Λίνα Παπαδάκη Δεν είναι που ήρθαν οι μετανάστες, είναι που έφυγαν οι Έλληνες Κάποτε ήταν η Πύλη της αστικής Αθήνας. Σαν νοητή Αψίδα ...
Λίνα Παπαδάκη
Δεν είναι που ήρθαν οι μετανάστες, είναι που έφυγαν οι Έλληνες
Κάποτε ήταν η Πύλη της αστικής Αθήνας. Σαν νοητή Αψίδα του Θριάμβου που υποδεχόταν στην πρωτεύουσα τα παιδιά της επαρχίας για να τα μυήσει στο θαύμα της. Τα καλωσόριζε «μπροστά στου Μπακάκου» όπου κλείνονταν τα πρώτα ραντεβού της αστυφιλίας, σε μια πλατεία που έσφυζε από ζωή, κίνηση, θορύβους, φαντάζομαι και χρώματα, αλλά εγώ την πρωτογνώρισα στο ασπρόμαυρο σινεμά. Ραντεβού με τη Βουγιουκλάκη.
Την πρόλαβα, πάντως, στο λυκόφως της ακμής της. Τότε η Ομόνοια ήταν ακόμα στρογγυλή σαν αγκαλιά, με γκαζόν, λουλούδια και συντριβάνι, και τον γυάλινο δρομέα σε θέση εκκίνησης – ήταν ο επαρχιώτης που βρίσκεται στην αφετηρία, έτοιμος να ξεχυθεί στους μεγάλους φωτεινούς δρόμους και να μεταλάβει τα μυστήρια της μεγάλης πόλης. Την πρόλαβα σαν το λαϊκό καταφύγιο των «αστών», τις πρώτες πρωινές ώρες, μετά το ξενύχτι να τρώνε ανθόγαλο ή βρώμικο στη γωνία της Αθηνάς και να αγοράζουν, ουρά ατελείωτη, τις κυριακάτικες εφημερίδες που έκαναν εδώ την επίσημη πρεμιέρα. Ήμασταν κορίτσια μόνα που μόλις είχαν έρθει φοιτήτριες στη μεγάλη πόλη αλλά δεν είχαμε φόβο – η Ομόνοια τότε είχε τον ασφαλή κλοιό της καλοζωισμένης πολυκοσμίας.
Την πρόλαβα Σάββατα πρωί να φιλοξενεί τη μικρή γιορτή της πόλης. Ήταν ο κόμβος διερχομένων, από τον πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας, τη Σταδίου, τον πιο πολύβουο, την Αθηνάς, την πιο ειρηνική γειτονιά, τα Εξάρχεια, τα βιαστικά Χαυτεία, τη γιορτινή Αιόλου, τα μεγάλα πολυκαταστήματα και τα μικρά ψαγμένα μαγαζιά που ήξεραν λίγοι – οι ορδές διασταυρώνονταν εδώ, στην Ομόνοια, το τράνζιτ βασίλειο της μεσαίας τάξης. Οι Αθηναίες έβγαιναν σε σαφάρι κοκεταρίας, οι άνδρες για να αγοράσουν περίεργα εργαλεία και φρούτα από τη Βαρβάκειο, ραντεβού μετά για καφέ στο «Νέον» της πλατείας ή για μπίρες στον πεζόδρομο. Το Σύνταγμα ήταν τότε αποστειρωμένο και ανήκε στους μεγαλοαστούς και τους τουρίστες. Η πατρίδα της μεσαίας τάξης ήταν η Ομόνοια.
Μια χαμένη πατρίδα. Δεν είναι που ήρθαν οι μετανάστες, είναι που έφυγαν οι Έλληνες. Πρώτα έφυγε η Πολιτεία, αφού φρόντισε πριν να αφήσει το αποτύπωμά της στο απέραντο μπετόν. Η όμορφη στρογγυλή πλατεία έγινε κρανίου τόπος και μάλιστα όχι πια στρογγυλός. Η οροφή του μετρό δεν άντεχε χώμα και βλάστηση και έμειναν οι γυμνές πλάκες και τα τσιμεντένια σκαλιά να έχουν γίνει εξέδρα μεταναστών. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι, δεν φταίνε αυτοί, μόνο που εμείς θέλουμε όμορφα και φιλόξενα μέρη και η Ομόνοια δεν είναι πια. Κι αυτοί, δεν τη διάλεξαν – εκεί τους αποβιβάζουν τα πούλμαν, όπως τους εσωτερικούς μετανάστες του ’60, εκεί καθηλώνονται.
Όπως την πρωτογνώρισα κι εγώ, έτσι είναι και σήμερα. Ασπρόμαυρη. Ο Γυάλινος δεν είναι πια εδώ, έχει φτάσει στο Χίλτον, έχει πια αστικοποιηθεί, παίρνοντας μαζί του και το γκαζόν. Τα Εξάρχεια και η Πατησίων έχουν πια άλλη κυβέρνηση, από την Πανεπιστημίου κατηφορίζουν μόνο αυτοκίνητα, λίγοι πεζοί μπαίνουν βιαστικοί στο Hondos και το Notos, τις νύχτες κανείς μας. H Ομόνοια είναι πια ξένος τόπος, το Σύνταγμα το κατάλαβε και άνοιξε στέκια και μαγαζιά για να υποδεχτεί τη νεολαία και τη μεσαία τάξη. Η ζωή της Αθήνας μετακόμισε κι έχει κόψει τη γέφυρα πίσω της. Δηλαδή τη Σταδίου, τον δρόμο-φάντασμα με τα κατεβασμένα ρολά και τα γκράφιτι, εκεί που κάποτε υπήρχαν οι βιτρίνες του Λουκιανού.
* Η Λίνα Παπαδάκη είναι διευθύντρια του Γραφείου Τύπου στο Ποτάμι
Πηγή: AthensVoice
Δεν είναι που ήρθαν οι μετανάστες, είναι που έφυγαν οι Έλληνες
Κάποτε ήταν η Πύλη της αστικής Αθήνας. Σαν νοητή Αψίδα του Θριάμβου που υποδεχόταν στην πρωτεύουσα τα παιδιά της επαρχίας για να τα μυήσει στο θαύμα της. Τα καλωσόριζε «μπροστά στου Μπακάκου» όπου κλείνονταν τα πρώτα ραντεβού της αστυφιλίας, σε μια πλατεία που έσφυζε από ζωή, κίνηση, θορύβους, φαντάζομαι και χρώματα, αλλά εγώ την πρωτογνώρισα στο ασπρόμαυρο σινεμά. Ραντεβού με τη Βουγιουκλάκη.
Την πρόλαβα, πάντως, στο λυκόφως της ακμής της. Τότε η Ομόνοια ήταν ακόμα στρογγυλή σαν αγκαλιά, με γκαζόν, λουλούδια και συντριβάνι, και τον γυάλινο δρομέα σε θέση εκκίνησης – ήταν ο επαρχιώτης που βρίσκεται στην αφετηρία, έτοιμος να ξεχυθεί στους μεγάλους φωτεινούς δρόμους και να μεταλάβει τα μυστήρια της μεγάλης πόλης. Την πρόλαβα σαν το λαϊκό καταφύγιο των «αστών», τις πρώτες πρωινές ώρες, μετά το ξενύχτι να τρώνε ανθόγαλο ή βρώμικο στη γωνία της Αθηνάς και να αγοράζουν, ουρά ατελείωτη, τις κυριακάτικες εφημερίδες που έκαναν εδώ την επίσημη πρεμιέρα. Ήμασταν κορίτσια μόνα που μόλις είχαν έρθει φοιτήτριες στη μεγάλη πόλη αλλά δεν είχαμε φόβο – η Ομόνοια τότε είχε τον ασφαλή κλοιό της καλοζωισμένης πολυκοσμίας.
Την πρόλαβα Σάββατα πρωί να φιλοξενεί τη μικρή γιορτή της πόλης. Ήταν ο κόμβος διερχομένων, από τον πιο εμπορικό δρόμο της Αθήνας, τη Σταδίου, τον πιο πολύβουο, την Αθηνάς, την πιο ειρηνική γειτονιά, τα Εξάρχεια, τα βιαστικά Χαυτεία, τη γιορτινή Αιόλου, τα μεγάλα πολυκαταστήματα και τα μικρά ψαγμένα μαγαζιά που ήξεραν λίγοι – οι ορδές διασταυρώνονταν εδώ, στην Ομόνοια, το τράνζιτ βασίλειο της μεσαίας τάξης. Οι Αθηναίες έβγαιναν σε σαφάρι κοκεταρίας, οι άνδρες για να αγοράσουν περίεργα εργαλεία και φρούτα από τη Βαρβάκειο, ραντεβού μετά για καφέ στο «Νέον» της πλατείας ή για μπίρες στον πεζόδρομο. Το Σύνταγμα ήταν τότε αποστειρωμένο και ανήκε στους μεγαλοαστούς και τους τουρίστες. Η πατρίδα της μεσαίας τάξης ήταν η Ομόνοια.
Μια χαμένη πατρίδα. Δεν είναι που ήρθαν οι μετανάστες, είναι που έφυγαν οι Έλληνες. Πρώτα έφυγε η Πολιτεία, αφού φρόντισε πριν να αφήσει το αποτύπωμά της στο απέραντο μπετόν. Η όμορφη στρογγυλή πλατεία έγινε κρανίου τόπος και μάλιστα όχι πια στρογγυλός. Η οροφή του μετρό δεν άντεχε χώμα και βλάστηση και έμειναν οι γυμνές πλάκες και τα τσιμεντένια σκαλιά να έχουν γίνει εξέδρα μεταναστών. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι, δεν φταίνε αυτοί, μόνο που εμείς θέλουμε όμορφα και φιλόξενα μέρη και η Ομόνοια δεν είναι πια. Κι αυτοί, δεν τη διάλεξαν – εκεί τους αποβιβάζουν τα πούλμαν, όπως τους εσωτερικούς μετανάστες του ’60, εκεί καθηλώνονται.
Όπως την πρωτογνώρισα κι εγώ, έτσι είναι και σήμερα. Ασπρόμαυρη. Ο Γυάλινος δεν είναι πια εδώ, έχει φτάσει στο Χίλτον, έχει πια αστικοποιηθεί, παίρνοντας μαζί του και το γκαζόν. Τα Εξάρχεια και η Πατησίων έχουν πια άλλη κυβέρνηση, από την Πανεπιστημίου κατηφορίζουν μόνο αυτοκίνητα, λίγοι πεζοί μπαίνουν βιαστικοί στο Hondos και το Notos, τις νύχτες κανείς μας. H Ομόνοια είναι πια ξένος τόπος, το Σύνταγμα το κατάλαβε και άνοιξε στέκια και μαγαζιά για να υποδεχτεί τη νεολαία και τη μεσαία τάξη. Η ζωή της Αθήνας μετακόμισε κι έχει κόψει τη γέφυρα πίσω της. Δηλαδή τη Σταδίου, τον δρόμο-φάντασμα με τα κατεβασμένα ρολά και τα γκράφιτι, εκεί που κάποτε υπήρχαν οι βιτρίνες του Λουκιανού.
* Η Λίνα Παπαδάκη είναι διευθύντρια του Γραφείου Τύπου στο Ποτάμι
Πηγή: AthensVoice
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση