Γιωργος Τσικουτας Πρακτικα της Βουλης 17/9/1959 , σ. 17-19! Και αντε, που ολοι μου μαθατε ιστορια ! ( Η μηπως ΠΡΟΥΔΟΤΗΣ και ο Αβερωφ...
Γιωργος Τσικουτας
Πρακτικα της Βουλης 17/9/1959 , σ. 17-19!
Και αντε, που ολοι μου μαθατε ιστορια !
( Η μηπως ΠΡΟΥΔΟΤΗΣ και ο Αβερωφ?)
-------------------------
του Μιχάλη Φιλιππόπουλου
Τα τελευταία 27 χρόνια η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα αρκετά πολύπλοκο και πολυσύνθετο διπλωματικό ζήτημα. Ύστερα από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισε να εμπλακεί στην ονομασία ενός από τα έξι κράτη που την αποτελούσαν. Φυσικά, ένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει την ονομασία που νομίζει σε ένα άλλο κράτος, καθώς μια τέτοια καταστατική θέση ξεπερνά την αντίληψη του διεθνούς δικαίου για τις διακρατικές σχέσεις. Η χρήση όμως του όρου «Μακεδονία» στο όνομα της γειτονικής χώρας προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία, καθώς θεωρήθηκε ως κλοπή«εθνοταυτοτική», ιστορική και πολιτισμική.
Στην πραγματικότητα ο όρος «Μακεδονία» στο όνομα των γειτόνων δεν επινοήθηκε το 1991. Υπήρχε, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά μάλλον δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα, καθώς το κράτος αυτό ήταν κομμάτι μιας συνομοσπονδίας. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε τουλάχιστον πως μέχρι και τις 8 Σεπτέμβρη 1991 δεν φαίνεται να υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα στη χρήση του όρου «Μακεδονία» (1944: Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, 1963: Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τόσο στα έγγραφα της διοίκησης του ελληνικού κράτους (πχ η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων που υπογράφηκε στις 18/06/1959) όσο και στη βιβλιογραφία περασμένων δεκαετιών (πχ η πρώτη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας «Παιδεία», εκδ. Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 1974) η λέξη Γιουγκοσλαβία ερμηνεύεται ως ένα ομοσπονδιακό κράτος αποτελούμενο από έξι κράτη, μεταξύ αυτών τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Πέρα όμως από τη χρήση του ονόματος, φαίνεται πως δεν υπήρξαν ιδιαίτερα έντονοι προβληματισμοί και στο θέμα «μακεδονική γλώσσα», σε κάτι δηλαδή που σήμερα εμφανίζεται ως κομβικό ζήτημα της διαπραγμάτευσης.
Η συζήτηση για τη μακεδονική γλώσσα έχει επικεντρωθεί στο ότι η ελληνική αντιπροσωπεία, παρουσία και του σήμερα διαμαρτυρομένου κ. Μπαμπινιώτη, δεν αντέδρασε όταν υιοθετήθηκε η γλώσσα αυτή με λατινικούς χαρακτήρες σε μια σύσκεψη του ΟΗΕ το 1977. Ωστόσο η αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» από ελληνικές κυβερνήσεις χρονολογείται από πολύ παλαιότερα, συγκεκριμένα επί κυβέρνησης ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τον Ιούνιο του 1959 η Ελλάδα υπέγραψε με την τότε ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία σειρά συμφωνιών, ανάμεσα στις οποίες και συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας. Τον Σεπτέμβριο του 1959 οι συμφωνίες αυτές ήρθαν για κύρωση στη βουλή. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε υπουργός Εξωτερικών και μεταδικτατορικά πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1981-1984), υπερασπίστηκε σθεναρά τη συμφωνία. Στη διάρκεια της σχετικής συζήτησης, από ορισμένους βουλευτές τέθηκε θέμα μακεδονικής γλώσσας. Αντικρούοντάς τους, ο Αβέρωφ επινόησε έναν (ανύπαρκτο στην πραγματικότητα) πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στο «τοπικό ιδίωμα» που ομιλείται «σε ωρισμένα χωρία» της ελληνικής Μακεδονίας και τη «μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν» (βλ. πρακτικά της βουλής, 17 Σεπτ. 1959, σ. 17-19).
Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε πως όλα ξεκίνησαν να «ενοχλούν» μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των κρατών που την απάρτιζαν. Από το 1991, που «γεννήθηκε» ουσιαστικά το ζήτημα, φτάσαμε στο 1993 για να γίνει αποδεκτή απ την πλευρά της Ελλάδας μια ονομασία προσωρινή, όπως την χαρακτήριζαν όλοι. Και δεν θα μπορούσε να μην ήταν προσωρινή, καθώς δεν μπορεί ένα κράτος για πάντα να ονοματίζεται με χρονικό προσδιορισμό ως προς την ιδιότητα (ως Πρώην δηλαδή Γ.Δ.Μ.) που είχε μέσα σε μια ομοσπονδία κρατών. Αυτό ουσιαστικά υιοθετήθηκε μόνο από την ελληνική πλευρά, δηλαδή εμείς να την αποκαλούμε ΠΓΔΜ (όπου το «Μ» βέβαια είναι η λέξη Μακεδονία), ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης συνέχισε να την αναφέρει με το όνομα «Μακεδονία». Επίσης, στην ενδιάμεση συμφωνία που υπήρξε μπήκαν κάποιοι όροι, για την τήρηση των οποίων η γειτονική χώρα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου το 2011 εξεδόθη καταδικαστική απόφαση για τη χώρα μας. Εδώ να σημειώσουμε πως στην απόφασή του το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ενδιάμεση συμφωνία δεν περιέχει νομική υποχρέωση της ΠΓΔΜ να μην χρησιμοποιεί το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Μάλλον ήρθε η στιγμή να κατανοήσουμε πως οι βόρειοι γείτονές μας, εδώ και πάνω από 70 χρόνια, έχουν μια κρατική οντότητα, είτε στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας είτε ως αυτόνομο κράτος αργότερα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που λέγονται «Μακεδονία». Κάποιοι αφελείς από την αντιπολίτευση λένε διαρκώς «πάτε να δώσετε!». Να «δώσουμε» τι; Κάτι το οποίο εδώ και 70 χρόνια είναι γνωστό και αναγνωρισμένο ουσιαστικά από την Ελλάδα ως «Μακεδονία»; Στην πραγματικότητα πάμε να πάρουμε. Και πάμε να συμφωνήσουμε και με τους γείτονές μας ότι έχουν μια κρατική οντότητα που επί εβδομήντα χρόνια λέγεται Μακεδονία, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και την ιστορική αυτή διαδρομή.
Αυτή τη στιγμή, για περισσότερα από 140 κράτη-μέλη του ΟΗΕ (στο σύνολο 194 μελών) οι γείτονες φέρουν ένα όνομα, το οποίο, αν δεν υπάρξει κάποιος άλλος προσδιορισμός, θα παραμένει ένα όνομα που παραπέμπει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και στη βαριά πολιτισμική κληρονομιά της ελληνικής Μακεδονίας. Οι ίδιοι παραδέχονται πως έχουν ρίζες σλάβικες και αλβανικές. Άρα, το να κερδίσουμε έναν προσδιορισμό μπροστά από το όνομα «Μακεδονία» είναι μια μεγάλη νίκη. Και ακόμη μεγαλύτερη να συμφωνήσουμε ότι άλλο πράγμα η δική μας Μακεδονία, που έρχεται από τη μακρά παράδοση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και άλλο η δική τους παράδοση και το δικό τους πολιτισμικό πρόσημο.
Όσον αφορά τώρα στη στάση της αντιπολίτευσης, ας θυμηθούμε την κ. Μπακογιάννη όταν είχε ερωτηθεί από ξένο δημοσιογράφο αν ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά μια ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (new or upper Macedonia). Είχε τότε απαντήσει ναι, καθώς αυτό αποτελούσε βασικό άξονα της διαπραγμάτευσης, μιας διαπραγματευτικής στρατηγικής όπου δεν έμπαινε κανένας απολύτως επιπλέον όρος πέραν του ονόματος. Συνεπώς, η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει να σοβαρευτεί, να πει ξεκάθαρα τη στάση της, αν παραμένει ίδια με τότε, και όχι να ακούμε βδομάδα τη βδομάδα και μια διαφορετική τοποθέτηση. Ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να κρύβεται διαρκώς και να αποφεύγει μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Όσο και να είναι όμηρος ακροδεξιών πολιτικών οι οποίοι ελέγχουν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινοβουλευτικής του ομάδας, οφείλει να τοποθετηθεί με σαφήνεια. Το κόμμα του ας καταλάβει επιτέλους πως η πολιτική συγκυρία στη γειτονική χώρα αποτελεί μια καλή ευκαιρία λύσης του ζητήματος. Εξάλλου, η διαιώνιση του ζητήματος δεν εξυπηρετεί τη χώρα μας. Απεναντίας, δίνεται χώρος στην ενίσχυση του λεγόμενου μουσουλμανικού τόξου και την ανάπτυξη επιρροής της Τουρκίας στα βόρεια σύνορά μας.
Η ευκαιρία αυτή να λυθεί επιτέλους το διπλωματικό ζήτημα της χώρας μας με την ΠΓΔΜ δεν πρέπει να πάει χαμένη. Ο εθνικιστικός παροξυσμός που χαρακτήριζε κυρίως την περίοδο διακυβέρνησης Γκρούεφσκι έχει εκλείψει και η κανονικότητα που διέπει την κυβέρνηση Ζάεφ δίνει στις δυο χώρες μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουν σελίδα.Κυρίως, να αναμετρηθούν με τους εθνικούς τους μύθους και κατόπιν να ασχοληθούν με τα πραγματικά προβλήματα, των οποίων η λύση θα είναι επ’ ωφελεία των δυο πλευρών.
Ο Μιχάλης Φιλιππόπουλος είναι μέλος της νομαρχιακής επιτροπής Λακωνίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρακτικα της Βουλης 17/9/1959 , σ. 17-19!
Και αντε, που ολοι μου μαθατε ιστορια !
( Η μηπως ΠΡΟΥΔΟΤΗΣ και ο Αβερωφ?)
-------------------------
του Μιχάλη Φιλιππόπουλου
Τα τελευταία 27 χρόνια η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα αρκετά πολύπλοκο και πολυσύνθετο διπλωματικό ζήτημα. Ύστερα από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισε να εμπλακεί στην ονομασία ενός από τα έξι κράτη που την αποτελούσαν. Φυσικά, ένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει την ονομασία που νομίζει σε ένα άλλο κράτος, καθώς μια τέτοια καταστατική θέση ξεπερνά την αντίληψη του διεθνούς δικαίου για τις διακρατικές σχέσεις. Η χρήση όμως του όρου «Μακεδονία» στο όνομα της γειτονικής χώρας προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία, καθώς θεωρήθηκε ως κλοπή«εθνοταυτοτική», ιστορική και πολιτισμική.
Στην πραγματικότητα ο όρος «Μακεδονία» στο όνομα των γειτόνων δεν επινοήθηκε το 1991. Υπήρχε, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά μάλλον δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα, καθώς το κράτος αυτό ήταν κομμάτι μιας συνομοσπονδίας. Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε τουλάχιστον πως μέχρι και τις 8 Σεπτέμβρη 1991 δεν φαίνεται να υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα στη χρήση του όρου «Μακεδονία» (1944: Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, 1963: Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τόσο στα έγγραφα της διοίκησης του ελληνικού κράτους (πχ η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων που υπογράφηκε στις 18/06/1959) όσο και στη βιβλιογραφία περασμένων δεκαετιών (πχ η πρώτη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας «Παιδεία», εκδ. Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη 1974) η λέξη Γιουγκοσλαβία ερμηνεύεται ως ένα ομοσπονδιακό κράτος αποτελούμενο από έξι κράτη, μεταξύ αυτών τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Πέρα όμως από τη χρήση του ονόματος, φαίνεται πως δεν υπήρξαν ιδιαίτερα έντονοι προβληματισμοί και στο θέμα «μακεδονική γλώσσα», σε κάτι δηλαδή που σήμερα εμφανίζεται ως κομβικό ζήτημα της διαπραγμάτευσης.
Η συζήτηση για τη μακεδονική γλώσσα έχει επικεντρωθεί στο ότι η ελληνική αντιπροσωπεία, παρουσία και του σήμερα διαμαρτυρομένου κ. Μπαμπινιώτη, δεν αντέδρασε όταν υιοθετήθηκε η γλώσσα αυτή με λατινικούς χαρακτήρες σε μια σύσκεψη του ΟΗΕ το 1977. Ωστόσο η αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» από ελληνικές κυβερνήσεις χρονολογείται από πολύ παλαιότερα, συγκεκριμένα επί κυβέρνησης ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τον Ιούνιο του 1959 η Ελλάδα υπέγραψε με την τότε ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία σειρά συμφωνιών, ανάμεσα στις οποίες και συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας. Τον Σεπτέμβριο του 1959 οι συμφωνίες αυτές ήρθαν για κύρωση στη βουλή. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε υπουργός Εξωτερικών και μεταδικτατορικά πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1981-1984), υπερασπίστηκε σθεναρά τη συμφωνία. Στη διάρκεια της σχετικής συζήτησης, από ορισμένους βουλευτές τέθηκε θέμα μακεδονικής γλώσσας. Αντικρούοντάς τους, ο Αβέρωφ επινόησε έναν (ανύπαρκτο στην πραγματικότητα) πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στο «τοπικό ιδίωμα» που ομιλείται «σε ωρισμένα χωρία» της ελληνικής Μακεδονίας και τη «μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν» (βλ. πρακτικά της βουλής, 17 Σεπτ. 1959, σ. 17-19).
Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε πως όλα ξεκίνησαν να «ενοχλούν» μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των κρατών που την απάρτιζαν. Από το 1991, που «γεννήθηκε» ουσιαστικά το ζήτημα, φτάσαμε στο 1993 για να γίνει αποδεκτή απ την πλευρά της Ελλάδας μια ονομασία προσωρινή, όπως την χαρακτήριζαν όλοι. Και δεν θα μπορούσε να μην ήταν προσωρινή, καθώς δεν μπορεί ένα κράτος για πάντα να ονοματίζεται με χρονικό προσδιορισμό ως προς την ιδιότητα (ως Πρώην δηλαδή Γ.Δ.Μ.) που είχε μέσα σε μια ομοσπονδία κρατών. Αυτό ουσιαστικά υιοθετήθηκε μόνο από την ελληνική πλευρά, δηλαδή εμείς να την αποκαλούμε ΠΓΔΜ (όπου το «Μ» βέβαια είναι η λέξη Μακεδονία), ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης συνέχισε να την αναφέρει με το όνομα «Μακεδονία». Επίσης, στην ενδιάμεση συμφωνία που υπήρξε μπήκαν κάποιοι όροι, για την τήρηση των οποίων η γειτονική χώρα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου το 2011 εξεδόθη καταδικαστική απόφαση για τη χώρα μας. Εδώ να σημειώσουμε πως στην απόφασή του το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ενδιάμεση συμφωνία δεν περιέχει νομική υποχρέωση της ΠΓΔΜ να μην χρησιμοποιεί το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Μάλλον ήρθε η στιγμή να κατανοήσουμε πως οι βόρειοι γείτονές μας, εδώ και πάνω από 70 χρόνια, έχουν μια κρατική οντότητα, είτε στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας είτε ως αυτόνομο κράτος αργότερα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που λέγονται «Μακεδονία». Κάποιοι αφελείς από την αντιπολίτευση λένε διαρκώς «πάτε να δώσετε!». Να «δώσουμε» τι; Κάτι το οποίο εδώ και 70 χρόνια είναι γνωστό και αναγνωρισμένο ουσιαστικά από την Ελλάδα ως «Μακεδονία»; Στην πραγματικότητα πάμε να πάρουμε. Και πάμε να συμφωνήσουμε και με τους γείτονές μας ότι έχουν μια κρατική οντότητα που επί εβδομήντα χρόνια λέγεται Μακεδονία, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και την ιστορική αυτή διαδρομή.
Αυτή τη στιγμή, για περισσότερα από 140 κράτη-μέλη του ΟΗΕ (στο σύνολο 194 μελών) οι γείτονες φέρουν ένα όνομα, το οποίο, αν δεν υπάρξει κάποιος άλλος προσδιορισμός, θα παραμένει ένα όνομα που παραπέμπει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και στη βαριά πολιτισμική κληρονομιά της ελληνικής Μακεδονίας. Οι ίδιοι παραδέχονται πως έχουν ρίζες σλάβικες και αλβανικές. Άρα, το να κερδίσουμε έναν προσδιορισμό μπροστά από το όνομα «Μακεδονία» είναι μια μεγάλη νίκη. Και ακόμη μεγαλύτερη να συμφωνήσουμε ότι άλλο πράγμα η δική μας Μακεδονία, που έρχεται από τη μακρά παράδοση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και άλλο η δική τους παράδοση και το δικό τους πολιτισμικό πρόσημο.
Όσον αφορά τώρα στη στάση της αντιπολίτευσης, ας θυμηθούμε την κ. Μπακογιάννη όταν είχε ερωτηθεί από ξένο δημοσιογράφο αν ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά μια ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (new or upper Macedonia). Είχε τότε απαντήσει ναι, καθώς αυτό αποτελούσε βασικό άξονα της διαπραγμάτευσης, μιας διαπραγματευτικής στρατηγικής όπου δεν έμπαινε κανένας απολύτως επιπλέον όρος πέραν του ονόματος. Συνεπώς, η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει να σοβαρευτεί, να πει ξεκάθαρα τη στάση της, αν παραμένει ίδια με τότε, και όχι να ακούμε βδομάδα τη βδομάδα και μια διαφορετική τοποθέτηση. Ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να κρύβεται διαρκώς και να αποφεύγει μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Όσο και να είναι όμηρος ακροδεξιών πολιτικών οι οποίοι ελέγχουν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινοβουλευτικής του ομάδας, οφείλει να τοποθετηθεί με σαφήνεια. Το κόμμα του ας καταλάβει επιτέλους πως η πολιτική συγκυρία στη γειτονική χώρα αποτελεί μια καλή ευκαιρία λύσης του ζητήματος. Εξάλλου, η διαιώνιση του ζητήματος δεν εξυπηρετεί τη χώρα μας. Απεναντίας, δίνεται χώρος στην ενίσχυση του λεγόμενου μουσουλμανικού τόξου και την ανάπτυξη επιρροής της Τουρκίας στα βόρεια σύνορά μας.
Η ευκαιρία αυτή να λυθεί επιτέλους το διπλωματικό ζήτημα της χώρας μας με την ΠΓΔΜ δεν πρέπει να πάει χαμένη. Ο εθνικιστικός παροξυσμός που χαρακτήριζε κυρίως την περίοδο διακυβέρνησης Γκρούεφσκι έχει εκλείψει και η κανονικότητα που διέπει την κυβέρνηση Ζάεφ δίνει στις δυο χώρες μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουν σελίδα.Κυρίως, να αναμετρηθούν με τους εθνικούς τους μύθους και κατόπιν να ασχοληθούν με τα πραγματικά προβλήματα, των οποίων η λύση θα είναι επ’ ωφελεία των δυο πλευρών.
Ο Μιχάλης Φιλιππόπουλος είναι μέλος της νομαρχιακής επιτροπής Λακωνίας του ΣΥΡΙΖΑ.
https://pbs.twimg.com/media/DSP7K4YWsAEnHKo.jpg
ΑπάντησηΔιαγραφή