Από συγκρατημένη αισιοδοξία ως απόρριψη των μεταμνημονιακών ρυθμίσεων. Εκπρόσωποι των Φιλελευθέρων, της Αριστεράς και των Πρασίνων μιλούν...
Από συγκρατημένη αισιοδοξία ως απόρριψη των μεταμνημονιακών ρυθμίσεων. Εκπρόσωποι των Φιλελευθέρων, της Αριστεράς και των Πρασίνων μιλούν στην DW για τις προσδοκίες και τους προβληματισμούς τους για την Ελλάδα.
Δημόσια δεν υποστηρίζουν πλέον το αίτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Με τη στάση τους όμως στις ψηφοφορίες στη γερμανική βουλή οι Φιλελεύθεροι (FDP) ουσιαστικά εξακολουθούν να είναι υπέρ του Grexit. Αρχική θέση του κόμματος είναι ότι τα δανειακά προγράμματα της Ευρωζώνης προς κράτη-μέλη δεν συνάδουν με το νομικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο αυτή λειτουργεί. Από αυτή την άποψη το FDP ήταν συνεπής να καταθέσει στην επιτροπή Προϋπολογισμού πρόταση για την απόρριψη της εκταμίευσης της τελευταίας δόσης προς την Ελλάδα ύψους 15 δις ευρώ. Στην Deutsche Welle ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Ότο Φρίκε αιτιολόγησε τη στάση του FDP με μια «κόπωση» που παρατηρεί στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά παρά τη δέσμευση της να καταργήσει αυτή τη ρύθμιση.
Μιλώντας γενικότερα για τις προοπτικές της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο ο Ότο Φρίκε εκτιμά πως σε μια πρώτη ανάγνωση η υπερχρεωμένη χώρα δεν έχει καμία ελπίδα να ανακάμψει: Η υπερχρέωση συνιστά τη βασική αιτία της οικονομικής συρρίκνωσης μιας χώρας, ενώ οι βασικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης είναι κυρίως δύο: «περισσότερη παιδεία και περισσότερες επενδύσεις». Ο φιλελεύθερος πολιτικός δεν αποκλείει όμως η Ελλάδα να σημειώσει επιτυχία. Το στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι να πείσει τους ξένους θεσμικούς επενδυτές (χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία κτλ.). «Το ερώτημα είναι πολύ απλό», επισημαίνει ο Ότο Φρίκε: «Θέλουν οι ξένοι επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα επειδή ελπίζουν ότι έχουν να κερδίσουν ή όχι; Αν η ελληνική κυβέρνηση δώσει μια πειστική απάντηση τότε θα προκύψουν επενδύσεις, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και -για μένα αυτό ήταν το πιο σοκαριστικό σε αυτή την κρίση– η απίστευτα υψηλή ανεργία στους νέους θα μειωθεί επιτέλους». Αποφασιστική σημασία για την αξιοπιστία της κυβέρνησης έχουν σύμφωνα με τον κ. Φρίκε τα θετικά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν και στο μέλλον.
Οι Πράσινοι βλέπουν και άλλη ελάφρυνση του χρέους
Σταθεροί υποστηρικτές της Ελλάδας όλα τα χρόνια της κρίσης αποδείχτηκαν οι Γερμανοί Πράσινοι. Παράλληλα όμως με την αλληλεγγύη που επεδείκνυαν, επεσήμαναν μονίμως και την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Αν δεν λειτουργούν αποτελεσματικά στην Ελλάδα δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, φορολογικές αρχές η χώρα δεν πρόκειται να ανακάμψει. Από αυτή την άποψη ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Τομπίας Λίντνερ χαιρετίζει το γεγονός ότι η χώρα θα παραμείνει για χρόνια υπό την επιτήρηση των θεσμών ή, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει στην DW, οι θεσμοί θα παραμείνουν «στο πλευρό της Ελλάδας με λόγια και πράξεις».
Δεδομένου του υψηλού χρέους θα καταφέρει όμως η Ελλάδα να καλύψει τις ανάγκες αναχρηματοδότησής της στις χρηματαγορές; Ο Τομπίας Λίντνερ είναι αισιόδοξος: «Έχω την εντύπωση ότι θα το καταφέρει οπωσδήποτε, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η Ελλάδα σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα. Θα πρέπει να αναγνωριστεί στην κυβέρνηση Τσίπρα, μια αριστερή κυβέρνηση, ότι πέτυχε στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αισθητά περισσότερα απ’ ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Το ζητούμενο τώρα είναι να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η οικονομική ανάπτυξη τόσο πιο υψηλά θα είναι τα έσοδα του κράτους. Σε ό,τι αφορά όμως το συνολικό χρέος της Ελλάδας εμείς οι Πράσινοι δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι ίσως σε μερικά χρόνια ίσως σε μια, δύο δεκαετίες θα πρέπει να γίνουν ενδεχομένως και άλλες ελαφρύνσεις.»
Η Αριστερά απορρίπτει
Σκοτεινό βλέπει το μέλλον της Ελλάδας το κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke). Το αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε πρόσφατα στη γερμανική βουλή την πρόταση εκταμίευσης της τελευταίας δόσης. Επειδή εδώ και αρκετό διάστημα οι σχέσεις των δύο κομμάτων έχουν αισθητά ψυχρανθεί, κανείς θα μπορούσε να υποθέσει πως η Linke άσκησε με την αρνητική ψήφο της κριτική στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Η εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Γκεζίνε Λοτς το διαψεύδει. Όπως διαβεβαιώνει, η καταψήφιση συνιστούσε «κριτική προς τους θεσμούς, κριτική στα μέτρα που έχουν επιβληθεί. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκβιάστηκε και εμείς δεν πρόκειται να στηρίξουμε εκβιασμούς.»
Αντί των μέτρων που σύμφωνα με την κ. Λότς οδήγησαν στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και σε ιδιωτικοποιήσεις που δεν είχαν κανένα όφελος για τη χώρα η Ελλάδα είχε ανάγκη από επενδυτικά προγράμματα για να αναζωογονήσει την οικονομία της. Η κατάσταση που δημιουργείται μετά το τέλος των προγραμμάτων δεν διαφέρει από αυτή των περασμένων χρόνων, υποστηρίζει η Γκεζίνε Λοτς. Η χώρα «σαφώς εξακολουθεί να παραμένει υπό επιτήρηση. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θα έχει ελευθερία κινήσεων. Για μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση δημιουργείται μια κατάσταση, η οποία στην ουσία αντιτίθεται στις δημοκρατικές αρχές.»
Πηγή: enikonomia.gr
Δημόσια δεν υποστηρίζουν πλέον το αίτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Με τη στάση τους όμως στις ψηφοφορίες στη γερμανική βουλή οι Φιλελεύθεροι (FDP) ουσιαστικά εξακολουθούν να είναι υπέρ του Grexit. Αρχική θέση του κόμματος είναι ότι τα δανειακά προγράμματα της Ευρωζώνης προς κράτη-μέλη δεν συνάδουν με το νομικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο αυτή λειτουργεί. Από αυτή την άποψη το FDP ήταν συνεπής να καταθέσει στην επιτροπή Προϋπολογισμού πρόταση για την απόρριψη της εκταμίευσης της τελευταίας δόσης προς την Ελλάδα ύψους 15 δις ευρώ. Στην Deutsche Welle ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Ότο Φρίκε αιτιολόγησε τη στάση του FDP με μια «κόπωση» που παρατηρεί στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά παρά τη δέσμευση της να καταργήσει αυτή τη ρύθμιση.
Μιλώντας γενικότερα για τις προοπτικές της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο ο Ότο Φρίκε εκτιμά πως σε μια πρώτη ανάγνωση η υπερχρεωμένη χώρα δεν έχει καμία ελπίδα να ανακάμψει: Η υπερχρέωση συνιστά τη βασική αιτία της οικονομικής συρρίκνωσης μιας χώρας, ενώ οι βασικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης είναι κυρίως δύο: «περισσότερη παιδεία και περισσότερες επενδύσεις». Ο φιλελεύθερος πολιτικός δεν αποκλείει όμως η Ελλάδα να σημειώσει επιτυχία. Το στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι να πείσει τους ξένους θεσμικούς επενδυτές (χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία κτλ.). «Το ερώτημα είναι πολύ απλό», επισημαίνει ο Ότο Φρίκε: «Θέλουν οι ξένοι επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα επειδή ελπίζουν ότι έχουν να κερδίσουν ή όχι; Αν η ελληνική κυβέρνηση δώσει μια πειστική απάντηση τότε θα προκύψουν επενδύσεις, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και -για μένα αυτό ήταν το πιο σοκαριστικό σε αυτή την κρίση– η απίστευτα υψηλή ανεργία στους νέους θα μειωθεί επιτέλους». Αποφασιστική σημασία για την αξιοπιστία της κυβέρνησης έχουν σύμφωνα με τον κ. Φρίκε τα θετικά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν και στο μέλλον.
Οι Πράσινοι βλέπουν και άλλη ελάφρυνση του χρέους
Σταθεροί υποστηρικτές της Ελλάδας όλα τα χρόνια της κρίσης αποδείχτηκαν οι Γερμανοί Πράσινοι. Παράλληλα όμως με την αλληλεγγύη που επεδείκνυαν, επεσήμαναν μονίμως και την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Αν δεν λειτουργούν αποτελεσματικά στην Ελλάδα δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, φορολογικές αρχές η χώρα δεν πρόκειται να ανακάμψει. Από αυτή την άποψη ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Τομπίας Λίντνερ χαιρετίζει το γεγονός ότι η χώρα θα παραμείνει για χρόνια υπό την επιτήρηση των θεσμών ή, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει στην DW, οι θεσμοί θα παραμείνουν «στο πλευρό της Ελλάδας με λόγια και πράξεις».
Δεδομένου του υψηλού χρέους θα καταφέρει όμως η Ελλάδα να καλύψει τις ανάγκες αναχρηματοδότησής της στις χρηματαγορές; Ο Τομπίας Λίντνερ είναι αισιόδοξος: «Έχω την εντύπωση ότι θα το καταφέρει οπωσδήποτε, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η Ελλάδα σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα. Θα πρέπει να αναγνωριστεί στην κυβέρνηση Τσίπρα, μια αριστερή κυβέρνηση, ότι πέτυχε στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αισθητά περισσότερα απ’ ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Το ζητούμενο τώρα είναι να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η οικονομική ανάπτυξη τόσο πιο υψηλά θα είναι τα έσοδα του κράτους. Σε ό,τι αφορά όμως το συνολικό χρέος της Ελλάδας εμείς οι Πράσινοι δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι ίσως σε μερικά χρόνια ίσως σε μια, δύο δεκαετίες θα πρέπει να γίνουν ενδεχομένως και άλλες ελαφρύνσεις.»
Η Αριστερά απορρίπτει
Σκοτεινό βλέπει το μέλλον της Ελλάδας το κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke). Το αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε πρόσφατα στη γερμανική βουλή την πρόταση εκταμίευσης της τελευταίας δόσης. Επειδή εδώ και αρκετό διάστημα οι σχέσεις των δύο κομμάτων έχουν αισθητά ψυχρανθεί, κανείς θα μπορούσε να υποθέσει πως η Linke άσκησε με την αρνητική ψήφο της κριτική στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Η εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Γκεζίνε Λοτς το διαψεύδει. Όπως διαβεβαιώνει, η καταψήφιση συνιστούσε «κριτική προς τους θεσμούς, κριτική στα μέτρα που έχουν επιβληθεί. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκβιάστηκε και εμείς δεν πρόκειται να στηρίξουμε εκβιασμούς.»
Αντί των μέτρων που σύμφωνα με την κ. Λότς οδήγησαν στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και σε ιδιωτικοποιήσεις που δεν είχαν κανένα όφελος για τη χώρα η Ελλάδα είχε ανάγκη από επενδυτικά προγράμματα για να αναζωογονήσει την οικονομία της. Η κατάσταση που δημιουργείται μετά το τέλος των προγραμμάτων δεν διαφέρει από αυτή των περασμένων χρόνων, υποστηρίζει η Γκεζίνε Λοτς. Η χώρα «σαφώς εξακολουθεί να παραμένει υπό επιτήρηση. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θα έχει ελευθερία κινήσεων. Για μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση δημιουργείται μια κατάσταση, η οποία στην ουσία αντιτίθεται στις δημοκρατικές αρχές.»
Πηγή: enikonomia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση