Οδικό χάρτη για την «απεμπλοκή» από το ζήτημα των Σκοπίων επιχειρεί να καταρτίσει τώρα η κυβέρνηση, ύστερα από την ψήφιση της Συμφωνίας τ...
Οδικό χάρτη για την «απεμπλοκή» από το ζήτημα των Σκοπίων επιχειρεί να καταρτίσει τώρα η κυβέρνηση, ύστερα από την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Βουλή, αλλά δίχως να είναι βέβαιη η επιτυχία του εγχειρήματος. Παρά την επικύρωση της συνθήκης από μια τεχνητή και συγκυριακή πλειοψηφία, το εθνικό θέμα της Μακεδονίας, όπως δείχνουν όλα, θα παραμείνει κυρίαρχο και θα επηρεάσει σημαντικά την πορεία προς τις επόμενες κάλπες ωθώντας σε νέες διεργασίες στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.
Μετά την ψηφοφορία στην Βουλή, τα κομματικά επιτελεία κάνουν τον πρώτο απολογισμό εν όψει των επόμενων κινήσεων τους. Πάντως ο απόηχος που καταγράφεται ήδη είναι πολύ ισχυρός σε όλα τα επίπεδα. Άλλωστε οι διαλυτικές παρενέργειες από τους κυβερνητικούς χειρισμούς στα μικρότερα κόμματα της Βουλής έχουν προκαλέσει μια μεγάλη πληγή η οποία θα συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμη τις εξελίξεις. Η αναδιάταξη του κομματικού σκηνικού, για την οποία υπερηφανεύεται το Μέγαρο Μαξίμου, κινδυνεύει να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι και να οδηγήσει σε συνθήκες πρωτοφανούς πόλωσης εν όψει των εκλογών από την οποία είναι αμφίβολο τελικά κατά πόσο θα βγει κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το χρονοδιάγραμμα έχει ορίζοντα 120 ημερών καθώς η 26η Μαΐου είναι η ημερομηνία που έχει κλειδώσει ως η επικρατέστερη για να στηθούν οι κάλπες μαζί με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι σκέψεις για εξάντληση του χρόνου έως το ερχόμενο φθινόπωρο έχουν αποκτήσει πλέον μόνο θεωρητικό χαρακτήρα καθώς η ήττα στις ευρωκάλπες δεν φαίνεται να αποφεύγεται για τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό συνεπάγεται τον κίνδυνο μιας μεγάλης συντριβής στην περίπτωση που αναληφθεί το ρίσκο οι εθνικές εκλογές να γίνουν αργότερα. Το σενάριο του Οκτωβρίου ήδη χαρακτηρίζεται «αυτοκτονικό».
Από την Δευτέρα κιόλας το Μέγαρο Μαξίμου θα προσπαθήσει να αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας σε μια προσπάθεια να «φύγει» από το πρώτο πλάνο η συζήτηση περί Μακεδονίας η οποία, όσο και αν πανηγυρίζει ο κ. Τσίπρας, διαβρώνει την εκλογική βάση και του δικού του κόμματος. Μπορεί στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ να δείχνει μια ανθεκτικότητα και να κινείται στα επίπεδα του 20% αλλά διαπιστώνεται ταυτόχρονα και η δυσκολία να ανακάμψει ενισχύοντας τη συσπείρωσή του και επανελκύοντας τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του. Η διαχωριστική γραμμή που κατασκεύασε η κυβέρνηση, βαφτίζοντας «ακροδεξιούς» και «εθνικιστές» όσους είναι αντίθετοι στην πολιτική της στο σκοπιανό, τη βοηθάει ενδεχομένως στο εκλογικό ακροατήριό της χωρίς όμως να της επιτρέπει να το διευρύνει και να κλείσει την ψαλίδα με τη ΝΔ. Γι' αυτό και τις τελευταίες ημέρες άλλαξε τακτική μιλώντας για «σεβασμό» απέναντι στους πολίτες που κατέβηκαν στα συλλαλητήρια. Παρουσιάζοντας επίσης ως «τετελεσμένο» τη Συμφωνία των Πρεσπών θα θελήσει να τη βγάλει από το κάδρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης για να ακυρώσει έτσι και τα διλήμματα για τη μετεκλογική τύχη της συνθήκης αυτής. Πάντως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι και η ηγεσία της ΝΔ θα επιδιώξει να συντηρήσει επί μακρόν στην πρώτη γραμμή της αντιπολιτευτικής της στρατηγικής το θέμα των Σκοπίων, θεωρώντας ότι υπάρχουν άλλες εναλλακτικές για την «αχίλλειο πτέρνα» του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα των επόμενων εβδομάδων το κέντρο βάρους θα επανέλθει από το Μέγαρο Μαξίμου στο χώρο της οικονομίας και ειδικότερα στο σχέδιο να συνεχιστούν τα «θετικά μέτρα» της μεταμνημονιακής περιόδου, όπως είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού που η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου δεσμεύτηκε ότι θα γίνει πράξη από τις αρχές Φεβρουαρίου. Φαίνεται ωστόσο ότι οι δανειστές -διαβλέποντας και την επερχόμενη πολιτική αλλαγή- δεν είναι πλέον και τόσο γαλαντόμοι απέναντι στην κυβέρνηση η οποία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρούς σκοπέλους. Στόχος του επιτελείου της πάντως είναι έως το τέλος Μαρτίου να υπάρχει μια συνολική αποτίμηση για τα «εφόδια» με τα οποία θα βαδίσει προς την τελική αναμέτρηση.
Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή στην «ομαλότητα» είναι ένα μεγάλο ζητούμενο για τη μεταβατική περίοδο έως τις εκλογές. Ο κ. Τσίπρας με τα 153 «ναι» στη συμφωνία των Πρεσπών είχε μια κοινοβουλευτική επιτυχία αλλά πολιτικά η νίκη του ήταν πύρρειος. Με το συνονθύλευμα στο οποίο στηρίχθηκε άλλωστε μετά την αποχώρηση Καμμένου, ξόδεψε το πολιτικό κεφάλαιο που του είχε απομείνει. Το θέμα της «νομιμοποίησης» της κυβέρνησής του θα τον ακολουθεί μόνιμα πλέον ακόμη κι αν πραγματοποιήσει ανασχηματισμό για να της δώσει, σε επίπεδο συμβολισμών, πιο «κεντροαριστερή» ταυτότητα.
Παράλληλα, τα θύματα των βίαιων ανακατατάξεων των τελευταίων εβδομάδων θα υψώσουν κι άλλο τους τόνους σε μια ύστατη προσπάθεια επιβίωσης. Το Ποτάμι και το Κίνημα Αλλαγής από την μια και οι ΑΝΕΛ από την άλλη δέχτηκαν τον «τυφώνα» των Πρεσπών και οδεύουν προς τις κάλπες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Μετά τις κοινοβουλευτικές μεταγραφές ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να λεηλατήσει και εκλογικά τους όμορους χώρους του, αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Από μόνη της άλλωστε η διάλυση των μικρών κομμάτων ενισχύει τις πιθανότητες πεντακομματικής Βουλής που αυτόματα καθιστά πιο εφικτή την αυτοδυναμία της ΝΔ ακόμη και με ποσοστό της τάξης του 33-34%. Επομένως για τον κ. Τσίπρα το όλο εγχείρημα είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα αφού μπορεί να αποκτά το μονοπώλιο της κεντροαριστεράς αλλά ταυτόχρονα «εξαφανίζει» τα άλλα αναχώματα απέναντι στον κ. Μητσοτάκη. Πέραν τούτου, οι καταγγελίες και αποκαλύψεις που άρχισε να κάνει ο Π. Καμμένος -δηλώνοντας πια «προδομένος» από τον κ. Τσίπρα- ανοίγουν άλλο ένα σοβαρό μέτωπο φθοράς για την κυβέρνηση, που εύλογα δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο η αντιπολίτευση. Ο τέως υπουργός Εθνικής Άμυνας εξελίσσεται σε «κινούμενη βόμβα» για τον κ. Τσίπρα, επιβεβαιώνοντας ότι ο τρόπος που χώρισαν οι δρόμοι τους δεν ήταν προσχεδιασμένος.
Η ανάγκη της αυτοσυντήρησης πάντως οδηγεί και τους «μικρούς» σε διεργασίες οι οποίες μέχρι στιγμής δεν αποδίδουν κάτι συγκεκριμένο αλλά αρκετοί πιθανολογούν ότι στο τέλος η κινητικότητα μπορεί να καταλήξει σε κάποιες, έστω και ετερόκλητες, συμμαχίες ή και συμπράξεις καθαρά εκλογικού χαρακτήρα. Όπως εκτιμάται, όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών τόσο η πίεση των πραγμάτων θα μεγαλώνει καθώς με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα είναι φανερό ότι κανένα από τα υπάρχοντα σχήματα δεν μπορεί να πιάσει μόνο του το όριο του 3%. Την ίδια ώρα πάντως υπάρχουν κι αυτοί που προβλέπουν ότι το θέμα των Σκοπίων θα αποδειχθεί -αρχής γενομένης από τις επόμενες εκλογές- καταλύτης πολύ ευρύτερων ανακατατάξεων που θα υπερβαίνουν το υπάρχον κομματικό σκηνικό...
Ανδρέας Καψαμπέλης
Μετά την ψηφοφορία στην Βουλή, τα κομματικά επιτελεία κάνουν τον πρώτο απολογισμό εν όψει των επόμενων κινήσεων τους. Πάντως ο απόηχος που καταγράφεται ήδη είναι πολύ ισχυρός σε όλα τα επίπεδα. Άλλωστε οι διαλυτικές παρενέργειες από τους κυβερνητικούς χειρισμούς στα μικρότερα κόμματα της Βουλής έχουν προκαλέσει μια μεγάλη πληγή η οποία θα συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμη τις εξελίξεις. Η αναδιάταξη του κομματικού σκηνικού, για την οποία υπερηφανεύεται το Μέγαρο Μαξίμου, κινδυνεύει να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι και να οδηγήσει σε συνθήκες πρωτοφανούς πόλωσης εν όψει των εκλογών από την οποία είναι αμφίβολο τελικά κατά πόσο θα βγει κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το χρονοδιάγραμμα έχει ορίζοντα 120 ημερών καθώς η 26η Μαΐου είναι η ημερομηνία που έχει κλειδώσει ως η επικρατέστερη για να στηθούν οι κάλπες μαζί με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι σκέψεις για εξάντληση του χρόνου έως το ερχόμενο φθινόπωρο έχουν αποκτήσει πλέον μόνο θεωρητικό χαρακτήρα καθώς η ήττα στις ευρωκάλπες δεν φαίνεται να αποφεύγεται για τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό συνεπάγεται τον κίνδυνο μιας μεγάλης συντριβής στην περίπτωση που αναληφθεί το ρίσκο οι εθνικές εκλογές να γίνουν αργότερα. Το σενάριο του Οκτωβρίου ήδη χαρακτηρίζεται «αυτοκτονικό».
Από την Δευτέρα κιόλας το Μέγαρο Μαξίμου θα προσπαθήσει να αλλάξει την ατζέντα της επικαιρότητας σε μια προσπάθεια να «φύγει» από το πρώτο πλάνο η συζήτηση περί Μακεδονίας η οποία, όσο και αν πανηγυρίζει ο κ. Τσίπρας, διαβρώνει την εκλογική βάση και του δικού του κόμματος. Μπορεί στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ να δείχνει μια ανθεκτικότητα και να κινείται στα επίπεδα του 20% αλλά διαπιστώνεται ταυτόχρονα και η δυσκολία να ανακάμψει ενισχύοντας τη συσπείρωσή του και επανελκύοντας τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του. Η διαχωριστική γραμμή που κατασκεύασε η κυβέρνηση, βαφτίζοντας «ακροδεξιούς» και «εθνικιστές» όσους είναι αντίθετοι στην πολιτική της στο σκοπιανό, τη βοηθάει ενδεχομένως στο εκλογικό ακροατήριό της χωρίς όμως να της επιτρέπει να το διευρύνει και να κλείσει την ψαλίδα με τη ΝΔ. Γι' αυτό και τις τελευταίες ημέρες άλλαξε τακτική μιλώντας για «σεβασμό» απέναντι στους πολίτες που κατέβηκαν στα συλλαλητήρια. Παρουσιάζοντας επίσης ως «τετελεσμένο» τη Συμφωνία των Πρεσπών θα θελήσει να τη βγάλει από το κάδρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης για να ακυρώσει έτσι και τα διλήμματα για τη μετεκλογική τύχη της συνθήκης αυτής. Πάντως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι και η ηγεσία της ΝΔ θα επιδιώξει να συντηρήσει επί μακρόν στην πρώτη γραμμή της αντιπολιτευτικής της στρατηγικής το θέμα των Σκοπίων, θεωρώντας ότι υπάρχουν άλλες εναλλακτικές για την «αχίλλειο πτέρνα» του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει των εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα των επόμενων εβδομάδων το κέντρο βάρους θα επανέλθει από το Μέγαρο Μαξίμου στο χώρο της οικονομίας και ειδικότερα στο σχέδιο να συνεχιστούν τα «θετικά μέτρα» της μεταμνημονιακής περιόδου, όπως είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού που η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου δεσμεύτηκε ότι θα γίνει πράξη από τις αρχές Φεβρουαρίου. Φαίνεται ωστόσο ότι οι δανειστές -διαβλέποντας και την επερχόμενη πολιτική αλλαγή- δεν είναι πλέον και τόσο γαλαντόμοι απέναντι στην κυβέρνηση η οποία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρούς σκοπέλους. Στόχος του επιτελείου της πάντως είναι έως το τέλος Μαρτίου να υπάρχει μια συνολική αποτίμηση για τα «εφόδια» με τα οποία θα βαδίσει προς την τελική αναμέτρηση.
Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή στην «ομαλότητα» είναι ένα μεγάλο ζητούμενο για τη μεταβατική περίοδο έως τις εκλογές. Ο κ. Τσίπρας με τα 153 «ναι» στη συμφωνία των Πρεσπών είχε μια κοινοβουλευτική επιτυχία αλλά πολιτικά η νίκη του ήταν πύρρειος. Με το συνονθύλευμα στο οποίο στηρίχθηκε άλλωστε μετά την αποχώρηση Καμμένου, ξόδεψε το πολιτικό κεφάλαιο που του είχε απομείνει. Το θέμα της «νομιμοποίησης» της κυβέρνησής του θα τον ακολουθεί μόνιμα πλέον ακόμη κι αν πραγματοποιήσει ανασχηματισμό για να της δώσει, σε επίπεδο συμβολισμών, πιο «κεντροαριστερή» ταυτότητα.
Παράλληλα, τα θύματα των βίαιων ανακατατάξεων των τελευταίων εβδομάδων θα υψώσουν κι άλλο τους τόνους σε μια ύστατη προσπάθεια επιβίωσης. Το Ποτάμι και το Κίνημα Αλλαγής από την μια και οι ΑΝΕΛ από την άλλη δέχτηκαν τον «τυφώνα» των Πρεσπών και οδεύουν προς τις κάλπες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Μετά τις κοινοβουλευτικές μεταγραφές ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να λεηλατήσει και εκλογικά τους όμορους χώρους του, αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Από μόνη της άλλωστε η διάλυση των μικρών κομμάτων ενισχύει τις πιθανότητες πεντακομματικής Βουλής που αυτόματα καθιστά πιο εφικτή την αυτοδυναμία της ΝΔ ακόμη και με ποσοστό της τάξης του 33-34%. Επομένως για τον κ. Τσίπρα το όλο εγχείρημα είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα αφού μπορεί να αποκτά το μονοπώλιο της κεντροαριστεράς αλλά ταυτόχρονα «εξαφανίζει» τα άλλα αναχώματα απέναντι στον κ. Μητσοτάκη. Πέραν τούτου, οι καταγγελίες και αποκαλύψεις που άρχισε να κάνει ο Π. Καμμένος -δηλώνοντας πια «προδομένος» από τον κ. Τσίπρα- ανοίγουν άλλο ένα σοβαρό μέτωπο φθοράς για την κυβέρνηση, που εύλογα δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο η αντιπολίτευση. Ο τέως υπουργός Εθνικής Άμυνας εξελίσσεται σε «κινούμενη βόμβα» για τον κ. Τσίπρα, επιβεβαιώνοντας ότι ο τρόπος που χώρισαν οι δρόμοι τους δεν ήταν προσχεδιασμένος.
Η ανάγκη της αυτοσυντήρησης πάντως οδηγεί και τους «μικρούς» σε διεργασίες οι οποίες μέχρι στιγμής δεν αποδίδουν κάτι συγκεκριμένο αλλά αρκετοί πιθανολογούν ότι στο τέλος η κινητικότητα μπορεί να καταλήξει σε κάποιες, έστω και ετερόκλητες, συμμαχίες ή και συμπράξεις καθαρά εκλογικού χαρακτήρα. Όπως εκτιμάται, όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών τόσο η πίεση των πραγμάτων θα μεγαλώνει καθώς με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα είναι φανερό ότι κανένα από τα υπάρχοντα σχήματα δεν μπορεί να πιάσει μόνο του το όριο του 3%. Την ίδια ώρα πάντως υπάρχουν κι αυτοί που προβλέπουν ότι το θέμα των Σκοπίων θα αποδειχθεί -αρχής γενομένης από τις επόμενες εκλογές- καταλύτης πολύ ευρύτερων ανακατατάξεων που θα υπερβαίνουν το υπάρχον κομματικό σκηνικό...
Ανδρέας Καψαμπέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση