ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗ Ένα από τα πιο δυνατά θεατρικά«δώρα»που έλαβα τον χειμώνα ήταν το συναρπαστικό «Γκιάκ» που ...
Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗ
Ένα από τα πιο δυνατά θεατρικά«δώρα»που έλαβα τον χειμώνα ήταν το συναρπαστικό «Γκιάκ» που φιλοξενεί το Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη.Είχα ήδη νιώσει μέθεξη παρακολουθώντας τα θεϊκά «Ανεμοδαρμένα ύψη»του παραγωγικού Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας και το νέο «δώρο»με καθήλωσε,με συγκλόνισε, με συντάραξε τόσο που δύο εβδομάδες μετά από το σούρουπο που το είδα,με ακολουθεί και θα με ακολουθεί για χρόνια.Η Γεωργία Μαυραγάνη μετέφερε με οίστρο στη σκηνή τη συλλογή έξοχων διηγημάτων του καίριου Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιάκ».Δυνατή η διασκευή που έκανε και εμπνευσμένος ο τρόπος που «φώτισε»τις ιστορίες αλλά και που κίνησε τους εξαίρετους ηθοποιούς της. Τι ομαδάρα είναι αυτή;Τι χημεία!Τι δέσιμο –ψυχής.Τι αλήθεια.Τι «κέντημα»έφτιαξαν οι θαυμάσιοι Άννη Τσολακίδου, Εμμανουήλ Κοντός,Νικόλαος Κουσούλης,Εμμανουέλα Μαγκώνη,Δημήτρης Μορφακίδης,Μιχάλης Σιώνας και Ιωάννα Δεμερτζίδου.Ένας και ένας.Επτά Πρωταγωνιστές.Ο καθένας ένα δεξιοτεχνικά καλοκουρδισμένο «όργανο»κι όλοι μαζί ένα κουαρτέτο αξιοζήλευτο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον-θα ήταν άδικο για τους υπόλοιπους.Στιγμές-στιγμές έβλεπα ένα απ’αυτούς να καταθέτει ψυχή κι αλήθεια και έλεγα «αυτός-ή είναι ο καλύτερος-η»και δύο λεπτά μετά, ερχόταν ο επόμενος-η και άλλαζα γνώμη. Που κατέληξα;Στο Και οι επτά είναι υπέροχοι και άξιοι για γερό εύγε.
ΟΛΑ γίνονται σε ένα τραπέζι επιστροφής - γυρισμού, σε μια γιορτή «ένωσης» όπου ξετυλίγονται οι ιστορίες των συνδαιτυμόνων του, δηλαδή οι ιστορίες του Γκιακ. Γκιακ σημαίνει στα αρβανίτικα αίμα, συγγένεια εξ αίματος, βεντέτα, αντεκδίκηση και φυλή. Οι πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών, αρβανίτες από τα χωριά της Λοκρίδας, έχουν πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία κι έχουν όλοι βιώσει το βίαιο τραύμα του πολέμου και της μάχης. Όταν πια επιστρέφουν στον τόπο τους δεν είναι οι ίδιοι. Συγκρούονται με τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας που τους άνδρωσε και κλονίζονται βαθιά, καθώς τίποτα πια στη θέαση του γύρω τους κόσμου δεν είναι το ίδιο. Με έναν τραχύ λαϊκό και έντονα προφορικό λόγο,εκμυστηρεύονται τις ιστορίες τους και μας κάνουν κοινωνούς των ηθικών και ψυχικών τους διλημμάτων, μεταφέροντας ταυτόχρονα με το δικό τους προσωπικό «ντοκουμέντο» τη βίαιη μεταμόρφωση όλου του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Συνταρακτική η σύλληψη για τα διηγήματα αυτά, έξοχος ο τρόπος που «ανεβαίνουν»στην σκηνή σε ένα λιτότατο σκηνικό-οι «μεταμορφώσεις»του τραπεζιού και τα σακιά με το χώμα που «λούζουν» τους ήρωες φτιάχνουν μαγικές εικόνες- συγκινητικός ο τρόπος που ερμηνεύονται από τους πρωταγωνιστές της παράστασης που οφείλει να «κατηφορίσει»στην Αθήνα για να «κλέψει» και το εδώ κοινό. Ως τότε θεωρώ σημαντικό ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης ... σπάει πόρτες στο θέατρο και αποθεώνει με συνεχείς αυλαίες και δυνατό μπράβο τους συντελεστές της. Ξεχωριστά εύσημα αξίζει η Άρτεμις Φλέσσα για τα σκηνικά της,ο Τάσος Παλαιορούτας για τους εξαιρετικούς φωτισμούς του, ο Μιχάλης Σιώνας για την σπουδαία μουσική σύνθεσή του. Μια παράσταση που «πυρπολεί»είναι το «Γκιακ»- που πυρπολεί τους θεατές της, όπως οι ηθοποιοί βάζουν φωτιά στα μικρά, χάρτινα σπιτάκια που’ ναι πάνω στο τραπέζι για να δώσουν την εικόνα του χωριού που καίγεται και κάθονται να τα κοιτούν με δάκρια στα μάτια, ανάλογα με τα δικά μας δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση