Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος. Η περίοδός του Χριστουγέννων και ο ερχομός του νέου έτους μας δημιουργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας και την ...
Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος.
Η περίοδός του Χριστουγέννων και ο ερχομός του νέου έτους μας δημιουργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας και την προσμονή χαρμόσυνων ειδήσεων. Ανοησίες. Τα πράγματα είναι άσχημα και θα χειροτερέψουν πολύ περισσότερο. «Όχι μόνο δεν υπάρχει φως το τούνελ, δεν υπάρχει καν τούνελ.» Η ιδέα της ελεύθερης πτώσης μας ταιριάζει περισσότερο από κάθε τι άλλο, μιας και περιγράφει επακριβώς την έφοδο μας σε νέα παρακμιακά χαμηλά.
Αν κάτι μάθαμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι ότι η αλήθεια είναι κάτι δύσκολο, δύσπεπτο, συχνά ακατανόητο, επονείδιστο και επαχθές. Ποιος θα θυμάται άραγε την μακρινή εποχή, τότε το 2009, που η ελληνική οικονομία ήταν θωρακισμένη; Τότε που η Ελλάδα, όπως μας ενημέρωνε η έγκυρη και έγκριτη δημοσιογραφία, θα απόφευγε τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης γιατί ήταν ουσιαστικά μια οικονομία φούσκα. Ναι αυτή ήταν η διατύπωση, είμαστε φούσκα, και η φούσκα είναι αέρας, και ο αέρας αντέχει τα μποφόρ του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Αυτό ήταν το επίπεδο της ανάλυσης.
Και δεν θα είχαμε χάψει σαν αφρικανικοί κροκόδειλοι τις φαντασιώσεις της ήπιας προσαρμογής αν πρώτα δεν είχαμε αγοράσει με το κιλό το εκσυγχρονιστικό μπετόν αρμέ Σημίτη. Ήταν η εποχή που όλη η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε έναν Αμαζόνιο δημοσίων έργων, ή, τουλάχιστον μακέτες δημοσίων έργων. Μπορεί όσες υγιείς ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν επιβιώσει την δεκαετία του 80 να αρχίζουν να κλείνουν και να φεύγουν, αλλά τι μας ενδιέφερε αυτό εμάς, εφόσον πάντα υπήρχε η θαλπωρή του ολοένα και αυξανόμενου δημόσιου τομέα.
Όταν μέσα στην δεκαετία του 80 τριπλασιάσαμε το χρέος της Ελλάδας ήταν από μια ιδιάζουσα αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Έπρεπε λέει, να λαδώσει το άντερο και της άλλης Ελλάδας που είχε χάσει στον εμφύλιο. Έτσι οι ιθύνοντες της εποχής αποφάσισαν να φορτώσουν με χρέη τις επόμενες γενιές, για να ικανοποιήσουν το αίσθημα του αδικημένου, στην πιο άχρηστη και καταστροφική γενιά που έχει δει η Ελλάδα, αυτή του Πολυτεχνείου. Τα αποτελέσματα αυτής της όχι και τόσο κοινωνικής πολιτικής τα βλέπουμε τώρα στους λογαριασμούς του ΕΝΦΙΑ, αλλά και στα πόθεν έσχες της μαχόμενης αριστεράς που δημοσιεύτηκαν αυτές τις ημέρες.
«Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», ναι, αλλά όπως είπαμε η αλήθεια είναι κάτι δύσκολο, δύσπεπτο, συχνά ακατανόητο, επονείδιστο και επαχθές. Ένα έθνος δικαιούται να είναι σοσιαλιστικό, και κοινωνικά ευαίσθητο, και να ανοίγει τις αγκάλες στους απανταχού λαθρομετανάστες, και να κατανοεί κάθε θέμα ως μια δακρύβρεχτη και ψυχοπονιάρα τηλεοπτική εκπομπή. Ναι τα δικαιούται όλα αυτά. Αυτό που δεν δικαιούται είναι να πιστεύει όλα τα παραπάνω και ταυτόχρονα να θέλει να είναι και αισιόδοξο. Και η αισιοδοξία έχει τις προϋποθέσεις της.
Η περίοδός του Χριστουγέννων και ο ερχομός του νέου έτους μας δημιουργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας και την προσμονή χαρμόσυνων ειδήσεων. Ανοησίες. Τα πράγματα είναι άσχημα και θα χειροτερέψουν πολύ περισσότερο. «Όχι μόνο δεν υπάρχει φως το τούνελ, δεν υπάρχει καν τούνελ.» Η ιδέα της ελεύθερης πτώσης μας ταιριάζει περισσότερο από κάθε τι άλλο, μιας και περιγράφει επακριβώς την έφοδο μας σε νέα παρακμιακά χαμηλά.
Αν κάτι μάθαμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι ότι η αλήθεια είναι κάτι δύσκολο, δύσπεπτο, συχνά ακατανόητο, επονείδιστο και επαχθές. Ποιος θα θυμάται άραγε την μακρινή εποχή, τότε το 2009, που η ελληνική οικονομία ήταν θωρακισμένη; Τότε που η Ελλάδα, όπως μας ενημέρωνε η έγκυρη και έγκριτη δημοσιογραφία, θα απόφευγε τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης γιατί ήταν ουσιαστικά μια οικονομία φούσκα. Ναι αυτή ήταν η διατύπωση, είμαστε φούσκα, και η φούσκα είναι αέρας, και ο αέρας αντέχει τα μποφόρ του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Αυτό ήταν το επίπεδο της ανάλυσης.
Και δεν θα είχαμε χάψει σαν αφρικανικοί κροκόδειλοι τις φαντασιώσεις της ήπιας προσαρμογής αν πρώτα δεν είχαμε αγοράσει με το κιλό το εκσυγχρονιστικό μπετόν αρμέ Σημίτη. Ήταν η εποχή που όλη η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε έναν Αμαζόνιο δημοσίων έργων, ή, τουλάχιστον μακέτες δημοσίων έργων. Μπορεί όσες υγιείς ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν επιβιώσει την δεκαετία του 80 να αρχίζουν να κλείνουν και να φεύγουν, αλλά τι μας ενδιέφερε αυτό εμάς, εφόσον πάντα υπήρχε η θαλπωρή του ολοένα και αυξανόμενου δημόσιου τομέα.
Όταν μέσα στην δεκαετία του 80 τριπλασιάσαμε το χρέος της Ελλάδας ήταν από μια ιδιάζουσα αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Έπρεπε λέει, να λαδώσει το άντερο και της άλλης Ελλάδας που είχε χάσει στον εμφύλιο. Έτσι οι ιθύνοντες της εποχής αποφάσισαν να φορτώσουν με χρέη τις επόμενες γενιές, για να ικανοποιήσουν το αίσθημα του αδικημένου, στην πιο άχρηστη και καταστροφική γενιά που έχει δει η Ελλάδα, αυτή του Πολυτεχνείου. Τα αποτελέσματα αυτής της όχι και τόσο κοινωνικής πολιτικής τα βλέπουμε τώρα στους λογαριασμούς του ΕΝΦΙΑ, αλλά και στα πόθεν έσχες της μαχόμενης αριστεράς που δημοσιεύτηκαν αυτές τις ημέρες.
«Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», ναι, αλλά όπως είπαμε η αλήθεια είναι κάτι δύσκολο, δύσπεπτο, συχνά ακατανόητο, επονείδιστο και επαχθές. Ένα έθνος δικαιούται να είναι σοσιαλιστικό, και κοινωνικά ευαίσθητο, και να ανοίγει τις αγκάλες στους απανταχού λαθρομετανάστες, και να κατανοεί κάθε θέμα ως μια δακρύβρεχτη και ψυχοπονιάρα τηλεοπτική εκπομπή. Ναι τα δικαιούται όλα αυτά. Αυτό που δεν δικαιούται είναι να πιστεύει όλα τα παραπάνω και ταυτόχρονα να θέλει να είναι και αισιόδοξο. Και η αισιοδοξία έχει τις προϋποθέσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση