Του Γιώργου Καραμπελιά Βρισκόμαστε σε μια πολιτική στιγμή μεγάλης ιστορικής στροφής. Όπως τονίζαμε και στην Ρήξη φ. 158), στις 4 Απρι...
Του Γιώργου Καραμπελιά
Βρισκόμαστε σε μια πολιτική στιγμή μεγάλης ιστορικής στροφής. Όπως τονίζαμε και στην Ρήξη φ. 158), στις 4 Απριλίου:
«Οι Έλληνες, με τη συμπεριφορά τους στην παρούσα παρατεταμένη κρίση, η οποία διαρκεί εδώ και τέσσερις τουλάχιστον μήνες, αρχίζοντας από την επίταση της τουρκικής επιθετικότητας, περνώντας στο μεταναστευτικό και φτάνοντας στην κρίση του κορωνοϊού, δημιουργούν τη βάσιμη ελπίδα ότι έχουν αρχίσει να ξεπερνούν με θετικό τρόπο την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού προτύπου. Η κατάρρευση είχε αρχίσει με αρνητικό τρόπο ήδη από το 2009. Αρχικώς κατέρρευσε το οικονομικό μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Εν συνεχεία, συνετρίβη το δόγμα της ελληνοτουρκικής φιλίας και των ζεϊμπέκικων. Τέλος, με την κρίση του προσφυγικού, κατέρρευσε η πολυπολιτισμική φενάκη της άρνησης της εθνικής συνοχής. Σήμερα, μπορούμε να ελπίζουμε πως, επιτέλους, έχει αρχίσει η θετική υπέρβαση της μεταπολίτευσης και η είσοδος στη νέα ιστορική εποχή για την οποία πασκίζουμε εδώ και δεκαετίες…»
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής καταδεικνύεται περίτρανα από τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος από πολυπολικό σε μονοπολικό, έστω πρόσκαιρα. Έτσι συμβαίνει πάντοτε στις στιγμές μετάβασης. Το 1974 με την κατάρρευση της δικτατορίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεταβλήθηκε στον κεντρικό πόλο της μεταπολίτευσης και η ηγεμονία του διήρκεσε μερικά χρόνια. Σήμερα η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ-KINAΛ αρχικώς που αποτελούσε τον δεύτερο και ιδεολογικά ηγεμονικό ρόλο της μεταπολιτευτικής περιόδου και του υποκατάστατου του, ΣΥΡΙΖΑ, προσφέρει τη δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να εγκαινιάσει αυτός, ως κυρίαρχος πόλος την νέα μετά-μεταπολιτευτική ιστορική περίοδο.
Οι αναλογίες με την πρώτη καραμανλική περίοδο είναι εντυπωσιακές. Όπως ο Καραμανλής στηρίχτηκε κατεξοχήν το παλιό απόθεμα της δεξιάς αλλά επεκτάθηκε στρατηγικά στο χώρο του παλιού Κέντρου, έτσι και σήμερα ο Μητσοτάκης στηρίζεται μεν στη Νέα Δημοκρατία αλλά την υπερβαίνει και σε επίπεδο στελεχών και σε επίπεδο απεύθυνσης μία και έχει συμπεριλάβει ένα μεγάλο ποσοστό το παλιό εκσυγχρονιστικο ΠΑΣΟΚ, από τον Χρυσοχοΐδη και τον Θεοδωρικάκο μέχρι τον Πιερρακάκη και τον… Βλαστάρη, ο Μητσοτάκης έχει ενσωματώσει στο κυβερνητικό του σχήμα ευρύτερες συστημικές δυνάμεις. Και ανάλογες είναι οι κοινωνικές στρατηγικές που ακολουθεί.
Έτσι ο παλαιός κεντροαριστερός πόλος (ΠΑΣΟΚ και παραδοσιακή αριστερά) πού συνεχίζει εμφανίζεται ως αντιπολίτευση είναι στρατηγικά ξεπερασμένος, διότι η νέα ιστορική περίοδος –κατά την οποία η Ελλάδα παίζει κυριολεκτικά τα ρέστα της ως αυτόνομο έθνος-κράτος– δεν επιτρέπει απέναντι σε ένα κυρίαρχο συστημικό μπλοκ, το οποίο εκφράζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη μια αντιπολίτευση ή οποία να είναι ακόμα πιο εθνομηδενιστική από την κυβέρνηση. Επομένως η αντιπολίτευση καθίσταται παραπληρωματική ως προς την κυβέρνηση! Γι' αυτό και απέναντι στην παρούσα αντιπολίτευση το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας φαντάζει ακόμα και ως πατριωτικό, όπως κατεφάνη και στην περίπτωση της κρίσης στον Έβρο.
Ακριβώς γιατί δεν έχει στρατηγικό λόγο ύπαρξης η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ διατηρείται στη ζωή με τον αναπνευστήρα που του προσφέρει το σύστημα των «νταβατζήδων» εσωτερικών και εξωτερικών που χρειάζονται μια τέτοια αντιπολίτευση. Διότι ποιος άλλος θα μπορούσε να ελέγξει την αντιπολιτευτική διάθεση του ελληνικού λαού όσο ένα πειθήνιο ενεργούμενο των ολιγαρχών, του διεθνούς συστήματος, εθνομηδενιστικό, Σορόπληκτο κ.ο.κ.; Σε συνθήκες κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού σκηνικού –με την εξαέρωση του ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ –, μια παραπέρα υποβάθμιση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά απειλή για το σύστημα διότι θα έθετε επί τάπητος το ζήτημα της συγκρότησης μιας στρατηγικής αντιπολίτευσης.
Αρκεί να δει κανείς τα κανάλια των ολιγαρχών για να καταλάβει από πού φυσάει ο άνεμος… των πρεσβειών. Κρυπτο-συριζαίοι, ψευδo-αριστεριστές, και πάντως εθνομηδενιστές, κυριαρχούν σε εφημερίδες και κανάλια, πασχίζοντας απεγνωσμένα να γεμίσουν το αδειανό πουκάμισο του ΣΥΡΙΖΑ.
Για ποιο λόγο αντιπολιτευτικές περσόνες, όπως η Λιάνα Κανέλλη, διατηρούν μόνιμο στασίδι στα συστημικά ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζουν οι όποιες σοβαρές αντιπολιτευτικές φωνές; Για ποιο λόγο διατηρείται και συντηρείται στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ η Φώφη Γεννηματά; Για ποιο λόγο σπρώχτηκαν σκανδαλωδώς ώστε να μπουν στη Βουλή ο Βαρουφάκης και ο Βελόπουλος; Για ποιο λόγο επανεμφανίζεται συχνά-πυκνά η Ζωή Κωνσταντοπούλου;
Ακόμα και η ίδια η Νέα Δημοκρατία επιθυμεί να έχει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και τους υπολοίπους στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Για να διατηρήσει την απρόσκοπτη ηγεμονία που ονειρεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιθυμεί διακαώς τη διατήρηση μιας αντιπολίτευσης τύπου, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Βαρουφάκης και Βελοπούλιου «πατριωτισμού».
Φοβούνται όσο τίποτε άλλο την πιθανότητα το όποιο αντιπολιτευτικό πολιτικό κενό να καλυφθεί σταδιακώς από νέες πολιτικές δυνάμεις που να ανταποκρίνονται στη καινούργια πατριωτική και εθνοκρατική συγκυρία. Μια συγκυρία η οποία αναδεικνύεται ήδη από την εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών και επιταχύνεται με θυελλώδη τρόπο από την περίοδο του Έβρου μέχρι σήμερα.
Εξάλλου στις συνθήκες της βαθύτατης κρίσης του παλιού συστήματος δεν συγκρούονται τόσο πολύ πολιτικά κόμματα όσο πολιτικές ατζέντες, ιδεολογικές τοποθετήσεις, στρατηγικοί προσανατολισμοί, η δε πολιτική αντιπαράθεση δεν αφορά πλέον την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά μεταβάλλεται υποχρεωτικά σε αντιπαράθεση με το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που κυριαρχούσε τις τελευταίες δεκαετίες, και κατάφερνε να κλειδώνει την πολιτική της χώρας στον εθνομηδενισμό, τον παρασιτισμό, την αποδυνάμωση της παραγωγής, των ενόπλων δυνάμεων, του κράτους, της κοινωνίας κ.ο.κ..
Μόνο μια αντιπολίτευση που θα είχε χαρακτηριστικά αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου, σε επίπεδο ατζέντας και στρατηγικής, θα είχε νόημα σήμερα. Μην ξεχνάμε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου για να υπερκεράσει την Καραμανλική ηγεμονία μετά το 1974 θα επενδύσει στρατηγικά στον πατριωτισμό. Και η στιγμή και η συγκυρία απαιτούν τη συγκρότηση ενός δεύτερου πόλου που θα έχει υποχρεωτικά πατριωτικά, δημοκρατικά και εθνοκρατικά χαρακτηριστικά.
Και όμως σήμερα απουσιάζουν πολιτικές δυνάμεις από την κεντρική πολιτική σκηνή που να μπορούν να αναλάβουν έναν αντίστοιχο ρόλο. Αυτό κατεφάνη στις Πρέσπες, στα ελληνοτουρκικά και το μεταναστευτικό, όπου η κοινωνία αυθόρμητα και ακαθοδήγητα πιέζει την κυβέρνηση να πάρει πατριωτικές θέσεις. Στην περίπτωση της κρίσης του μεταναστευτικού, ήταν οι κάτοικοι των νησιών που μόνοι τους άλλαξαν την ατζέντα, ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Και η κυβέρνηση υποχρεώθηκε απλώς να πράξει επί τέλους αυτό που εδώ και καιρό απαιτούσε η κοινωνία, στον Έβρο και στα θαλάσσια σύνορα. Ιδιαίτερα το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό διότι μέχρι σήμερα όλα τα συστημικά φληναφήματα υποστήριζαν πως τα θαλάσσια σύνορα δεν φυλάσσονται.
Δηλαδή, η ενίσχυση της εθνικής συνοχής, που αναδεικνύεται ως αναγκαιότητα σε όλα τα μεγάλα ζητήματα της συγκυρίας –δημογραφικό, ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό, κορωνοϊός, παραγωγικό μοντέλο–, μπορεί πρόσκαιρα να δείχνει ενισχυμένη την κυβέρνηση, στην πραγματικότητα όμως ενισχύει υποδόρια αυτή τη στρατηγική αντιπολίτευση που θα πρέπει να την «εφεύρουμε» και οργανωτικά. Μόνο τότε και το πολιτικό σύστημα θα πάψει να είναι ουσιαστικά μονοπολικό.
Η στρατηγική αντιπολίτευση αποτελεί τη μόνη πρόταση που αντιστοιχεί όχι μόνο στη νέα περίοδο αλλά και στα συνολικά μας προτάγματα: «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», «ενότητα του ελληνικού έθνους» και «υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων». Η πολιτική και η αντιπολίτευση θα πρέπει να διεξάγεται όπως αρμόζει στους «εθνικοαπελευθερωτικούς» αγώνες. Συσπείρωση του λαού, από όποια πολιτική προέλευση και αν έρχεται, γύρω από συγκεκριμένους στόχους.
Οι Έλληνες, τρεις φορές στην πρόσφατη ιστορία τους, στην επανάσταση του '21, κατά τη μεγάλη απελευθερωτική περίοδο 1912-1920 και το 1940-1949, βρέθηκαν μπροστά σε ανάλογα προβλήματα τηρουμένων των αναλογιών. Στην πρώτη να εγκαινιάσουν την εθνική τους απελευθέρωση, στη δεύτερη να την ολοκληρώσουν, στην τρίτη να αποσείσουν έναν κατακτητικό ζυγό και να οικοδομήσουν μια κυριολεκτικά νέα Ελλάδα. Και τις τρεις φορές ξεκίνησαν, ενωμένοι, θέτοντας στο περιθώριο τις διαφωνίες τους και σε ανοικτή αντιπαράθεση μόνο με όσους αρνούνταν τον απελευθερωτικό αγώνα. Και τις τρεις φορές δεν μπόρεσαν να τον ολοκληρώσουν, με τραγικές επιπτώσεις για το σήμερα, και αυτό διότι η μικροπολιτική και η εμφύλια διαμάχη, πριμοδοτημένη και υποδαυλιζόμενη από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις, πρυτάνευσε έναντι των όποιων απελευθερωτικών προταγμάτων.
Σήμερα μπήκαμε σε μια μεγάλη μάχη την οποία αν χάσουμε δεν θα υπάρχει αύριο για τον ελληνισμό ως διακριτή ταυτότητα. Και η στρατηγική αντιπολίτευση καθίσταται αναγκαία σε μια νέα ιστορική περίοδο όπου πρωτεύον καθίσταται η εθνική συνοχή.
Το μονοπολικό σύστημα, το τέλος της Μεταπολίτευσης και η στρατηγική αντιπολίτευση*
Απόσπασμα από ευρύτερο κείμενο που θα δημοσιευτεί στο νέο τεύχος Άρδην (τ. 118) που θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή 8 Μαΐου 2020.
Άρδην τ. 118, κυκλοφορεί την Παρασκευή 8 Μαΐου 2020, με πολυσέλιδο αφιέρωμα στο "συστημα Σόρος" και τις ΜΚΟ στην Ελλάδα.
Βρισκόμαστε σε μια πολιτική στιγμή μεγάλης ιστορικής στροφής. Όπως τονίζαμε και στην Ρήξη φ. 158), στις 4 Απριλίου:
«Οι Έλληνες, με τη συμπεριφορά τους στην παρούσα παρατεταμένη κρίση, η οποία διαρκεί εδώ και τέσσερις τουλάχιστον μήνες, αρχίζοντας από την επίταση της τουρκικής επιθετικότητας, περνώντας στο μεταναστευτικό και φτάνοντας στην κρίση του κορωνοϊού, δημιουργούν τη βάσιμη ελπίδα ότι έχουν αρχίσει να ξεπερνούν με θετικό τρόπο την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού προτύπου. Η κατάρρευση είχε αρχίσει με αρνητικό τρόπο ήδη από το 2009. Αρχικώς κατέρρευσε το οικονομικό μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Εν συνεχεία, συνετρίβη το δόγμα της ελληνοτουρκικής φιλίας και των ζεϊμπέκικων. Τέλος, με την κρίση του προσφυγικού, κατέρρευσε η πολυπολιτισμική φενάκη της άρνησης της εθνικής συνοχής. Σήμερα, μπορούμε να ελπίζουμε πως, επιτέλους, έχει αρχίσει η θετική υπέρβαση της μεταπολίτευσης και η είσοδος στη νέα ιστορική εποχή για την οποία πασκίζουμε εδώ και δεκαετίες…»
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής καταδεικνύεται περίτρανα από τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος από πολυπολικό σε μονοπολικό, έστω πρόσκαιρα. Έτσι συμβαίνει πάντοτε στις στιγμές μετάβασης. Το 1974 με την κατάρρευση της δικτατορίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεταβλήθηκε στον κεντρικό πόλο της μεταπολίτευσης και η ηγεμονία του διήρκεσε μερικά χρόνια. Σήμερα η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ-KINAΛ αρχικώς που αποτελούσε τον δεύτερο και ιδεολογικά ηγεμονικό ρόλο της μεταπολιτευτικής περιόδου και του υποκατάστατου του, ΣΥΡΙΖΑ, προσφέρει τη δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να εγκαινιάσει αυτός, ως κυρίαρχος πόλος την νέα μετά-μεταπολιτευτική ιστορική περίοδο.
Οι αναλογίες με την πρώτη καραμανλική περίοδο είναι εντυπωσιακές. Όπως ο Καραμανλής στηρίχτηκε κατεξοχήν το παλιό απόθεμα της δεξιάς αλλά επεκτάθηκε στρατηγικά στο χώρο του παλιού Κέντρου, έτσι και σήμερα ο Μητσοτάκης στηρίζεται μεν στη Νέα Δημοκρατία αλλά την υπερβαίνει και σε επίπεδο στελεχών και σε επίπεδο απεύθυνσης μία και έχει συμπεριλάβει ένα μεγάλο ποσοστό το παλιό εκσυγχρονιστικο ΠΑΣΟΚ, από τον Χρυσοχοΐδη και τον Θεοδωρικάκο μέχρι τον Πιερρακάκη και τον… Βλαστάρη, ο Μητσοτάκης έχει ενσωματώσει στο κυβερνητικό του σχήμα ευρύτερες συστημικές δυνάμεις. Και ανάλογες είναι οι κοινωνικές στρατηγικές που ακολουθεί.
Έτσι ο παλαιός κεντροαριστερός πόλος (ΠΑΣΟΚ και παραδοσιακή αριστερά) πού συνεχίζει εμφανίζεται ως αντιπολίτευση είναι στρατηγικά ξεπερασμένος, διότι η νέα ιστορική περίοδος –κατά την οποία η Ελλάδα παίζει κυριολεκτικά τα ρέστα της ως αυτόνομο έθνος-κράτος– δεν επιτρέπει απέναντι σε ένα κυρίαρχο συστημικό μπλοκ, το οποίο εκφράζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη μια αντιπολίτευση ή οποία να είναι ακόμα πιο εθνομηδενιστική από την κυβέρνηση. Επομένως η αντιπολίτευση καθίσταται παραπληρωματική ως προς την κυβέρνηση! Γι' αυτό και απέναντι στην παρούσα αντιπολίτευση το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας φαντάζει ακόμα και ως πατριωτικό, όπως κατεφάνη και στην περίπτωση της κρίσης στον Έβρο.
Ακριβώς γιατί δεν έχει στρατηγικό λόγο ύπαρξης η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ διατηρείται στη ζωή με τον αναπνευστήρα που του προσφέρει το σύστημα των «νταβατζήδων» εσωτερικών και εξωτερικών που χρειάζονται μια τέτοια αντιπολίτευση. Διότι ποιος άλλος θα μπορούσε να ελέγξει την αντιπολιτευτική διάθεση του ελληνικού λαού όσο ένα πειθήνιο ενεργούμενο των ολιγαρχών, του διεθνούς συστήματος, εθνομηδενιστικό, Σορόπληκτο κ.ο.κ.; Σε συνθήκες κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού σκηνικού –με την εξαέρωση του ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ –, μια παραπέρα υποβάθμιση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά απειλή για το σύστημα διότι θα έθετε επί τάπητος το ζήτημα της συγκρότησης μιας στρατηγικής αντιπολίτευσης.
Αρκεί να δει κανείς τα κανάλια των ολιγαρχών για να καταλάβει από πού φυσάει ο άνεμος… των πρεσβειών. Κρυπτο-συριζαίοι, ψευδo-αριστεριστές, και πάντως εθνομηδενιστές, κυριαρχούν σε εφημερίδες και κανάλια, πασχίζοντας απεγνωσμένα να γεμίσουν το αδειανό πουκάμισο του ΣΥΡΙΖΑ.
Για ποιο λόγο αντιπολιτευτικές περσόνες, όπως η Λιάνα Κανέλλη, διατηρούν μόνιμο στασίδι στα συστημικά ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζουν οι όποιες σοβαρές αντιπολιτευτικές φωνές; Για ποιο λόγο διατηρείται και συντηρείται στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ η Φώφη Γεννηματά; Για ποιο λόγο σπρώχτηκαν σκανδαλωδώς ώστε να μπουν στη Βουλή ο Βαρουφάκης και ο Βελόπουλος; Για ποιο λόγο επανεμφανίζεται συχνά-πυκνά η Ζωή Κωνσταντοπούλου;
Ακόμα και η ίδια η Νέα Δημοκρατία επιθυμεί να έχει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, το ΚΚΕ και τους υπολοίπους στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Για να διατηρήσει την απρόσκοπτη ηγεμονία που ονειρεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιθυμεί διακαώς τη διατήρηση μιας αντιπολίτευσης τύπου, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Βαρουφάκης και Βελοπούλιου «πατριωτισμού».
Φοβούνται όσο τίποτε άλλο την πιθανότητα το όποιο αντιπολιτευτικό πολιτικό κενό να καλυφθεί σταδιακώς από νέες πολιτικές δυνάμεις που να ανταποκρίνονται στη καινούργια πατριωτική και εθνοκρατική συγκυρία. Μια συγκυρία η οποία αναδεικνύεται ήδη από την εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών και επιταχύνεται με θυελλώδη τρόπο από την περίοδο του Έβρου μέχρι σήμερα.
Εξάλλου στις συνθήκες της βαθύτατης κρίσης του παλιού συστήματος δεν συγκρούονται τόσο πολύ πολιτικά κόμματα όσο πολιτικές ατζέντες, ιδεολογικές τοποθετήσεις, στρατηγικοί προσανατολισμοί, η δε πολιτική αντιπαράθεση δεν αφορά πλέον την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά μεταβάλλεται υποχρεωτικά σε αντιπαράθεση με το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που κυριαρχούσε τις τελευταίες δεκαετίες, και κατάφερνε να κλειδώνει την πολιτική της χώρας στον εθνομηδενισμό, τον παρασιτισμό, την αποδυνάμωση της παραγωγής, των ενόπλων δυνάμεων, του κράτους, της κοινωνίας κ.ο.κ..
Μόνο μια αντιπολίτευση που θα είχε χαρακτηριστικά αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου, σε επίπεδο ατζέντας και στρατηγικής, θα είχε νόημα σήμερα. Μην ξεχνάμε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου για να υπερκεράσει την Καραμανλική ηγεμονία μετά το 1974 θα επενδύσει στρατηγικά στον πατριωτισμό. Και η στιγμή και η συγκυρία απαιτούν τη συγκρότηση ενός δεύτερου πόλου που θα έχει υποχρεωτικά πατριωτικά, δημοκρατικά και εθνοκρατικά χαρακτηριστικά.
Και όμως σήμερα απουσιάζουν πολιτικές δυνάμεις από την κεντρική πολιτική σκηνή που να μπορούν να αναλάβουν έναν αντίστοιχο ρόλο. Αυτό κατεφάνη στις Πρέσπες, στα ελληνοτουρκικά και το μεταναστευτικό, όπου η κοινωνία αυθόρμητα και ακαθοδήγητα πιέζει την κυβέρνηση να πάρει πατριωτικές θέσεις. Στην περίπτωση της κρίσης του μεταναστευτικού, ήταν οι κάτοικοι των νησιών που μόνοι τους άλλαξαν την ατζέντα, ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Και η κυβέρνηση υποχρεώθηκε απλώς να πράξει επί τέλους αυτό που εδώ και καιρό απαιτούσε η κοινωνία, στον Έβρο και στα θαλάσσια σύνορα. Ιδιαίτερα το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό διότι μέχρι σήμερα όλα τα συστημικά φληναφήματα υποστήριζαν πως τα θαλάσσια σύνορα δεν φυλάσσονται.
Δηλαδή, η ενίσχυση της εθνικής συνοχής, που αναδεικνύεται ως αναγκαιότητα σε όλα τα μεγάλα ζητήματα της συγκυρίας –δημογραφικό, ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό, κορωνοϊός, παραγωγικό μοντέλο–, μπορεί πρόσκαιρα να δείχνει ενισχυμένη την κυβέρνηση, στην πραγματικότητα όμως ενισχύει υποδόρια αυτή τη στρατηγική αντιπολίτευση που θα πρέπει να την «εφεύρουμε» και οργανωτικά. Μόνο τότε και το πολιτικό σύστημα θα πάψει να είναι ουσιαστικά μονοπολικό.
Η στρατηγική αντιπολίτευση αποτελεί τη μόνη πρόταση που αντιστοιχεί όχι μόνο στη νέα περίοδο αλλά και στα συνολικά μας προτάγματα: «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», «ενότητα του ελληνικού έθνους» και «υπέρβαση των εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων». Η πολιτική και η αντιπολίτευση θα πρέπει να διεξάγεται όπως αρμόζει στους «εθνικοαπελευθερωτικούς» αγώνες. Συσπείρωση του λαού, από όποια πολιτική προέλευση και αν έρχεται, γύρω από συγκεκριμένους στόχους.
Οι Έλληνες, τρεις φορές στην πρόσφατη ιστορία τους, στην επανάσταση του '21, κατά τη μεγάλη απελευθερωτική περίοδο 1912-1920 και το 1940-1949, βρέθηκαν μπροστά σε ανάλογα προβλήματα τηρουμένων των αναλογιών. Στην πρώτη να εγκαινιάσουν την εθνική τους απελευθέρωση, στη δεύτερη να την ολοκληρώσουν, στην τρίτη να αποσείσουν έναν κατακτητικό ζυγό και να οικοδομήσουν μια κυριολεκτικά νέα Ελλάδα. Και τις τρεις φορές ξεκίνησαν, ενωμένοι, θέτοντας στο περιθώριο τις διαφωνίες τους και σε ανοικτή αντιπαράθεση μόνο με όσους αρνούνταν τον απελευθερωτικό αγώνα. Και τις τρεις φορές δεν μπόρεσαν να τον ολοκληρώσουν, με τραγικές επιπτώσεις για το σήμερα, και αυτό διότι η μικροπολιτική και η εμφύλια διαμάχη, πριμοδοτημένη και υποδαυλιζόμενη από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις, πρυτάνευσε έναντι των όποιων απελευθερωτικών προταγμάτων.
Σήμερα μπήκαμε σε μια μεγάλη μάχη την οποία αν χάσουμε δεν θα υπάρχει αύριο για τον ελληνισμό ως διακριτή ταυτότητα. Και η στρατηγική αντιπολίτευση καθίσταται αναγκαία σε μια νέα ιστορική περίοδο όπου πρωτεύον καθίσταται η εθνική συνοχή.
Το μονοπολικό σύστημα, το τέλος της Μεταπολίτευσης και η στρατηγική αντιπολίτευση*
Απόσπασμα από ευρύτερο κείμενο που θα δημοσιευτεί στο νέο τεύχος Άρδην (τ. 118) που θα κυκλοφορήσει την Παρασκευή 8 Μαΐου 2020.
Άρδην τ. 118, κυκλοφορεί την Παρασκευή 8 Μαΐου 2020, με πολυσέλιδο αφιέρωμα στο "συστημα Σόρος" και τις ΜΚΟ στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση