Μία νέα ισραηλινή επιστημονική έρευνα ανοίγει ξανά το ζήτημα για την ακριβή χρονολογία κατά την οποία εξερράγη το ηφαίστειο της Θήρας. Σ...
Μία νέα ισραηλινή επιστημονική έρευνα ανοίγει ξανά το ζήτημα για την ακριβή χρονολογία κατά την οποία εξερράγη το ηφαίστειο της Θήρας.
Σύμφωνα με το συμπέρασμα αυτής της έρευνας, το απομεινάρι από μια προϊστορική ελιά, που έχει χρησιμοποιηθεί για να γίνει χρονολόγηση της αρχαίας έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), είναι πιθανό ότι είναι παλαιότερο της φυσικής καταστροφής κατά 40 έως 50 χρόνια.
Η κατακλυσμική έκρηξη θεωρείται για ένα επιπλέον λόγο σημαντική, καθώς αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς που επιτρέπει τη χρονολόγηση διάφορων άλλων συμβάντων της Εποχής του Χαλκού στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο.
Ο ακριβής προσδιορισμός του έτους έκρηξης έχει αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, ενώ βοήθεια σ' αυτό προσφέρει ένα πανάρχαιο κομμάτι ελιάς που βρέθηκε θαμμένο κάτω από τα ηφαιστειακά πετρώματα του νησιού. Βάσει της χρονολόγησης του δέντρου που θάφτηκε από την έκρηξη, η ίδια έκρηξη τοποθετήθηκε μεταξύ του 1632 και του 1615 π.Χ. (ή, με μικρότερη αβεβαιότητα εκτίμησης, μεταξύ του 1656 και του 1609 π.Χ.).
Οι ημερομηνίες αυτές είναι περίπου ένα αιώνα νωρίτερα σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις των αρχαιολόγων ότι η έκρηξη είχε γίνει γύρω στο 1500 μ.Χ. και πάντως μετά την έναρξη του Νέου Βασιλείου στην Αίγυπτο (κάτι που εκτιμάται στο 1570-1544 π.Χ.). Η δενδροχρονολόγηση είχε βασισθεί στην εκτίμηση ότι ο πιο εξωτερικός δακτύλιος του ξύλου της ελιάς σχηματίσθηκε λίγο πριν το κλαδί θαφτεί ζωντανό κάτω από την τέφρα. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο όντως ο εξωτερικός δακτύλιος μιας ελιάς δημιουργείται οπωσδήποτε λίγο πριν από τον θάνατο του δέντρου και άρα μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο εργαλείο χρονολόγησης.
Οι ερευνητές του Εργαστηρίου Ραδιοάνθρακα D-DREAMS του Κέντρου Αρχαιολογικής Επιστήμης Kimmel του Ινστιτούτου Επιστημών Weizmann του Ισραήλ, με επικεφαλής την Ελιζαμπέτα Μποαρέτο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Scientific Reports", ανέλυσαν τη συγκέντρωση του ραδιοάνθρακα σε 20 δείγματα σύγχρονων ελιών, καθώς και 11 δείγματα από ένα κλαδί που είχε κοπεί το 2013.
Κατά την έρευνά τους, διαπίστωσαν ότι σε όλες περιπτώσεις τα δείγματα δεν είχαν ίδια ηλικία, αλλά διέφεραν έως 50 χρόνια στη χρονολόγησή τους. Συνεπώς το στρώμα του ξύλου στο εξωτερικό μέρος του δέντρου δεν αντιπροσωπεύει κατ' ανάγκη την ημερομηνία του τελευταίου έτους ανάπτυξης. Από αυτό οι ερευνητές συμπέραναν αφενός ότι οι ελιές (οι οποίες δεν δημιουργούν δακτυλίους κάθε χρόνο, καθώς αναπτύσσονται) δεν παράγουν δακτυλίους με συστηματικό τρόπο και αφετέρου ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο η δημιουργία ενός νέου δακτυλίου σε ένα δέντρο ελιάς να έχει σταματήσει αρκετές δεκαετίες πριν τον θάνατό του. Με άλλα λόγια, η χρονολόγηση της ελιάς της Σαντορίνης μεταξύ του 1627 και του 1600 π.Χ. μπορεί τελικά να είναι παλαιότερη κατά 40 έως 50 χρόνια της έκρηξης της Θήρας.
Σύμφωνα με το συμπέρασμα αυτής της έρευνας, το απομεινάρι από μια προϊστορική ελιά, που έχει χρησιμοποιηθεί για να γίνει χρονολόγηση της αρχαίας έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), είναι πιθανό ότι είναι παλαιότερο της φυσικής καταστροφής κατά 40 έως 50 χρόνια.
Η κατακλυσμική έκρηξη θεωρείται για ένα επιπλέον λόγο σημαντική, καθώς αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς που επιτρέπει τη χρονολόγηση διάφορων άλλων συμβάντων της Εποχής του Χαλκού στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο.
Ο ακριβής προσδιορισμός του έτους έκρηξης έχει αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, ενώ βοήθεια σ' αυτό προσφέρει ένα πανάρχαιο κομμάτι ελιάς που βρέθηκε θαμμένο κάτω από τα ηφαιστειακά πετρώματα του νησιού. Βάσει της χρονολόγησης του δέντρου που θάφτηκε από την έκρηξη, η ίδια έκρηξη τοποθετήθηκε μεταξύ του 1632 και του 1615 π.Χ. (ή, με μικρότερη αβεβαιότητα εκτίμησης, μεταξύ του 1656 και του 1609 π.Χ.).
Οι ημερομηνίες αυτές είναι περίπου ένα αιώνα νωρίτερα σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις των αρχαιολόγων ότι η έκρηξη είχε γίνει γύρω στο 1500 μ.Χ. και πάντως μετά την έναρξη του Νέου Βασιλείου στην Αίγυπτο (κάτι που εκτιμάται στο 1570-1544 π.Χ.). Η δενδροχρονολόγηση είχε βασισθεί στην εκτίμηση ότι ο πιο εξωτερικός δακτύλιος του ξύλου της ελιάς σχηματίσθηκε λίγο πριν το κλαδί θαφτεί ζωντανό κάτω από την τέφρα. Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο όντως ο εξωτερικός δακτύλιος μιας ελιάς δημιουργείται οπωσδήποτε λίγο πριν από τον θάνατο του δέντρου και άρα μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο εργαλείο χρονολόγησης.
Οι ερευνητές του Εργαστηρίου Ραδιοάνθρακα D-DREAMS του Κέντρου Αρχαιολογικής Επιστήμης Kimmel του Ινστιτούτου Επιστημών Weizmann του Ισραήλ, με επικεφαλής την Ελιζαμπέτα Μποαρέτο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Scientific Reports", ανέλυσαν τη συγκέντρωση του ραδιοάνθρακα σε 20 δείγματα σύγχρονων ελιών, καθώς και 11 δείγματα από ένα κλαδί που είχε κοπεί το 2013.
Κατά την έρευνά τους, διαπίστωσαν ότι σε όλες περιπτώσεις τα δείγματα δεν είχαν ίδια ηλικία, αλλά διέφεραν έως 50 χρόνια στη χρονολόγησή τους. Συνεπώς το στρώμα του ξύλου στο εξωτερικό μέρος του δέντρου δεν αντιπροσωπεύει κατ' ανάγκη την ημερομηνία του τελευταίου έτους ανάπτυξης. Από αυτό οι ερευνητές συμπέραναν αφενός ότι οι ελιές (οι οποίες δεν δημιουργούν δακτυλίους κάθε χρόνο, καθώς αναπτύσσονται) δεν παράγουν δακτυλίους με συστηματικό τρόπο και αφετέρου ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο η δημιουργία ενός νέου δακτυλίου σε ένα δέντρο ελιάς να έχει σταματήσει αρκετές δεκαετίες πριν τον θάνατό του. Με άλλα λόγια, η χρονολόγηση της ελιάς της Σαντορίνης μεταξύ του 1627 και του 1600 π.Χ. μπορεί τελικά να είναι παλαιότερη κατά 40 έως 50 χρόνια της έκρηξης της Θήρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση