τα καλάθια και τις βαλίτσες των επαρχιωτών και τα ξεφόρτωνε στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια. Με τα χαρτζιλίκια που μάζευε από όλες αυτές τις δουλειές, αγόρασε παπούτσια και κουβέρτες, νοίκιασε μια κάμαρα – σπίτι στο Περιστέρι, κι αγόρασε μια κιθάρα, που ήταν το μεγάλο της όνειρο. Στερήθηκε πολλά αγαθά τόσα χρόνια, αλλά με το αρβανίτικο πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε πέτυχε τον στόχο της. Να γίνει τραγουδίστρια.
Ένα βράδυ του Μάη του 1945 κατέβαινε την Ιπποκράτους. Είχε πάει να συναντήσει κάποιες κοπέλες, που ήταν συγγενείς της, στην οδό Διγενή Ακρίτα. Κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ταβέρνα και μπήκε μέσα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι στην αυλή και παρήγγειλε κάτι να φάει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κρητικός την καταγωγή, και μερικοί θαμώνες κοίταζαν επίμονα τη Σωτηρία. Τόσο όμορφη κοπέλα, ίδια κούκλα, μόνη της τέτοια ώρα; Εκείνη απτόητη. Καθώς περίμενε την παραγγελία, το μάτι της έπεσε πάνω σε μια κιθάρα. Ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη αν μπορεί να παίξει, πήρε θετική απάντηση και άρχισε να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Τι έχεις κι όλο κλαις και δεν μου το λες». Δεν σταμάτησε όμως στο ένα τραγούδι. Είπε και δεύτερο: «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές». Στην απέναντι γωνιά, άκουγε με πολλή προσοχή την κοπέλα με την κιθάρα, ένας 45άρης καλοντυμένος, με ψαρά μαλλιά, χωρίς να πει κουβέντα. Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, παρ’ ότι ήταν λαϊκή, πήγαιναν πολλοί κοσμικοί. Ανάμεσά τους και ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος δύο βράδια αργότερα, πήγε με τον Βασίλη Τσιτσάνη εκεί. Στο φουλ της επιτυχίας του ο βάρδος του ρεμπέτικου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τη φωνή της Μπέλλου, αλλά και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα είπαν οι δυο τους και συμφώνησαν να μπουν στο στούντιο. Η Σωτηρία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της δινόταν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία της ζωής της που την οδήγησε στη μεγάλη λεωφόρο του ρεμπέτικου και στη συνέχειά του, που ήταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι με κοινωνικό χαρακτήρα.
-Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία.Ο άντρας της ήταν μέθυσος,ενώ κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του.Γι αυτό το γεγονός καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών,από τα οποία εξέτισε έξι μήνες.
- Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε και στη συνέχεια αντιμετώπισε της συνθήκες φυλακής και της απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες. Κατά την αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων
-Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
-Υπέστη κατά καιρούς διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού,ενώ ήταν εθισμένη και στον τζόγο.
-Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με πνευμονικό εμφύσιμα, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα.
('αφησε το στίγμα της για τη φωνή της...την ακούμε και αγγίζει τα σωθικά μας...)
in memoriam
-Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου, είναι μια περιπέτεια, ένα θρίλερ. Οι δραματικές στιγμές που πέρασε στην Αθήνα και έχει περιγράψει η ίδια, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Δούλεψε σε εστιατόριο λαντζιέρα. Νύχτες ολόκληρες έπλενε πιάτα. Πουλούσε τσιγάρα με τον ταβλά και παστέλια. Έκανε τον αχθοφόρο σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Με ένα καρότσι έπαιρνε τα ταγάρια, τα καλάθια και τις βαλίτσες των επαρχιωτών και τα ξεφόρτωνε στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια. Με τα χαρτζιλίκια που μάζευε από όλες αυτές τις δουλειές, αγόρασε παπούτσια και κουβέρτες, νοίκιασε μια κάμαρα – σπίτι στο Περιστέρι, κι αγόρασε μια κιθάρα, που ήταν το μεγάλο της όνειρο. Στερήθηκε πολλά αγαθά τόσα χρόνια, αλλά με το αρβανίτικο πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε πέτυχε τον στόχο της. Να γίνει τραγουδίστρια.
Ένα βράδυ του Μάη του 1945 κατέβαινε την Ιπποκράτους. Είχε πάει να συναντήσει κάποιες κοπέλες, που ήταν συγγενείς της, στην οδό Διγενή Ακρίτα. Κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ταβέρνα και μπήκε μέσα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι στην αυλή και παρήγγειλε κάτι να φάει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κρητικός την καταγωγή, και μερικοί θαμώνες κοίταζαν επίμονα τη Σωτηρία. Τόσο όμορφη κοπέλα, ίδια κούκλα, μόνη της τέτοια ώρα; Εκείνη απτόητη. Καθώς περίμενε την παραγγελία, το μάτι της έπεσε πάνω σε μια κιθάρα. Ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη αν μπορεί να παίξει, πήρε θετική απάντηση και άρχισε να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Τι έχεις κι όλο κλαις και δεν μου το λες». Δεν σταμάτησε όμως στο ένα τραγούδι. Είπε και δεύτερο: «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές». Στην απέναντι γωνιά, άκουγε με πολλή προσοχή την κοπέλα με την κιθάρα, ένας 45άρης καλοντυμένος, με ψαρά μαλλιά, χωρίς να πει κουβέντα. Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, παρ’ ότι ήταν λαϊκή, πήγαιναν πολλοί κοσμικοί. Ανάμεσά τους και ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος δύο βράδια αργότερα, πήγε με τον Βασίλη Τσιτσάνη εκεί. Στο φουλ της επιτυχίας του ο βάρδος του ρεμπέτικου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τη φωνή της Μπέλλου, αλλά και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα είπαν οι δυο τους και συμφώνησαν να μπουν στο στούντιο. Η Σωτηρία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της δινόταν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία της ζωής της που την οδήγησε στη μεγάλη λεωφόρο του ρεμπέτικου και στη συνέχειά του, που ήταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι με κοινωνικό χαρακτήρα.
-Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία.Ο άντρας της ήταν μέθυσος,ενώ κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του.Γι αυτό το γεγονός καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών,από τα οποία εξέτισε έξι μήνες.
- Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε και στη συνέχεια αντιμετώπισε της συνθήκες φυλακής και της απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες. Κατά την αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων
-Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
-Υπέστη κατά καιρούς διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού,ενώ ήταν εθισμένη και στον τζόγο.
-Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με πνευμονικό εμφύσιμα, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα.
('αφησε το στίγμα της για τη φωνή της...την ακούμε και αγγίζει τα σωθικά μας...)
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση