του Γιώργου Καραμπελιά Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία με τις συνέπειές του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σ...
του Γιώργου Καραμπελιά
Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία με τις συνέπειές του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, έρχεται να ολοκληρώσει έναν ιστορικό κύκλο μετασχηματισμού του παλαιού κεμαλισμού σε νεοθωμανισμό και ταυτόχρονα να ανοίξει μια νέα περίοδο αντιπαραθέσεων.
Αφετηρία υπήρξε η εισβολή στην Κύπρο το 1974 (με πρωθυπουργό τον Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον ισλαμιστή «πατέρα» του Ερντογάν, Ερμπακάν). Στο εξής, αναπτύσσεται στην Τουρκία ένας διχασμός ανάμεσα στον παραδοσιακό προσανατολισμό του κεμαλικού κατεστημένου και του στρατού, προς τη Δύση και το κοσμικό καθεστώς και τη σταδιακή αναβίωση του ισλαμισμού ως πολιτικής ιδεολογίας και του νεοθωμανισμού που τον συνοδεύει.
Από τότε, πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια και η τουρκική κοινωνία άρχισε να μετακινείται σταθερά προς την κατεύθυνση του ισλαμισμού και του νεοθωμανισμού, με αποκορύφωμα την άνοδο και τη σταθεροποίηση του Ερντογάν στην εξουσία, ενός διακηρυγμένα ισλαμιστή ηγέτη. Η αρχική ανάπτυξη του ισλαμισμού που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τον Τουργουτ Οζάλ, στη δεκαετία του 1980, υπήρξε συνέπεια της ανάπτυξης του κουρδικού κινήματος, της δημιουργίας του ΡΚΚ, και της θυελλώδους ανάπτυξης της αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Δηλαδή, η παραδοσιακή συνταγή του κεμαλισμού για ενσωμάτωση στον τουρκισμό όλων των μουσουλμάνων της Τουρκίας – αφού πρώτα είχαν εξοντωθεί οι χριστιανικοί πληθυσμοί-, προσκρούει αφενός στην ανάδειξη μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας, δηλαδή των Κούρδων και αφετέρου στην ενίσχυση των κοινωνικών συγκρούσεων.
Ιδιαίτερα η ανάπτυξη του κουρδικού κινήματος, αποτέλεσε την αρχή του τέλους της φενάκης ενός ενιαίου τουρκικού έθνους, στην οποία στηριζόταν ο κεμαλισμός, που χαρακτήριζε τους Κούρδους ως «ορεσίβιους Τούρκους». Πλέον, ένα 20-25% του πληθυσμού, οι Κούρδοι, προτάσσουν την εθνική τους ταυτότητα απέναντι σε εκείνη των Τούρκων. Η απάντηση του τουρκικού κατεστημένου υπήρξε έτσι η ενίσχυση του Ισλάμ ως μία δεύτερη οδός ενσωμάτωσης των Κούρδων, μουσουλμάνων στην συντριπτική τους πλειοψηφία, καθώς και των λαϊκών στρωμάτων των πόλεων. Ενοποίηση δηλαδή των διαφορετικών πληθυσμών και τάξεων της Τουρκίας, διαμέσου του Ισλάμ.
Έτσι, -με πρωτοβουλία μάλιστα του στρατού μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980-, αναπτύσσονται τα ισλαμικά σχολεία και οι μεντρεσέδες, ενώ μεγάλα μουσουλμανικά τάγματα όπως εκείνο του Φετουλάχ Γκιουλέν, επεκτείνονται όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά σε όλες τις τουρκόφωνες δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας και στη Μ. Ανατολή. Εξάλλου, αυτή η επανισλαμοποίηση εντάσσεται και στη γενικευμένη ισλαμοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου ο οποίος μετά την ιρανική επανάσταση, το 1979, εισέρχεται σε μια περίοδο θρησκευτικού και πολιτισμικού πυρετού. Έτσι, τα ενδογενή αίτια της ανάπτυξης του τουρκικού ισλαμισμού συναντούν τη διεθνή πραγματικότητα ενός αναπτυσσόμενου πολέμου των πολιτισμών.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση ως γέφυρα Ανατολής Δύσης, και ως ανάχωμα προς τη σοβιετική και ρωσική ισχύ, αναπτύσσεται ραγδαία οικονομικά και μεταβάλλεται, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000, σε μια ισχυρή νεοβιομηχανική δύναμη (επί παραδείγματι το 2015, η παραγωγή αυτοκινήτων έφτασε το 1,4 εκατ. οχήματα). Η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτό το νέο ρόλο ως της ηγέτιδας ισλαμικής οικονομικής δύναμης, για να εισάγει κεφάλαια τόσο από τη Δύση, όσο και από την ισλαμική Ανατολή – κατ' εξοχήν τα πετρελαιοδολλάρια του Κόλπου. Η ανάδυση μάλιστα του ισλαμικού φονταμενταλισμού, της Αλ Κάιντα, της Χαμάς και εσχάτως του Ισλαμικού Κράτους, και ο γενικευμένος ισλαμικός ακτιβισμός που αγγίζει το 1,5 δισεκ. μουσουλμάνων του πλανήτη, ενισχύουν τον ρόλο της Τουρκίας στο εσωτερικό του παγκόσμιου συστήματος: Η Τουρκία εμφανίζεται ως η ήπια ισλαμική δύναμη που μπορεί να παίξει τον ρόλο του εκφραστή του Ισλάμ, στο εσωτερικό της Δύσης σε αντίθεση με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Παράλληλα, η νέα ισλαμική ηγεμονία, στηρίζεται στην ανάπτυξη μιας καινούργιας ισλαμικής τάξης επιχειρηματιών με επίκεντρο την ανατολική Μ. Ασία, που στηρίζει μαζί με τα λαϊκά στρώματα που γνώρισαν μία αιφνίδια άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, το εγχείρημα του τουρκικού ισλαμισμού. Ωστόσο, η ίδια η επιτυχία του Ερντογάν, αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη νέων αντιθέσεων στο εσωτερικό της κοινωνίας και στη σχέση με τους γείτονές.
Η αυξανόμενη ισλαμοποίηση μιας κοινωνίας, η οποία ήταν θεσμικά μία κοσμική κοινωνία (οι γυναίκες ψήφιζαν από τη δεκαετία του 1930, δεκαπέντε χρόνια ενωρίτερα από τις Ελληνίδες), προκαλεί αυξανόμενες αντιδράσεις. όχι αποκλειστικά πολιτισμικού χαρακτήρα, -δηλαδή εκδυτικισμένοι Τούρκοι εναντίον ισλαμιστών-, αλλά έχει και θρησκευτικό υπόβαθρο: Το 20-25% του τουρκικού πληθυσμού δεν ανήκουν στην πλειοψηφική σουνιτική πτέρυγα, αλλά είναι Αλεβίτες, που αποτελούν την πλέον κοσμική πτέρυγα του ισλαμισμού, δεν έχουν τζαμιά, οι γυναίκες τους δεν φορούν μαντήλα, γιορτάζουν τον Άγιο Γεώργιο, κ.ο.κ.. Οι δε σουνίτες τους απεχθάνονται και τους χαρακτηρίζουν συχνά, άπιστους, και «ειδωλολάτρες». Στις τάξεις των Αλεβιτών βρίσκονταν όλοι κυριολεκτικώς οι οπαδοί της Αριστεράς, καθώς και το μεγαλύτερο κομμάτι των κεμαλικών.
Όμως, παρ' ότι φάνηκε αρχικώς, ιδιαίτερα μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, πως οι νεο-οθωμανοί κατόρθωσαν εν μέρει να ενσωματώσουν τους Κούρδους μέσω της παραχώρησης κάποιων ελευθεριών(όπως το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους), αυτή η προσέγγιση σύντομα τινάχθηκε στον αέρα. Κατεξοχήν εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων: Η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ επέτρεψε τη δημιουργία ενός οιονεί ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ενώ ο εμφύλιος στη Συρία με τη μεγαλομανιακή εμπλοκή του ίδιου του Ερντογάν, επέτρεψε την ανάδυση ενός δεύτερου κουρδικού εθνικού θύλακα στα σύνορα της Τουρκίας, δίπλα στους κουρδικούς πληθυσμούς της. Έτσι το κουρδικό ζήτημα αναζωπυρώθηκε και οι προσπάθειες του Ερντογάν για την «εξημέρωση» των Κούρδων απέτυχαν.
Όλα αυτά υπήρξαν συνέπεια μιας πολιτικής επέκτατισμού και παρεμβάσεων στα τεκταινόμενα της περιοχής που οδήγησαν σε σύγκρουση με το Ισραήλ, σε διακοπή των σχέσεων με την Αίγυπτο, στον ανοιχτό πόλεμο με τον Άσσαντ. Η στρατηγική ενός ήπιου φιλοδυτικού Ισλάμ, τινάχθηκε στον αέρα με αποτέλεσμα το 2013 να εκδηλωθεί μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Φετουλάχ Γκιουλέν – τον παλιό δάσκαλο και μέντορά του. Δηλαδή, η ίδια η επιτυχία του ισλαμικού νεοθωμανισμού, που επιθυμεί να ανακτήσει η Τουρκία -τηρουμένων των αναλογιών- τον ρόλο της παλαιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτέλεσε τη βάση για την έκρηξη νέων αντιθέσεων: Από το 2013 μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις από το Ισλαμικό Κράτος το οποίο αφού πρώτα εξέθρεψε ο Ερντογάν τώρα έχει στραφεί εναντίον του· αναπτύχθηκαν οι συγκρούσεις με τους Αλεβίτες και την νεολαία του πάρκου Γκεζί · τέλος και το σοβαρότερο ο κουρδικός πληθυσμός έχει περάσει σε μία γενικευμένη ένοπλη εξέγερση στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Παράλληλα, η Τουρκία οδηγήθηκε σ' όλο και πιο προβληματικές σχέσεις με τη Δύση και τις ΗΠΑ: το 2011 ο Ομπάμα αποκαλούσε τον Ερντογάν τον καλύτερο φίλο του, και το 2015 δεν τον δέχτηκε καν στον Λευκό Οίκο, ενώ εξεδιώχθη κακήν κακώς από την κηδεία του Μωχάμετ Άλη!
Η Τουρκία θέλει να ολοκληρώσει τον απογαλακτισμό της από τη Δύση και να μεταβληθεί σε μία ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη, ως αυτόνομος εκφραστής του σουνιτικού Ισλάμ. Έτσι, η εκδήλωση ενός πραξικοπήματος ήταν μάλλον αναπόφευκτη, διότι πλέον ο Ερντογάν έχει απέναντί του το 50% του πληθυσμού (Κούρδους, Αλεβίτες, φοιτητική νεολαία) καθώς και ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, των πανεπιστημιακών και το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης. Το γεγονός ότι κατόρθωσε παρά τρίχα -όπως αποδεικνύεται από τις πληροφορίες που συρρέουν-, να αποφύγει τη σύλληψη και τον θάνατο, τού προσφέρει προφανώς τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τον έλεγχο των μηχανισμών εξουσίας και την αποστασιοποίησή του από τους δυτικούς συμμάχους.
Πρόκειται για την ολοκλήρωση ενός κύκλου, τον οποίο άνοιξε το 2002 ο Ταγίπ Ερντογάν. Ολοκλήρωση που θα τον οδηγήσει προφανέστατα στη θέση του προέδρου-σουλτάνου της χώρας (καθόλου τυχαία εξάλλου, κατασκεύασε και ένα τεράστιο σουλτανικό παλάτι στην Άγκυρα).
Όμως ταυτόχρονα, η ίδια η δυναμική των εξελίξεων θα αποτελέσει και την αιτία της παραπέρα απομόνωσής του και στο εσωτερικό της Τουρκίας και στη γεωπολιτική σκακιέρα. Τα ανοίγματα προς τη Ρωσία και το Ιράν δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν τη στρατηγική σχέση με τη Δύση, η δε ενίσχυση της ισλαμοποίησης της κοινωνίας και το ξεδόντιασμα του κεμαλισμού θα προκαλέσει την ανάδειξη νέων πολιτικών αντιπάλων. Όσο για το κουρδικό, είναι πλέον πολύ αργά για να επιτύχει την ενσωμάτωση των κουρδικών πληθυσμών που σημειωτέον έχουν διπλάσια δημογραφική ανάπτυξη από τους Τούρκους που εμφανίζουν δημογραφία ανάλογη με την ελληνική.
Έτσι παρά τον θρίαμβο του Ερντογάν, -πραγματικό, διότι αντίκρισε κυριολεκτικά τον χάρο με τα μάτια του- στην πρώτη νέα μεγάλη κρίση, είτε οικονομική, είτε γεωπολιτική, οι αντιθέσεις θα αναδειχθούν και πάλι με οξύτητα και θα διαιρέσουν εκ νέου μια ούτως ή άλλως διχασμένη κοινωνία. Εξάλλου, είναι νόμος της ιστορίας και της φύσης, πως όταν το καπάκι μιας χύτρας που βράζει συγκρατείται δια της βίας κλειστό, αυτό αργά ή γρήγορα θα ανατιναχθεί.
Ο Ερντογάν θα είχε θεωρητικά τη δυνατότητα, – παντοδύναμος ων-, να ακολουθήσει μία διαφορετική πορεία, εκτόνωσης των αντιθέσεων, με ανοίγματα προς τους Κούρδους και προς τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό της χώρας, και στον γεωπολιτικό του περίγυρο, αλλά δεν μοιάζει ικανός να το πράξει. Παραμένει αιχμάλωτος της ίδιας της ισλαμικής δυναμικής που τον ανέδειξε. Εξάλλου το πραξικόπημα και η βίαιη καταστολή του, τον σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, της αντιπαράθεσης και της πορείας προς έναν ιδιότυπο ισλαμοφασισμό – εξ ου και η συμμαχία του με τους γκρίζους λύκους. Και όσο αντέξει.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr
_________________
Βλέπε σχετικά και τα βιβλία:
Γ. Καραμπελιάς (επιμ), Τουρκία, Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Γ. Καραμπελιάς (επιμ.), Νεοθωμανισμός και ελληνική ταυτότητα, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία με τις συνέπειές του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, έρχεται να ολοκληρώσει έναν ιστορικό κύκλο μετασχηματισμού του παλαιού κεμαλισμού σε νεοθωμανισμό και ταυτόχρονα να ανοίξει μια νέα περίοδο αντιπαραθέσεων.
Αφετηρία υπήρξε η εισβολή στην Κύπρο το 1974 (με πρωθυπουργό τον Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον ισλαμιστή «πατέρα» του Ερντογάν, Ερμπακάν). Στο εξής, αναπτύσσεται στην Τουρκία ένας διχασμός ανάμεσα στον παραδοσιακό προσανατολισμό του κεμαλικού κατεστημένου και του στρατού, προς τη Δύση και το κοσμικό καθεστώς και τη σταδιακή αναβίωση του ισλαμισμού ως πολιτικής ιδεολογίας και του νεοθωμανισμού που τον συνοδεύει.
Από τότε, πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια και η τουρκική κοινωνία άρχισε να μετακινείται σταθερά προς την κατεύθυνση του ισλαμισμού και του νεοθωμανισμού, με αποκορύφωμα την άνοδο και τη σταθεροποίηση του Ερντογάν στην εξουσία, ενός διακηρυγμένα ισλαμιστή ηγέτη. Η αρχική ανάπτυξη του ισλαμισμού που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τον Τουργουτ Οζάλ, στη δεκαετία του 1980, υπήρξε συνέπεια της ανάπτυξης του κουρδικού κινήματος, της δημιουργίας του ΡΚΚ, και της θυελλώδους ανάπτυξης της αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Δηλαδή, η παραδοσιακή συνταγή του κεμαλισμού για ενσωμάτωση στον τουρκισμό όλων των μουσουλμάνων της Τουρκίας – αφού πρώτα είχαν εξοντωθεί οι χριστιανικοί πληθυσμοί-, προσκρούει αφενός στην ανάδειξη μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας, δηλαδή των Κούρδων και αφετέρου στην ενίσχυση των κοινωνικών συγκρούσεων.
Ιδιαίτερα η ανάπτυξη του κουρδικού κινήματος, αποτέλεσε την αρχή του τέλους της φενάκης ενός ενιαίου τουρκικού έθνους, στην οποία στηριζόταν ο κεμαλισμός, που χαρακτήριζε τους Κούρδους ως «ορεσίβιους Τούρκους». Πλέον, ένα 20-25% του πληθυσμού, οι Κούρδοι, προτάσσουν την εθνική τους ταυτότητα απέναντι σε εκείνη των Τούρκων. Η απάντηση του τουρκικού κατεστημένου υπήρξε έτσι η ενίσχυση του Ισλάμ ως μία δεύτερη οδός ενσωμάτωσης των Κούρδων, μουσουλμάνων στην συντριπτική τους πλειοψηφία, καθώς και των λαϊκών στρωμάτων των πόλεων. Ενοποίηση δηλαδή των διαφορετικών πληθυσμών και τάξεων της Τουρκίας, διαμέσου του Ισλάμ.
Έτσι, -με πρωτοβουλία μάλιστα του στρατού μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980-, αναπτύσσονται τα ισλαμικά σχολεία και οι μεντρεσέδες, ενώ μεγάλα μουσουλμανικά τάγματα όπως εκείνο του Φετουλάχ Γκιουλέν, επεκτείνονται όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά σε όλες τις τουρκόφωνες δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας και στη Μ. Ανατολή. Εξάλλου, αυτή η επανισλαμοποίηση εντάσσεται και στη γενικευμένη ισλαμοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου ο οποίος μετά την ιρανική επανάσταση, το 1979, εισέρχεται σε μια περίοδο θρησκευτικού και πολιτισμικού πυρετού. Έτσι, τα ενδογενή αίτια της ανάπτυξης του τουρκικού ισλαμισμού συναντούν τη διεθνή πραγματικότητα ενός αναπτυσσόμενου πολέμου των πολιτισμών.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση ως γέφυρα Ανατολής Δύσης, και ως ανάχωμα προς τη σοβιετική και ρωσική ισχύ, αναπτύσσεται ραγδαία οικονομικά και μεταβάλλεται, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000, σε μια ισχυρή νεοβιομηχανική δύναμη (επί παραδείγματι το 2015, η παραγωγή αυτοκινήτων έφτασε το 1,4 εκατ. οχήματα). Η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτό το νέο ρόλο ως της ηγέτιδας ισλαμικής οικονομικής δύναμης, για να εισάγει κεφάλαια τόσο από τη Δύση, όσο και από την ισλαμική Ανατολή – κατ' εξοχήν τα πετρελαιοδολλάρια του Κόλπου. Η ανάδυση μάλιστα του ισλαμικού φονταμενταλισμού, της Αλ Κάιντα, της Χαμάς και εσχάτως του Ισλαμικού Κράτους, και ο γενικευμένος ισλαμικός ακτιβισμός που αγγίζει το 1,5 δισεκ. μουσουλμάνων του πλανήτη, ενισχύουν τον ρόλο της Τουρκίας στο εσωτερικό του παγκόσμιου συστήματος: Η Τουρκία εμφανίζεται ως η ήπια ισλαμική δύναμη που μπορεί να παίξει τον ρόλο του εκφραστή του Ισλάμ, στο εσωτερικό της Δύσης σε αντίθεση με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Παράλληλα, η νέα ισλαμική ηγεμονία, στηρίζεται στην ανάπτυξη μιας καινούργιας ισλαμικής τάξης επιχειρηματιών με επίκεντρο την ανατολική Μ. Ασία, που στηρίζει μαζί με τα λαϊκά στρώματα που γνώρισαν μία αιφνίδια άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, το εγχείρημα του τουρκικού ισλαμισμού. Ωστόσο, η ίδια η επιτυχία του Ερντογάν, αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη νέων αντιθέσεων στο εσωτερικό της κοινωνίας και στη σχέση με τους γείτονές.
Η αυξανόμενη ισλαμοποίηση μιας κοινωνίας, η οποία ήταν θεσμικά μία κοσμική κοινωνία (οι γυναίκες ψήφιζαν από τη δεκαετία του 1930, δεκαπέντε χρόνια ενωρίτερα από τις Ελληνίδες), προκαλεί αυξανόμενες αντιδράσεις. όχι αποκλειστικά πολιτισμικού χαρακτήρα, -δηλαδή εκδυτικισμένοι Τούρκοι εναντίον ισλαμιστών-, αλλά έχει και θρησκευτικό υπόβαθρο: Το 20-25% του τουρκικού πληθυσμού δεν ανήκουν στην πλειοψηφική σουνιτική πτέρυγα, αλλά είναι Αλεβίτες, που αποτελούν την πλέον κοσμική πτέρυγα του ισλαμισμού, δεν έχουν τζαμιά, οι γυναίκες τους δεν φορούν μαντήλα, γιορτάζουν τον Άγιο Γεώργιο, κ.ο.κ.. Οι δε σουνίτες τους απεχθάνονται και τους χαρακτηρίζουν συχνά, άπιστους, και «ειδωλολάτρες». Στις τάξεις των Αλεβιτών βρίσκονταν όλοι κυριολεκτικώς οι οπαδοί της Αριστεράς, καθώς και το μεγαλύτερο κομμάτι των κεμαλικών.
Όμως, παρ' ότι φάνηκε αρχικώς, ιδιαίτερα μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, πως οι νεο-οθωμανοί κατόρθωσαν εν μέρει να ενσωματώσουν τους Κούρδους μέσω της παραχώρησης κάποιων ελευθεριών(όπως το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους), αυτή η προσέγγιση σύντομα τινάχθηκε στον αέρα. Κατεξοχήν εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων: Η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ επέτρεψε τη δημιουργία ενός οιονεί ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ενώ ο εμφύλιος στη Συρία με τη μεγαλομανιακή εμπλοκή του ίδιου του Ερντογάν, επέτρεψε την ανάδυση ενός δεύτερου κουρδικού εθνικού θύλακα στα σύνορα της Τουρκίας, δίπλα στους κουρδικούς πληθυσμούς της. Έτσι το κουρδικό ζήτημα αναζωπυρώθηκε και οι προσπάθειες του Ερντογάν για την «εξημέρωση» των Κούρδων απέτυχαν.
Όλα αυτά υπήρξαν συνέπεια μιας πολιτικής επέκτατισμού και παρεμβάσεων στα τεκταινόμενα της περιοχής που οδήγησαν σε σύγκρουση με το Ισραήλ, σε διακοπή των σχέσεων με την Αίγυπτο, στον ανοιχτό πόλεμο με τον Άσσαντ. Η στρατηγική ενός ήπιου φιλοδυτικού Ισλάμ, τινάχθηκε στον αέρα με αποτέλεσμα το 2013 να εκδηλωθεί μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Φετουλάχ Γκιουλέν – τον παλιό δάσκαλο και μέντορά του. Δηλαδή, η ίδια η επιτυχία του ισλαμικού νεοθωμανισμού, που επιθυμεί να ανακτήσει η Τουρκία -τηρουμένων των αναλογιών- τον ρόλο της παλαιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτέλεσε τη βάση για την έκρηξη νέων αντιθέσεων: Από το 2013 μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις από το Ισλαμικό Κράτος το οποίο αφού πρώτα εξέθρεψε ο Ερντογάν τώρα έχει στραφεί εναντίον του· αναπτύχθηκαν οι συγκρούσεις με τους Αλεβίτες και την νεολαία του πάρκου Γκεζί · τέλος και το σοβαρότερο ο κουρδικός πληθυσμός έχει περάσει σε μία γενικευμένη ένοπλη εξέγερση στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Παράλληλα, η Τουρκία οδηγήθηκε σ' όλο και πιο προβληματικές σχέσεις με τη Δύση και τις ΗΠΑ: το 2011 ο Ομπάμα αποκαλούσε τον Ερντογάν τον καλύτερο φίλο του, και το 2015 δεν τον δέχτηκε καν στον Λευκό Οίκο, ενώ εξεδιώχθη κακήν κακώς από την κηδεία του Μωχάμετ Άλη!
Η Τουρκία θέλει να ολοκληρώσει τον απογαλακτισμό της από τη Δύση και να μεταβληθεί σε μία ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη, ως αυτόνομος εκφραστής του σουνιτικού Ισλάμ. Έτσι, η εκδήλωση ενός πραξικοπήματος ήταν μάλλον αναπόφευκτη, διότι πλέον ο Ερντογάν έχει απέναντί του το 50% του πληθυσμού (Κούρδους, Αλεβίτες, φοιτητική νεολαία) καθώς και ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, των πανεπιστημιακών και το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης. Το γεγονός ότι κατόρθωσε παρά τρίχα -όπως αποδεικνύεται από τις πληροφορίες που συρρέουν-, να αποφύγει τη σύλληψη και τον θάνατο, τού προσφέρει προφανώς τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τον έλεγχο των μηχανισμών εξουσίας και την αποστασιοποίησή του από τους δυτικούς συμμάχους.
Πρόκειται για την ολοκλήρωση ενός κύκλου, τον οποίο άνοιξε το 2002 ο Ταγίπ Ερντογάν. Ολοκλήρωση που θα τον οδηγήσει προφανέστατα στη θέση του προέδρου-σουλτάνου της χώρας (καθόλου τυχαία εξάλλου, κατασκεύασε και ένα τεράστιο σουλτανικό παλάτι στην Άγκυρα).
Όμως ταυτόχρονα, η ίδια η δυναμική των εξελίξεων θα αποτελέσει και την αιτία της παραπέρα απομόνωσής του και στο εσωτερικό της Τουρκίας και στη γεωπολιτική σκακιέρα. Τα ανοίγματα προς τη Ρωσία και το Ιράν δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν τη στρατηγική σχέση με τη Δύση, η δε ενίσχυση της ισλαμοποίησης της κοινωνίας και το ξεδόντιασμα του κεμαλισμού θα προκαλέσει την ανάδειξη νέων πολιτικών αντιπάλων. Όσο για το κουρδικό, είναι πλέον πολύ αργά για να επιτύχει την ενσωμάτωση των κουρδικών πληθυσμών που σημειωτέον έχουν διπλάσια δημογραφική ανάπτυξη από τους Τούρκους που εμφανίζουν δημογραφία ανάλογη με την ελληνική.
Έτσι παρά τον θρίαμβο του Ερντογάν, -πραγματικό, διότι αντίκρισε κυριολεκτικά τον χάρο με τα μάτια του- στην πρώτη νέα μεγάλη κρίση, είτε οικονομική, είτε γεωπολιτική, οι αντιθέσεις θα αναδειχθούν και πάλι με οξύτητα και θα διαιρέσουν εκ νέου μια ούτως ή άλλως διχασμένη κοινωνία. Εξάλλου, είναι νόμος της ιστορίας και της φύσης, πως όταν το καπάκι μιας χύτρας που βράζει συγκρατείται δια της βίας κλειστό, αυτό αργά ή γρήγορα θα ανατιναχθεί.
Ο Ερντογάν θα είχε θεωρητικά τη δυνατότητα, – παντοδύναμος ων-, να ακολουθήσει μία διαφορετική πορεία, εκτόνωσης των αντιθέσεων, με ανοίγματα προς τους Κούρδους και προς τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό της χώρας, και στον γεωπολιτικό του περίγυρο, αλλά δεν μοιάζει ικανός να το πράξει. Παραμένει αιχμάλωτος της ίδιας της ισλαμικής δυναμικής που τον ανέδειξε. Εξάλλου το πραξικόπημα και η βίαιη καταστολή του, τον σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, της αντιπαράθεσης και της πορείας προς έναν ιδιότυπο ισλαμοφασισμό – εξ ου και η συμμαχία του με τους γκρίζους λύκους. Και όσο αντέξει.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr
_________________
Βλέπε σχετικά και τα βιβλία:
Γ. Καραμπελιάς (επιμ), Τουρκία, Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Γ. Καραμπελιάς (επιμ.), Νεοθωμανισμός και ελληνική ταυτότητα, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση