Ένα αξιοπρεπές κομπόδεμα, παρά τα… κουτσουρεμένα εισοδήματα, μπορούν να φτιάξουν τα νοικοκυριά, εάν αποφασίσουν να αλλάξουν ή να διακόψου...
Ένα αξιοπρεπές κομπόδεμα, παρά τα… κουτσουρεμένα εισοδήματα, μπορούν να φτιάξουν τα νοικοκυριά, εάν αποφασίσουν να αλλάξουν ή να διακόψουν συνήθειες, οι οποίες αποδεδειγμένα «φουσκώνουν» το λογαριασμό στο τέλος του μήνα.
Είτε πρόκειται για περιστασιακές είτε για βαθιά ριζωμένες συνήθειες, το κόστος τους επιβαρύνει σημαντικά το μηνιαίο προϋπολογισμό, καθιστώντας απαγορευτική την όποια προσπάθεια αποταμίευσης.
Αυτοκίνητο: Με τη μέση τιμή της αμόλυβδης να κινείται πέριξ του 1,5 ευρώ το λίτρο ήδη από την αρχή του έτους και τη φορολογία στα καύσιμα να… καίει, ολοένα και περισσότεροι Ελληνες αναγκάζονται να θέσουν το αυτοκίνητό τους σε ακινησία. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Corriere della sera», μάλιστα, η Ελλάδα έχει την τρίτη πιο ακριβή βενζίνη μεταξύ 29 χωρών (των 28 της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ελβετίας), με το κόστος να διαμορφώνεται σε 75,8 ευρώ για 50 λίτρα βενζίνης (1,516 ευρώ το λίτρο). Από αυτό το ποσό, δε, τα 50,2 ευρώ αντιστοιχούν σε φόρους και τα υπόλοιπα 25,6 ευρώ σε καθαρή ύλη. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Το αντίτιμο για μία μηνιαία κάρτα απεριόριστων διαδρομών, άλλωστε, είναι χαμηλότερο από το κόστος βενζίνης (30 ευρώ έναντι περίπου 60 ευρώ το μήνα).
Εξοικονόμηση: 30 ευρώ.
Καφές: Σε… είδος πολυτελείας μετατράπηκε ήδη από την 1η Ιανουαρίου ακόμη μία αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων, ο καφές. Ειδικότερα, με την αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) η τιμή του ως πρώτη ύλη εκτοξεύτηκε, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις -όπως εκείνη του ωμού καφέ- η επιπλέον φορολόγηση ισοδυναμεί με διπλασιασμό του κόστους. «Η επιβάρυνση ανά κιλό για αγορά από το ράφι (σούπερ μάρκετ, καφεκοπτείο) κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε ποσοστό περί το 25%, ενώ το “καπέλο” στον κάθε καφέ, που αγοράζουμε στα καταστήματα εστίασης, ανέρχεται στα επίπεδα του 0,10 ευρώ», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς. Εν προκειμένω, με το μέσο κόστος ενός καφέ take away να υπολογίζεται σε 1,50 ευρώ, ο καταναλωτής θα μπορούσε να γλιτώσει περί τα 45 ευρώ το μήνα εάν απλά προμηθευόταν καφέ από το σπίτι.
Εξοικονόμηση: 45 ευρώ.
Φαγητό: Την τελευταία πενταετία όλο και μεγαλύτερο ποσοστό Ελλήνων δηλώνει ότι αποφεύγει να παραγγέλνει φαγητό απ’ έξω και προτιμά να μαγειρέψει στο σπίτι. Πρόκειται για μία επιλογή, που, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), έχει προκληθεί κυρίως από το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Ο μέσος καταναλωτής, δε, από τα επτά εβδομαδιαία βασικά γεύματα φέρεται να πραγματοποιεί τα έξι εντός και μόλις ένα εκτός σπιτιού. Στο πλαίσιο αυτό και με το κόστος ανά παραγγελία να υπολογίζεται σε πέντε ευρώ, το delivery κοστίζει σχεδόν 25 ευρώ το μήνα.
Εξοικονόμηση: 25 ευρώ.
Τσιγάρο: Πιο… βαρύ έγινε το τσιγάρο από τις αρχές του 2017, ως συνέπεια της απόφασης της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέα αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα καπνού. Οπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, τα τσιγάρα αποτελούν πλέον το πιο φορολογημένο προϊόν στη χώρα, ξεπερνώντας ακόμη και τη βενζίνη, καθώς ο φόρος φθάνει σήμερα το 90% της λιανικής τιμής. Ενδεικτικά, για κάθε ένα ευρώ που πληρώνει ένας καταναλωτής, τα 90 λεπτά πηγαίνουν στο κράτος (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και μόλις 10 λεπτά σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα (καλλιεργητές, μεταποιητές, βιομηχανίες, διανομείς και λιανέμπορους). Πρακτικά, για κάποιον που καπνίζει δύο πακέτα την ημέρα, το κόστος αγγίζει τα 240 ευρώ το μήνα. Στον αντίποδα, εάν αρκεστεί σε μόλις ένα πακέτο, τότε αυτομάτως τα οκτώ ευρώ ημερησίως μένουν στην τσέπη του.
Εξοικονόμηση: 120 ευρώ.
Αποθήκευση: Οι Ελληνες έχουν τη συνήθεια να αποθηκεύουν τα πάντα, από ρούχα, τα οποία είναι σχεδόν καινούργια, μέχρι έπιπλα. Στο Διαδίκτυο, υπάρχουν δεκάδες σελίδες, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να πουλήσει ό,τι δεν χρειάζεται, συνδυάζοντας το τερπνόν (καλύτερη οργάνωση του σπιτιού) μετά του ωφελίμου (έξτρα χρήματα). Ενδεικτικά, το «Swap», ένα κατάστημα με designer second hand ρούχα, τσάντες και αξεσουάρ, δίνει έως και το 50% της τιμής, στην οποία θα πωληθεί το εκάστοτε αντικείμενο. Ο μέσος χρόνος για την πώληση μίας τσάντας, για παράδειγμα, είναι μεταξύ τριών εβδομάδων και τριών μηνών, ενώ σε περίπτωση που ένα προϊόν δεν πωληθεί σε περισσότερους από τέσσερις μήνες, τότε οι διαχειριστές της σελίδας επικοινωνούν με τον κάτοχο, προκειμένου να τεθούν επί τάπητος νέοι όροι πώλησης.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος
Είτε πρόκειται για περιστασιακές είτε για βαθιά ριζωμένες συνήθειες, το κόστος τους επιβαρύνει σημαντικά το μηνιαίο προϋπολογισμό, καθιστώντας απαγορευτική την όποια προσπάθεια αποταμίευσης.
Αυτοκίνητο: Με τη μέση τιμή της αμόλυβδης να κινείται πέριξ του 1,5 ευρώ το λίτρο ήδη από την αρχή του έτους και τη φορολογία στα καύσιμα να… καίει, ολοένα και περισσότεροι Ελληνες αναγκάζονται να θέσουν το αυτοκίνητό τους σε ακινησία. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Corriere della sera», μάλιστα, η Ελλάδα έχει την τρίτη πιο ακριβή βενζίνη μεταξύ 29 χωρών (των 28 της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ελβετίας), με το κόστος να διαμορφώνεται σε 75,8 ευρώ για 50 λίτρα βενζίνης (1,516 ευρώ το λίτρο). Από αυτό το ποσό, δε, τα 50,2 ευρώ αντιστοιχούν σε φόρους και τα υπόλοιπα 25,6 ευρώ σε καθαρή ύλη. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Το αντίτιμο για μία μηνιαία κάρτα απεριόριστων διαδρομών, άλλωστε, είναι χαμηλότερο από το κόστος βενζίνης (30 ευρώ έναντι περίπου 60 ευρώ το μήνα).
Εξοικονόμηση: 30 ευρώ.
Καφές: Σε… είδος πολυτελείας μετατράπηκε ήδη από την 1η Ιανουαρίου ακόμη μία αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων, ο καφές. Ειδικότερα, με την αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) η τιμή του ως πρώτη ύλη εκτοξεύτηκε, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις -όπως εκείνη του ωμού καφέ- η επιπλέον φορολόγηση ισοδυναμεί με διπλασιασμό του κόστους. «Η επιβάρυνση ανά κιλό για αγορά από το ράφι (σούπερ μάρκετ, καφεκοπτείο) κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε ποσοστό περί το 25%, ενώ το “καπέλο” στον κάθε καφέ, που αγοράζουμε στα καταστήματα εστίασης, ανέρχεται στα επίπεδα του 0,10 ευρώ», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς. Εν προκειμένω, με το μέσο κόστος ενός καφέ take away να υπολογίζεται σε 1,50 ευρώ, ο καταναλωτής θα μπορούσε να γλιτώσει περί τα 45 ευρώ το μήνα εάν απλά προμηθευόταν καφέ από το σπίτι.
Εξοικονόμηση: 45 ευρώ.
Φαγητό: Την τελευταία πενταετία όλο και μεγαλύτερο ποσοστό Ελλήνων δηλώνει ότι αποφεύγει να παραγγέλνει φαγητό απ’ έξω και προτιμά να μαγειρέψει στο σπίτι. Πρόκειται για μία επιλογή, που, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), έχει προκληθεί κυρίως από το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Ο μέσος καταναλωτής, δε, από τα επτά εβδομαδιαία βασικά γεύματα φέρεται να πραγματοποιεί τα έξι εντός και μόλις ένα εκτός σπιτιού. Στο πλαίσιο αυτό και με το κόστος ανά παραγγελία να υπολογίζεται σε πέντε ευρώ, το delivery κοστίζει σχεδόν 25 ευρώ το μήνα.
Εξοικονόμηση: 25 ευρώ.
Τσιγάρο: Πιο… βαρύ έγινε το τσιγάρο από τις αρχές του 2017, ως συνέπεια της απόφασης της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέα αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε όλα τα προϊόντα καπνού. Οπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, τα τσιγάρα αποτελούν πλέον το πιο φορολογημένο προϊόν στη χώρα, ξεπερνώντας ακόμη και τη βενζίνη, καθώς ο φόρος φθάνει σήμερα το 90% της λιανικής τιμής. Ενδεικτικά, για κάθε ένα ευρώ που πληρώνει ένας καταναλωτής, τα 90 λεπτά πηγαίνουν στο κράτος (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και μόλις 10 λεπτά σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα (καλλιεργητές, μεταποιητές, βιομηχανίες, διανομείς και λιανέμπορους). Πρακτικά, για κάποιον που καπνίζει δύο πακέτα την ημέρα, το κόστος αγγίζει τα 240 ευρώ το μήνα. Στον αντίποδα, εάν αρκεστεί σε μόλις ένα πακέτο, τότε αυτομάτως τα οκτώ ευρώ ημερησίως μένουν στην τσέπη του.
Εξοικονόμηση: 120 ευρώ.
Αποθήκευση: Οι Ελληνες έχουν τη συνήθεια να αποθηκεύουν τα πάντα, από ρούχα, τα οποία είναι σχεδόν καινούργια, μέχρι έπιπλα. Στο Διαδίκτυο, υπάρχουν δεκάδες σελίδες, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να πουλήσει ό,τι δεν χρειάζεται, συνδυάζοντας το τερπνόν (καλύτερη οργάνωση του σπιτιού) μετά του ωφελίμου (έξτρα χρήματα). Ενδεικτικά, το «Swap», ένα κατάστημα με designer second hand ρούχα, τσάντες και αξεσουάρ, δίνει έως και το 50% της τιμής, στην οποία θα πωληθεί το εκάστοτε αντικείμενο. Ο μέσος χρόνος για την πώληση μίας τσάντας, για παράδειγμα, είναι μεταξύ τριών εβδομάδων και τριών μηνών, ενώ σε περίπτωση που ένα προϊόν δεν πωληθεί σε περισσότερους από τέσσερις μήνες, τότε οι διαχειριστές της σελίδας επικοινωνούν με τον κάτοχο, προκειμένου να τεθούν επί τάπητος νέοι όροι πώλησης.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση