Από τον Νάσο Τσαγκανέλη. Η ιστορική φράση του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τους δικαστές του πρώτου Συμβουλίου Επικρατείας Κοιτά...
Από τον Νάσο Τσαγκανέλη.
Η ιστορική φράση του Ελευθερίου Βενιζέλου
προς τους δικαστές
του πρώτου Συμβουλίου Επικρατείας
Κοιτάξτε –και ανατριχιάστε- τη ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΑΟΣ που έχει ο Ηγέτης από τους ηγετίσκους…
Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Τον «ένοπλο σωματοφύλακα» Δικαιοσύνης.
Τον προστάτη του πολίτη απέναντι και στους αυταρχισμούς του κράτους.
Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Ελλάδας την ιστορική ημέρα έναρξης της λειτουργίας του νέου Ανώτατου Δικαστηρίου…
Κάλεσε τους δικαστές ΝΑ ΑΚΥΡΩΝΟΥΝ τις άδικες πράξεις και της δικής του κυβέρνησης.
Γιατί έτσι, όπως προειδοποίησε, «θα εμπεδωθεί στους πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος δικαίου».
Και συνέχισε τις βροντώδεις φράσεις νουθεσίας που έγραψαν ιστορία.
Τους τόνισε:
«…Βέβαια δεν σας υπόσχομαι ότι η κυβέρνησις εκ προθέσεως θα διαπράξη παρανομίαν διά να σας δώση την ευκαιρίαν ν’ ακυρώσητε την πράξιν της και την επαναφέρητε εις την τάξιν.
Άλλωστε αν η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, η λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή ίσως περισσοτέρας προσοχής εκ μέρους των κυβερνώντων όπως αποφεύγουν παρανόμους πράξεις.
Αλλ’ όσην προσοχήν και αν δείξωμεν είναι ανθρώπινον να υποπέσωμεν και εις παρανόμους ενεργείας.
Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανομίαν και έλθη το συμβούλιον της επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του συμβουλίου της επικρατείας, διότι υπενθύμισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή».
Απαντώντας κατά την ομιλία του ο πρώτος Πρόεδρος του Συμβουλίου Κων. Ρακτιβάν είπε μεταξύ των άλλων:
«Είναι επισήμως ήδη δεδηλωμένον ότι προς τον… θεσμόν του Συμβουλίου της Επικρατείας συνδέεται η πλήρης εξασφάλισις της νομιμότητος εν ταις ενεργείαις της Διοικήσεως, υπό την διπλήν όψιν της προλήψεως υπερβασιών και της καταστολής ενδεχομένων τοιούτων.
Ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός λίαν ευγλώττως και εν δυσυπερβλήτω λαγωνισμώ συνοψίζεται εις την φράσιν: «να καταστήσωμεν την ημετέραν χώραν κράτος δικαίου» η «πολιτείαν δικαίου», ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Διοίκησιν».
Το 1969 καθοδηγούμενο από τον πρόεδρό του Μιχαήλ Στασινόπουλο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε, παρά τις προκλητικές πιέσεις και απειλές των δικτατόρων, τις απολύσεις των δικαστικών λειτουργών, κρίνοντας ότι με το ν’ απολυθούν χωρίς να υπάρχει προηγούμενη ακρόασή τους παραβιάσθηκε γενική αρχή του δικαίου, η οποία εγγυάται το δικαίωμα υπεράσπισης ενώπιον των διοικητικών αρχών.
Ετσι πήραν τη θέση τους στην πολιτική και νομική μας ιστορία οι αποφάσεις ΣτΕ 1811-1831/1969, το κρισιμότερο σκεπτικό των οποίων έχει ως ακολούθως:
«Επειδή το δικαίωμα ακροάσεως παντός κρινομένου προσώπου αποτελεί γενικωτέραν και θεμελιώδη αρχήν του δικαίου, διασφαλίζουσαν το στοιχειώδες δικαίωμα της υπερασπίσεως και εφαρμοστέαν εν πάση ευνομουμένη Πολιτεία.. .».
Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή:
μετά την έκδοση των ιστορικών αυτών αποφάσεων, οι οποίες εκτός από νομικό μνημείο συνιστούν και κορυφαία πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος απολύθηκε από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Για να φθάσουμε στην περασμένη Παρασκευή όπου με ανακοίνωση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ενημερωθήκαμε ότι ματαιώθηκε η προγραμματισθείσα διάσκεψη για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών «εν όψει του κλίματος το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες μέρες».
Πέραν από τον προβληματισμό και την ανησυχία γι’ αυτή την εξέλιξη ένα είναι σίγουρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο έπρεπε να είχε αποφανθεί επί της συνταγματικότητας ή μη του νόμου Παππά πριν ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός «φιάσκο».
Ελπίζουμε ότι το Δικαστήριο θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα δικάσει την ουσία της υπόθεσης το συντομότερο δυνατό.
Η εκκρεμότητα αυτή έχει τραυματίσει το κύρος των θεσμών. Καμία άλλη καθυστέρηση δεν επιτρέπεται.
Η Δικαιοσύνη πρώτη οφείλει να διαφυλάξει το κύρος της.
Η αυτονόητη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απέναντι στην εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να τίθεται σε διακινδύνευση.
Αλλά οι πρωτοφανείς ενέργειες του προέδρου προκάλεσαν ισχυρές αναταράξεις. Δύο ηχηρές παραιτήσεις αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας από την Ενωση των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι έθεσαν ζητήματα μείζονος θεσμικής σπουδαιότητας για τη ματαίωση της Ολομέλειας για τις τηλεοπτικές άδειες, διαμορφώνεται κλίμα μέσα στους κόλπους των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών που ανάλογο δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν.
Η κίνηση των δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ, Αικατερίνης Σακελλαροπούλου και Χρήστου Ράμμου, να παραιτηθούν από την ένωσή τους και να καταγγείλουν εγγράφως τις διαδικασίες ματαίωσης της Ολομέλειας για τις τηλεοπτικές άδειες από τον πρόεδρο του δικαστηρίου Νίκο Σακελλαρίου, αλλά και την ένωση για την υποστηρικτική ανακοίνωση που εξέδωσε, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα στο δικαστήριο.
Και οι δύο αντιπρόεδροι στις επιστολές τους ασκούν δριμεία κριτική στον πρόεδρο του ΣτΕ για το ότι ματαίωσε, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή, την Ολομέλεια του δικαστηρίου επικαλούμενος «το κλίμα» που είχε διαμορφωθεί τις τελευταίες ημέρες «από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις».
Στις επιστολές τους χαρακτηρίζουν την εν λόγω ενέργεια «πρωτοφανή», «μέγα ατόπημα», «αρνησιδικία», και σε ό,τι αφορά την ένωση που με ανακοίνωσή της υποστήριξε την προεδρική θέση, κάνουν λόγο για «ατόπημα που πλήττει καίρια τον θεσμικό της ρόλο», για μετατροπή της «σε διοικητική υπηρεσία» και σε «γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Οι δύο αντιπρόεδροι, που δεν μετέχουν στην Ολομέλεια που κλήθηκε να δικάσει τις προσφυγές των τηλεοπτικών σταθμών, με τις επιστολές τους έθεσαν θέματα βαριάς θεσμικότητας σε ό,τι αφορά τη ματαίωση της Ολομέλειας για τη νομιμότητα ή μη του επίμαχου διαγωνισμού, κάνοντας λόγο ακόμη και για «αρνησιδικία».
Ειδικότερα, ο κ. Ράμμος μεταξύ άλλων σημειώνει ότι «η άποψη που δέχεται ότι το δικαστήριο αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ’ αόριστον τη διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο βεβαίως το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει) συνιστά κατά τη γνώμη μου αρνησιδικία».
Σε άλλο σημείο της επιστολής του ο κ. Ράμμος τονίζει: «Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε της συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από τη στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ’ επίκληση “δυσμενών συνθηκών” η “κακού κλίματος”;».
Συνεχίζοντας το σφυροκόπημα ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ σημειώνει: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισήγηση ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του;».
Οι χαρακτηρισμοί «πρωτοφανής», για την αιτιολόγηση της ματαίωσης της Ολομέλειας, και «μέγα ατόπημα» ή «μεγαλύτερο ατόπημα» αναφέρονται στην επιστολή Ράμμου τόσο για τους χειρισμούς του προέδρου του ΣτΕ όσο και για την ανακοίνωση που εξέδωσε η ένωση των δικαστών του ΣτΕ η οποία δέχθηκε την προεδρική αιτιολογία και χαρακτήρισε «ψευδή τα περί αντιθέτου στον Τύπο αναφερόμενα».
Σκληρότερη κριτική για τους χειρισμούς της Ενώσεως των Δικαστών του ΣτΕ ασκεί στην επιστολή της η αντιπρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, που διετέλεσε στο παρελθόν και πρόεδρος της ένωσης.
Η κ. Σακελλαροπούλου επικρίνει με δριμύτητα τους χειρισμούς του συνδικαλιστικού οργάνου των δικαστών του ΣτΕ, φθάνοντας στο να το χαρακτηρίσει «γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Κάνει λόγο για «ατόπημα που πλήττει καίρια τον θεσμικό ρόλο της ένωσης και σηματοδοτεί αλλαγή στη μακρόχρονη πορεία της, από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του δικαστηρίου σε διοικητική του υπηρεσία».
του πρώτου Συμβουλίου Επικρατείας
Κοιτάξτε –και ανατριχιάστε- τη ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΑΟΣ που έχει ο Ηγέτης από τους ηγετίσκους…
Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Τον «ένοπλο σωματοφύλακα» Δικαιοσύνης.
Τον προστάτη του πολίτη απέναντι και στους αυταρχισμούς του κράτους.
Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Ελλάδας την ιστορική ημέρα έναρξης της λειτουργίας του νέου Ανώτατου Δικαστηρίου…
Κάλεσε τους δικαστές ΝΑ ΑΚΥΡΩΝΟΥΝ τις άδικες πράξεις και της δικής του κυβέρνησης.
Γιατί έτσι, όπως προειδοποίησε, «θα εμπεδωθεί στους πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος δικαίου».
Και συνέχισε τις βροντώδεις φράσεις νουθεσίας που έγραψαν ιστορία.
Τους τόνισε:
«…Βέβαια δεν σας υπόσχομαι ότι η κυβέρνησις εκ προθέσεως θα διαπράξη παρανομίαν διά να σας δώση την ευκαιρίαν ν’ ακυρώσητε την πράξιν της και την επαναφέρητε εις την τάξιν.
Άλλωστε αν η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, η λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή ίσως περισσοτέρας προσοχής εκ μέρους των κυβερνώντων όπως αποφεύγουν παρανόμους πράξεις.
Αλλ’ όσην προσοχήν και αν δείξωμεν είναι ανθρώπινον να υποπέσωμεν και εις παρανόμους ενεργείας.
Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανομίαν και έλθη το συμβούλιον της επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του συμβουλίου της επικρατείας, διότι υπενθύμισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή».
Απαντώντας κατά την ομιλία του ο πρώτος Πρόεδρος του Συμβουλίου Κων. Ρακτιβάν είπε μεταξύ των άλλων:
«Είναι επισήμως ήδη δεδηλωμένον ότι προς τον… θεσμόν του Συμβουλίου της Επικρατείας συνδέεται η πλήρης εξασφάλισις της νομιμότητος εν ταις ενεργείαις της Διοικήσεως, υπό την διπλήν όψιν της προλήψεως υπερβασιών και της καταστολής ενδεχομένων τοιούτων.
Ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός λίαν ευγλώττως και εν δυσυπερβλήτω λαγωνισμώ συνοψίζεται εις την φράσιν: «να καταστήσωμεν την ημετέραν χώραν κράτος δικαίου» η «πολιτείαν δικαίου», ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Διοίκησιν».
Το 1969 καθοδηγούμενο από τον πρόεδρό του Μιχαήλ Στασινόπουλο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε, παρά τις προκλητικές πιέσεις και απειλές των δικτατόρων, τις απολύσεις των δικαστικών λειτουργών, κρίνοντας ότι με το ν’ απολυθούν χωρίς να υπάρχει προηγούμενη ακρόασή τους παραβιάσθηκε γενική αρχή του δικαίου, η οποία εγγυάται το δικαίωμα υπεράσπισης ενώπιον των διοικητικών αρχών.
Ετσι πήραν τη θέση τους στην πολιτική και νομική μας ιστορία οι αποφάσεις ΣτΕ 1811-1831/1969, το κρισιμότερο σκεπτικό των οποίων έχει ως ακολούθως:
«Επειδή το δικαίωμα ακροάσεως παντός κρινομένου προσώπου αποτελεί γενικωτέραν και θεμελιώδη αρχήν του δικαίου, διασφαλίζουσαν το στοιχειώδες δικαίωμα της υπερασπίσεως και εφαρμοστέαν εν πάση ευνομουμένη Πολιτεία.. .».
Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή:
μετά την έκδοση των ιστορικών αυτών αποφάσεων, οι οποίες εκτός από νομικό μνημείο συνιστούν και κορυφαία πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος απολύθηκε από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Για να φθάσουμε στην περασμένη Παρασκευή όπου με ανακοίνωση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ενημερωθήκαμε ότι ματαιώθηκε η προγραμματισθείσα διάσκεψη για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών «εν όψει του κλίματος το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες μέρες».
Πέραν από τον προβληματισμό και την ανησυχία γι’ αυτή την εξέλιξη ένα είναι σίγουρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο έπρεπε να είχε αποφανθεί επί της συνταγματικότητας ή μη του νόμου Παππά πριν ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός «φιάσκο».
Ελπίζουμε ότι το Δικαστήριο θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα δικάσει την ουσία της υπόθεσης το συντομότερο δυνατό.
Η εκκρεμότητα αυτή έχει τραυματίσει το κύρος των θεσμών. Καμία άλλη καθυστέρηση δεν επιτρέπεται.
Η Δικαιοσύνη πρώτη οφείλει να διαφυλάξει το κύρος της.
Η αυτονόητη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απέναντι στην εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να τίθεται σε διακινδύνευση.
Αλλά οι πρωτοφανείς ενέργειες του προέδρου προκάλεσαν ισχυρές αναταράξεις. Δύο ηχηρές παραιτήσεις αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας από την Ενωση των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι έθεσαν ζητήματα μείζονος θεσμικής σπουδαιότητας για τη ματαίωση της Ολομέλειας για τις τηλεοπτικές άδειες, διαμορφώνεται κλίμα μέσα στους κόλπους των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών που ανάλογο δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν.
Η κίνηση των δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ, Αικατερίνης Σακελλαροπούλου και Χρήστου Ράμμου, να παραιτηθούν από την ένωσή τους και να καταγγείλουν εγγράφως τις διαδικασίες ματαίωσης της Ολομέλειας για τις τηλεοπτικές άδειες από τον πρόεδρο του δικαστηρίου Νίκο Σακελλαρίου, αλλά και την ένωση για την υποστηρικτική ανακοίνωση που εξέδωσε, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα στο δικαστήριο.
Και οι δύο αντιπρόεδροι στις επιστολές τους ασκούν δριμεία κριτική στον πρόεδρο του ΣτΕ για το ότι ματαίωσε, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή, την Ολομέλεια του δικαστηρίου επικαλούμενος «το κλίμα» που είχε διαμορφωθεί τις τελευταίες ημέρες «από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις».
Στις επιστολές τους χαρακτηρίζουν την εν λόγω ενέργεια «πρωτοφανή», «μέγα ατόπημα», «αρνησιδικία», και σε ό,τι αφορά την ένωση που με ανακοίνωσή της υποστήριξε την προεδρική θέση, κάνουν λόγο για «ατόπημα που πλήττει καίρια τον θεσμικό της ρόλο», για μετατροπή της «σε διοικητική υπηρεσία» και σε «γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Οι δύο αντιπρόεδροι, που δεν μετέχουν στην Ολομέλεια που κλήθηκε να δικάσει τις προσφυγές των τηλεοπτικών σταθμών, με τις επιστολές τους έθεσαν θέματα βαριάς θεσμικότητας σε ό,τι αφορά τη ματαίωση της Ολομέλειας για τη νομιμότητα ή μη του επίμαχου διαγωνισμού, κάνοντας λόγο ακόμη και για «αρνησιδικία».
Ειδικότερα, ο κ. Ράμμος μεταξύ άλλων σημειώνει ότι «η άποψη που δέχεται ότι το δικαστήριο αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ’ αόριστον τη διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο βεβαίως το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει) συνιστά κατά τη γνώμη μου αρνησιδικία».
Σε άλλο σημείο της επιστολής του ο κ. Ράμμος τονίζει: «Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε της συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από τη στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ’ επίκληση “δυσμενών συνθηκών” η “κακού κλίματος”;».
Συνεχίζοντας το σφυροκόπημα ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ σημειώνει: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισήγηση ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του;».
Οι χαρακτηρισμοί «πρωτοφανής», για την αιτιολόγηση της ματαίωσης της Ολομέλειας, και «μέγα ατόπημα» ή «μεγαλύτερο ατόπημα» αναφέρονται στην επιστολή Ράμμου τόσο για τους χειρισμούς του προέδρου του ΣτΕ όσο και για την ανακοίνωση που εξέδωσε η ένωση των δικαστών του ΣτΕ η οποία δέχθηκε την προεδρική αιτιολογία και χαρακτήρισε «ψευδή τα περί αντιθέτου στον Τύπο αναφερόμενα».
Σκληρότερη κριτική για τους χειρισμούς της Ενώσεως των Δικαστών του ΣτΕ ασκεί στην επιστολή της η αντιπρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, που διετέλεσε στο παρελθόν και πρόεδρος της ένωσης.
Η κ. Σακελλαροπούλου επικρίνει με δριμύτητα τους χειρισμούς του συνδικαλιστικού οργάνου των δικαστών του ΣτΕ, φθάνοντας στο να το χαρακτηρίσει «γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Κάνει λόγο για «ατόπημα που πλήττει καίρια τον θεσμικό ρόλο της ένωσης και σηματοδοτεί αλλαγή στη μακρόχρονη πορεία της, από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του δικαστηρίου σε διοικητική του υπηρεσία».
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση