Χρήστος Α. Χωμενίδης ΑΣ ΤΟ ΤΟΛΜΗΣΕΙ Κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής, ο Κώστας Καραμανλής πλησίασε τον Ευάγγε...
ΑΣ ΤΟ ΤΟΛΜΗΣΕΙ
Κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής, ο Κώστας Καραμανλής πλησίασε τον Ευάγγελο Βενιζέλο και, αντί άλλου χαιρετισμού, τον τσίμπησε στο μάγουλο. H σχέση μεταξύ των δύο πολιτικών ουδόλως δικαιολογεί τέτοιες διαχύσεις. Tο νόημα της χειρονομίας -εκ μέρους του γνωστού για την οξυδέρκειά του και την ευφράδεια με την οποία χειρίζεται ακόμα και τη γλώσσα των συμβόλων πρώην πρωθυπουργού- ήταν σαφές: "Ό,τι κι αν ισχυρίζεσαι, καθόμαστε στο ίδιο κλαδί, Βαγγέλη μου. Συνομήλικοι, αμφότεροι θεσσαλονικάρχες, δρομείς μεγάλων αποστάσεων... Μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια."
Ο Βενιζέλος πάγωσε. Του έριξε αμέσως έπειτα ένα σκαιό βλέμμα. Καλά έκανε. Ο Βενιζέλος έχει επανειλημμένα μιλήσει για αφανή εταίρο της κυβέρνησης Συριζανέλ. Θα αποτελούσε ασυνέπεια ολκής να ανταποκριθεί στην εγκαρδιότητα του Κώστα Καραμανλή.
Οι Έλληνες απεχθάνονται το παλαιό πολιτικό προσωπικό. Όσους διαχειρίστηκαν τις κοινές μας τύχες από το 1974 έως το 2015. Η αιτία είναι προφανής. Και δικαιολογημένη. Το "ancient regime", μολονότι πιστώνεται την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ύστερα από την πτώση της Χούντας, μολονότι ενέταξε τη χώρα στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ΟΝΕ, μολονότι εκτίναξε το κατά κεφαλήν εισόδημα και εξασφάλισε τρεισίμισι δεκαετίες ειρήνης και ηρεμίας, χρεώνεται -ως έγκλημα καθοσίωσης- την χρεοκοπία του κράτους. "Εμείς όχι μονάχα σάς ψηφίζαμε, όχι απλώς ανεχόμασταν τις αφεντομουτσουνάρες, τις -μεταφορικά μιλώντας- αλλαξοκωλιές σας, την υπερχειλίζουσα αλλαζονεία σας... Κάναμε συν τοις άλλοις τα στραβά μάτια στις εκδηλώσεις διαφθοράς σας. Διορίζοντάς μας, νομιμοποιώντας τα αυθαίρετά μας, παίρνατε συγχωροχάρτι για τον αδικαιολόγητο, προκλητικότατο πλουτισμό σας. Ακόμα περισσότερο: Σας είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη. Το μοναδικό που δεν διανοούμασταν είναι ότι θα ρίχνατε την πατρίδα στα βράχια."
Για το ποιός ακριβώς έριξε την πατρίδα στα βράχια οι απόψεις ερίζουν. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποφανθεί τελεσίδικα εάν το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας ήταν στρεβλό ήδη απ'τα 80'ς. Εάν ο Κώστας Σημίτης -με τις ρεμούλες που ανεχόταν ενώ ο ίδιος όμνυε στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας- μάς έβαλε στον κακό κατήφορο. Ή εάν ο Κώστας Καραμανλής στάθηκε όχι αναποτελεσματικός γιατρός αλλά -εξ'αμελείας έστω- δολοφόνος της εθνικής οικονομίας.
Εκείνο που αναμφίβολα μπορούμε σήμερα να κρίνουμε είναι η συμπεριφορά του παλαιού πολιτικού προσωπικού μετά τη χρεοκοπία του 2010.
Κάποιοι -μετανοώντας ειλικρινά ή προσχηματικά- ανασκουμπώθηκαν και αγωνίστηκαν να σώσουν την παρτίδα. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, βάσει περισσότερο των πεπραγμένων παρά της ρητορικής του, είναι η πιό χαρακτηριστική μεταξύ τους περίπτωση. Και ο Αντώνης Σαμαράς εξάλλου, κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του, μέχρι τον καλοκαιρινό ανασχηματισμό του 2014, έκανε ό,τι από το χέρι του περνούσε. Άφησε κατά μέρους εθνικόφρονες προκαταλήψεις και συνεργάστηκε μέχρι και με τη Δημάρ. Ξέχασε επιτέλους το Μακεδονικό και έπεσε με τα μούτρα στα κρίσιμα προβλήματα της καθημερινότητας. Πολλά πολλοί θα του καταλόγιζαν. Εκτός από δειλία. Εκτός από έγνοια για να σώσει το τομάρι του.
Κάποιοι άλλοι, γεννημένοι σαλτιμπάνγκοι, πήδηξαν στον αντιμνημονιακό συρμό. Θυμήθηκαν είτε επινόησαν αριστερές ρίζες. Λειχήνες, έλειχαν πρώτα την Νατάσσα Καραμανλή κι έπειτα, με τον ίδιο ακριβώς ενθουσιασμό, την Περιστέρα Τσίπρα. Εδώ και λίγο καιρό, προετοιμάζουν εργωδώς την καινούργια στροφή τους: Δηλώνουν απογοητευμένοι από τον Σύριζα. Προσεχώς φιλελεύθεροι.
Μιά ευάριθμη, τέλος, τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνους που επεδίωξαν να εξιλεωθούν δια της σιωπής. Όσους λούφαξαν ώσπου να περάσει η πρώτη μπόρα, διαπραγματεύτηκαν με τους νέους κρατούντες την πολιτική τους ασυλία, επένδυσαν στην ασθενική μνήμη και στην εύκολη συγγνώμη των Ελλήνων. Δεν τα κατάφεραν και άσχημα δηλώνοντας αθώοι του αίματος. Ήδη αξιοποιούνται ποικιλοτρόπως. Όχι σπανίως κουνάνε το δάκτυλο. Τσιμπάνε έστω μάγουλα.
Το γεγονός παραμένει. Οι πολίτες βδελύσσονται το παλαιό πολιτικό προσωπικό. Η κυβέρνηση Τσίπρα ποντάρει ακριβώς σε αυτό τους το συναίσθημα ώστε να εξασφαλίζει ανοχή παρά τις θλιβερές της επιδόσεις.
Προσωπικά δεν πιστεύω στη θεοφαγία. Τη θεωρώ εφηβική συμπεριφορά, ατελή κάθαρση. Δεν βλέπω ωστόσο για ποιό λόγο, ποιό ακριβώς κόστος φοβούμενος, θα πρέπει να επωμίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης επ'αόριστον τις ευθύνες άλλων. Να δικαιολογεί με μισή καρδιά την πενταετία 2004-2009. Να υπερασπίζεται ανθρώπους που ποτέ δεν τον υπερασπίστηκαν.
Μια ρήξη -ισχυρίζονται οι σώφρονες- στην καρδιά της παράταξής του θα είχε αλυσσιδωτές συνέπειες. Θα διασπούσε την Νέα Δημοκρατία εν αναμονή της επιστροφής της στα κυβερνητικά έδρανα.
Ας θυμηθούμε εντούτοις ότι η διαγραφή του κραταιού τότε Γιώργου Σουφλιά και του Στέφανου Μάνου, το 1998, κάθε άλλο παρά ξεφούσκωσε τα πανιά τού φρέσκου τότε στην ηγεσία Κώστα Καραμανλή. Ας θυμηθούμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1958, απαθής είδε τον Γεώργιο Ράλλη και τον Παναγή Παπαληγούρα -εκ των ακρογωνιαίων λίθων της ΕΡΕ- να τον εγκαταλείπουν, ακολουθούμενοι από δεκατρείς ακόμα βουλευτές. Επέστρεψαν εντίμως αργότερα.
Κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαχώρισε τη θέση του. Αρνήθηκε, με υποδειγματική παρρησία όσο και κοσμιότητα, να υπερψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο. Ας ολοκληρώσει τη χειραφέτησή του από ένα παρελθόν, το οποίο ούτε τον περιέχει ουσιαστικά ούτε τού χρησιμεύει σε τίποτα. Ας το τολμήσει. Μονάχα κερδισμένος θα βγει.-
Κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής, ο Κώστας Καραμανλής πλησίασε τον Ευάγγελο Βενιζέλο και, αντί άλλου χαιρετισμού, τον τσίμπησε στο μάγουλο. H σχέση μεταξύ των δύο πολιτικών ουδόλως δικαιολογεί τέτοιες διαχύσεις. Tο νόημα της χειρονομίας -εκ μέρους του γνωστού για την οξυδέρκειά του και την ευφράδεια με την οποία χειρίζεται ακόμα και τη γλώσσα των συμβόλων πρώην πρωθυπουργού- ήταν σαφές: "Ό,τι κι αν ισχυρίζεσαι, καθόμαστε στο ίδιο κλαδί, Βαγγέλη μου. Συνομήλικοι, αμφότεροι θεσσαλονικάρχες, δρομείς μεγάλων αποστάσεων... Μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια."
Ο Βενιζέλος πάγωσε. Του έριξε αμέσως έπειτα ένα σκαιό βλέμμα. Καλά έκανε. Ο Βενιζέλος έχει επανειλημμένα μιλήσει για αφανή εταίρο της κυβέρνησης Συριζανέλ. Θα αποτελούσε ασυνέπεια ολκής να ανταποκριθεί στην εγκαρδιότητα του Κώστα Καραμανλή.
Οι Έλληνες απεχθάνονται το παλαιό πολιτικό προσωπικό. Όσους διαχειρίστηκαν τις κοινές μας τύχες από το 1974 έως το 2015. Η αιτία είναι προφανής. Και δικαιολογημένη. Το "ancient regime", μολονότι πιστώνεται την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ύστερα από την πτώση της Χούντας, μολονότι ενέταξε τη χώρα στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ΟΝΕ, μολονότι εκτίναξε το κατά κεφαλήν εισόδημα και εξασφάλισε τρεισίμισι δεκαετίες ειρήνης και ηρεμίας, χρεώνεται -ως έγκλημα καθοσίωσης- την χρεοκοπία του κράτους. "Εμείς όχι μονάχα σάς ψηφίζαμε, όχι απλώς ανεχόμασταν τις αφεντομουτσουνάρες, τις -μεταφορικά μιλώντας- αλλαξοκωλιές σας, την υπερχειλίζουσα αλλαζονεία σας... Κάναμε συν τοις άλλοις τα στραβά μάτια στις εκδηλώσεις διαφθοράς σας. Διορίζοντάς μας, νομιμοποιώντας τα αυθαίρετά μας, παίρνατε συγχωροχάρτι για τον αδικαιολόγητο, προκλητικότατο πλουτισμό σας. Ακόμα περισσότερο: Σας είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη. Το μοναδικό που δεν διανοούμασταν είναι ότι θα ρίχνατε την πατρίδα στα βράχια."
Για το ποιός ακριβώς έριξε την πατρίδα στα βράχια οι απόψεις ερίζουν. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποφανθεί τελεσίδικα εάν το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας ήταν στρεβλό ήδη απ'τα 80'ς. Εάν ο Κώστας Σημίτης -με τις ρεμούλες που ανεχόταν ενώ ο ίδιος όμνυε στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας- μάς έβαλε στον κακό κατήφορο. Ή εάν ο Κώστας Καραμανλής στάθηκε όχι αναποτελεσματικός γιατρός αλλά -εξ'αμελείας έστω- δολοφόνος της εθνικής οικονομίας.
Εκείνο που αναμφίβολα μπορούμε σήμερα να κρίνουμε είναι η συμπεριφορά του παλαιού πολιτικού προσωπικού μετά τη χρεοκοπία του 2010.
Κάποιοι -μετανοώντας ειλικρινά ή προσχηματικά- ανασκουμπώθηκαν και αγωνίστηκαν να σώσουν την παρτίδα. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, βάσει περισσότερο των πεπραγμένων παρά της ρητορικής του, είναι η πιό χαρακτηριστική μεταξύ τους περίπτωση. Και ο Αντώνης Σαμαράς εξάλλου, κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του, μέχρι τον καλοκαιρινό ανασχηματισμό του 2014, έκανε ό,τι από το χέρι του περνούσε. Άφησε κατά μέρους εθνικόφρονες προκαταλήψεις και συνεργάστηκε μέχρι και με τη Δημάρ. Ξέχασε επιτέλους το Μακεδονικό και έπεσε με τα μούτρα στα κρίσιμα προβλήματα της καθημερινότητας. Πολλά πολλοί θα του καταλόγιζαν. Εκτός από δειλία. Εκτός από έγνοια για να σώσει το τομάρι του.
Κάποιοι άλλοι, γεννημένοι σαλτιμπάνγκοι, πήδηξαν στον αντιμνημονιακό συρμό. Θυμήθηκαν είτε επινόησαν αριστερές ρίζες. Λειχήνες, έλειχαν πρώτα την Νατάσσα Καραμανλή κι έπειτα, με τον ίδιο ακριβώς ενθουσιασμό, την Περιστέρα Τσίπρα. Εδώ και λίγο καιρό, προετοιμάζουν εργωδώς την καινούργια στροφή τους: Δηλώνουν απογοητευμένοι από τον Σύριζα. Προσεχώς φιλελεύθεροι.
Μιά ευάριθμη, τέλος, τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνους που επεδίωξαν να εξιλεωθούν δια της σιωπής. Όσους λούφαξαν ώσπου να περάσει η πρώτη μπόρα, διαπραγματεύτηκαν με τους νέους κρατούντες την πολιτική τους ασυλία, επένδυσαν στην ασθενική μνήμη και στην εύκολη συγγνώμη των Ελλήνων. Δεν τα κατάφεραν και άσχημα δηλώνοντας αθώοι του αίματος. Ήδη αξιοποιούνται ποικιλοτρόπως. Όχι σπανίως κουνάνε το δάκτυλο. Τσιμπάνε έστω μάγουλα.
Το γεγονός παραμένει. Οι πολίτες βδελύσσονται το παλαιό πολιτικό προσωπικό. Η κυβέρνηση Τσίπρα ποντάρει ακριβώς σε αυτό τους το συναίσθημα ώστε να εξασφαλίζει ανοχή παρά τις θλιβερές της επιδόσεις.
Προσωπικά δεν πιστεύω στη θεοφαγία. Τη θεωρώ εφηβική συμπεριφορά, ατελή κάθαρση. Δεν βλέπω ωστόσο για ποιό λόγο, ποιό ακριβώς κόστος φοβούμενος, θα πρέπει να επωμίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης επ'αόριστον τις ευθύνες άλλων. Να δικαιολογεί με μισή καρδιά την πενταετία 2004-2009. Να υπερασπίζεται ανθρώπους που ποτέ δεν τον υπερασπίστηκαν.
Μια ρήξη -ισχυρίζονται οι σώφρονες- στην καρδιά της παράταξής του θα είχε αλυσσιδωτές συνέπειες. Θα διασπούσε την Νέα Δημοκρατία εν αναμονή της επιστροφής της στα κυβερνητικά έδρανα.
Ας θυμηθούμε εντούτοις ότι η διαγραφή του κραταιού τότε Γιώργου Σουφλιά και του Στέφανου Μάνου, το 1998, κάθε άλλο παρά ξεφούσκωσε τα πανιά τού φρέσκου τότε στην ηγεσία Κώστα Καραμανλή. Ας θυμηθούμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1958, απαθής είδε τον Γεώργιο Ράλλη και τον Παναγή Παπαληγούρα -εκ των ακρογωνιαίων λίθων της ΕΡΕ- να τον εγκαταλείπουν, ακολουθούμενοι από δεκατρείς ακόμα βουλευτές. Επέστρεψαν εντίμως αργότερα.
Κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαχώρισε τη θέση του. Αρνήθηκε, με υποδειγματική παρρησία όσο και κοσμιότητα, να υπερψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο. Ας ολοκληρώσει τη χειραφέτησή του από ένα παρελθόν, το οποίο ούτε τον περιέχει ουσιαστικά ούτε τού χρησιμεύει σε τίποτα. Ας το τολμήσει. Μονάχα κερδισμένος θα βγει.-
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση