Στην ίδρυση του θεάτρου Μπολσόι , το οποίο συμπληρώνει σήμερα 240 χρόνια ζωής, είναι αφιερωμένο το σημερινό doodle της Google . Το θ...
Το θέατρο Μπολσόι είναι ένα ιστορικό θέατρο της Μόσχας αφιερωμένο στην όπερα και το μπαλέτο. Το θέατρο ιδρύθηκε το 1776 αλλά το τωρινό νεοκλασικό κτίριο είναι του 19ου αιώνα. Θεωρείται σύμβολο της Ρωσίας, χάρη στη συνεισφορά του στις παραστατικές τέχνες. Ο θίασος του, που αποτελείται από χορευτές μπαλέτου, μουσικούς και τραγουδιστές όπερας, είναι από τους πιο παλιούς και πιο ξακουστούς θιάσους παγκοσμίως. Στη σκηνή του θεάτρου Μπολσόι έκαναν πρεμιέρα πολλά φημισμένα έργα, όπως Η λίμνη των κύκνων (20 Φεβρουαρίου 1877[2]) του Τσαϊκόφσκι. Η νεοκλασική του πρόσοψη απεικονίζεται στο χαρτονόμισμα των 100 ρουβλίων.
Ίδρυση του θεάτρου Μπολσόι
Το θέατρο Μπολσόι ξεκίνησε ως ιδιωτικό θέατρο του εισαγγελέα της Μόσχας πρίγκηπα Πιότρ Βασίλιεβιτς Ουρούσωφ. Στις 28 Μαρτίου 1776 η τσαρίνα Αικατερίνη Β’ παραχώρησε στον πρίγκιπα το προνόμιο να οργανώνει στη Μόσχα θεατρικές παραστάσεις κάθε είδους, για μια περίοδο δέκα χρόνων. Η Μόσχα, έχοντας χάσει τα προνόμια της πρωτεύουσας από τις αρχές του 18ου αιώνα, προσπαθούσε να μην υστερεί της Αγίας Πετρούπολης, και σε πολλά θέματα, όπως αυτό των δημοσίων θεαμάτων, προσπαθούσε να τη συναγωνιστεί.
Πρώτο κτίριο του Μπολσόι
Τα πρώτα χρόνια του Μπολσόι οι παραστάσεις λάμβαναν χώρα σε ιδιωτικές κατοικίες, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής. Το πρώτο κτίριο του θεάτρου, ανεγέρθηκε στη δεξιά όχθη του ποταμού Νεγκλίνκα, επί της οδού Πετρόφκα, γι’ αυτό και το θέατρο αρχικά ονομαζόταν Πετρόφσκυ (και στη συνέχεια Παλαιό Πετρόφσκυ). Το θέατρο ανεγέρθηκε σε χρόνο ρεκόρ, σε λιγότερο από 6 μήνες και ήταν το πρώτο τέτοιου μεγέθους δημόσιο θέατρο που χτίστηκε στη Μόσχα. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1780[3] και αποτελείτο από μια επίσημη εισαγωγή με τίτλο Wanderers γραμμένη από τον Αλεξάντρ Αμπλέσιμοφ και ένα μεγάλο μπαλέτο παντομίμας με τίτλο Το σχολείο της Μαγείας, σε μουσική του Αυστριακού Γιόζεφ Στάρτσερ. Στη συνέχεια, το ρεπερτόριο του Θεάτρου απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από μπαλέτα και ρωσικές κωμικές όπερες με ιντερλούδια μπαλέτου, θέλοντας να τονιστεί η καθαρόαιμη ρωσική ψυχή της Μόσχας σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό της Αγίας Πετρούπολης[4]. Τα μέλη του θιάσου προέρχονταν από πολύ διαφορετικά υπόβαθρα , υπήρχαν καλλιτέχνες που είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους από τις τάξεις θεάτρου του ορφανοτροφείου της Μόσχας ή από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας αλλά συμμετείχαν και αστέρες προσκεκλημένοι από το εξωτερικό.
Για να ανταποκριθεί στα διόλου ευκαταφρόνητα έξοδα, ο πρίγκιπας Ουρούσωφ βρήκε συνεταίρο στο πρόσωπο του Εγγλέζου ρωσόφιλου θεατρικού επιχειρηματία Μάικλ Μάντοξ. Στη συνέχεια ο Ουρούσωφ αποσύρθηκε και ο Μάντοξ ανέλαβε για ένα διάστημα μόνος του τη διοργάνωση των παραστάσεων. Πολλές φορές αναγκάστηκε να προσφύγει για οικονομική ενίσχυση στο Κρατικό Ταμείο Δανείων. Τα χρέη του θεάτρου αυξάνονταν συνεχώς, ώσπου το 1796 η διαχείρισή του πέρασε εξ ολοκλήρου στο Κρατικό Ταμείο Δανείων.
Το θέατρο Μπολσόι ξεκίνησε ως ιδιωτικό θέατρο του εισαγγελέα της Μόσχας πρίγκηπα Πιότρ Βασίλιεβιτς Ουρούσωφ. Στις 28 Μαρτίου 1776 η τσαρίνα Αικατερίνη Β’ παραχώρησε στον πρίγκιπα το προνόμιο να οργανώνει στη Μόσχα θεατρικές παραστάσεις κάθε είδους, για μια περίοδο δέκα χρόνων. Η Μόσχα, έχοντας χάσει τα προνόμια της πρωτεύουσας από τις αρχές του 18ου αιώνα, προσπαθούσε να μην υστερεί της Αγίας Πετρούπολης, και σε πολλά θέματα, όπως αυτό των δημοσίων θεαμάτων, προσπαθούσε να τη συναγωνιστεί.
Πρώτο κτίριο του Μπολσόι
Τα πρώτα χρόνια του Μπολσόι οι παραστάσεις λάμβαναν χώρα σε ιδιωτικές κατοικίες, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής. Το πρώτο κτίριο του θεάτρου, ανεγέρθηκε στη δεξιά όχθη του ποταμού Νεγκλίνκα, επί της οδού Πετρόφκα, γι’ αυτό και το θέατρο αρχικά ονομαζόταν Πετρόφσκυ (και στη συνέχεια Παλαιό Πετρόφσκυ). Το θέατρο ανεγέρθηκε σε χρόνο ρεκόρ, σε λιγότερο από 6 μήνες και ήταν το πρώτο τέτοιου μεγέθους δημόσιο θέατρο που χτίστηκε στη Μόσχα. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1780[3] και αποτελείτο από μια επίσημη εισαγωγή με τίτλο Wanderers γραμμένη από τον Αλεξάντρ Αμπλέσιμοφ και ένα μεγάλο μπαλέτο παντομίμας με τίτλο Το σχολείο της Μαγείας, σε μουσική του Αυστριακού Γιόζεφ Στάρτσερ. Στη συνέχεια, το ρεπερτόριο του Θεάτρου απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από μπαλέτα και ρωσικές κωμικές όπερες με ιντερλούδια μπαλέτου, θέλοντας να τονιστεί η καθαρόαιμη ρωσική ψυχή της Μόσχας σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό της Αγίας Πετρούπολης[4]. Τα μέλη του θιάσου προέρχονταν από πολύ διαφορετικά υπόβαθρα , υπήρχαν καλλιτέχνες που είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους από τις τάξεις θεάτρου του ορφανοτροφείου της Μόσχας ή από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας αλλά συμμετείχαν και αστέρες προσκεκλημένοι από το εξωτερικό.
Για να ανταποκριθεί στα διόλου ευκαταφρόνητα έξοδα, ο πρίγκιπας Ουρούσωφ βρήκε συνεταίρο στο πρόσωπο του Εγγλέζου ρωσόφιλου θεατρικού επιχειρηματία Μάικλ Μάντοξ. Στη συνέχεια ο Ουρούσωφ αποσύρθηκε και ο Μάντοξ ανέλαβε για ένα διάστημα μόνος του τη διοργάνωση των παραστάσεων. Πολλές φορές αναγκάστηκε να προσφύγει για οικονομική ενίσχυση στο Κρατικό Ταμείο Δανείων. Τα χρέη του θεάτρου αυξάνονταν συνεχώς, ώσπου το 1796 η διαχείρισή του πέρασε εξ ολοκλήρου στο Κρατικό Ταμείο Δανείων.
Δεύτερο κτίριο του θεάτρου Μπολσόι
Το 1805 αποφασίστηκε η δημιουργία Διεύθυνσης Θεάτρου παρόμοια με την Διεύθυνση Αυτοκρατορικών Θεάτρων που υπήρχε στην Αγία Πετρούπολη. Η νέα αυτή Διεύθυνση ανέλαβε και το θέατρο Μπολσόι, το οποίο πήρε τον τίτλο του Αυτοκρατορικού θεάτρου.
Η καταστροφή του Μπολσόι από πυρκαγιά
Το φθινόπωρο του 1805 το δεύτερο κτίριο του Μπολσόι καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το 1819 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για τη σχεδίαση του νέου θεάτρου, διαγωνισμό που κέρδισε ο Αντρέι Μιχαήλοφ. Όμως το σχέδιό του θεωρήθηκε πολύ δαπανηρό και ανατέθηκε η μετατροπή του στον αρχιτέκτονα Ιωσήφ Μπόβε. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1820. Την επιβλητική νεοκλασική πρόσοψη διακοσμούσε ένα προστώο με 8 κίονες, τους οποίους στεφάνωνε ένα αέτωμα πάνω από το οποίο βρισκόταν ένα γλυπτό που παρίστανε τον Απόλλωνα επάνω σε μια τρόικα. Το νέο οικοδόμημα δέσποζε στην υπό κατασκευή Πλατεία Θεάτρου. Τα εγκαίνια του νέου κτιρίου έγιναν στις 6 Ιανουαρίου 1825 με το μπαλέτο Σταχτοπούτα του Φερνάντο Σορ. Το Νέο Θέατρο Πετρόφσκυ ήταν πολύ μεγαλύτερο από το προηγούμενο γι' αυτό και έγινε γνωστό ως το Μεγάλο Πετρόφσκυ και εν συνεχεία το Μεγάλο θέατρο (μπολσόι στα ρωσικά σημαίνει μεγάλο). Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1824, άνοιξε το Θέατρο Μάλιι (το Μικρό Θέατρο) το οποίο κυρίως ανέβαζε πρόζα, την οποία θεωρούσαν κατώτερης ποιότητας θέαμα.
Ανακατασκευή κτιρίου του θεάτρου Μπολσόι
Στις 11 Μαρτίου 1853 μια νέα πυρκαγιά ξέσπασε στο κτίριο του θεάτρου Μπολσόι , η οποία κράτησε 3 μέρες και δεν άφησε παρά τους καπνισμένους εξωτερικούς πέτρινους τοίχους και τους κίονες του προστώου. Την ανακατασκευή ανέλαβε ο ιταλο-ρώσος αρχιτέκτονας Αλμπέρτο Καβός. Το συνολικό ύψος του κτιρίου αυξήθηκε κατά σχεδόν τέσσερα μέτρα. Το προστώο του Μπόβε παρέμεινε αλλά η πρόσοψη άλλαξε αρκετά. Προστέθηκε ένα δεύτερο αέτωμα, του οποίου το εσωτερικό διακοσμήθηκε με αλαβάστρινες φτερωτές φιγούρες που παίζουν λύρα. Η τρόικα του Απόλλωνα μετατράπηκε σε χάλκινο τέθριππο, που κατασκεύασε ο γλύπτης Πέτερ Κλοντ φον Γιούργενσμπουργκ. Επικλινείς στέγες στηρίχθηκαν σε κολώνες χυτοσίδηρου που ανεγέρθηκαν στις πλαϊνές εισόδους του θεάτρου.
Το 1805 αποφασίστηκε η δημιουργία Διεύθυνσης Θεάτρου παρόμοια με την Διεύθυνση Αυτοκρατορικών Θεάτρων που υπήρχε στην Αγία Πετρούπολη. Η νέα αυτή Διεύθυνση ανέλαβε και το θέατρο Μπολσόι, το οποίο πήρε τον τίτλο του Αυτοκρατορικού θεάτρου.
Η καταστροφή του Μπολσόι από πυρκαγιά
Το φθινόπωρο του 1805 το δεύτερο κτίριο του Μπολσόι καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το 1819 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για τη σχεδίαση του νέου θεάτρου, διαγωνισμό που κέρδισε ο Αντρέι Μιχαήλοφ. Όμως το σχέδιό του θεωρήθηκε πολύ δαπανηρό και ανατέθηκε η μετατροπή του στον αρχιτέκτονα Ιωσήφ Μπόβε. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1820. Την επιβλητική νεοκλασική πρόσοψη διακοσμούσε ένα προστώο με 8 κίονες, τους οποίους στεφάνωνε ένα αέτωμα πάνω από το οποίο βρισκόταν ένα γλυπτό που παρίστανε τον Απόλλωνα επάνω σε μια τρόικα. Το νέο οικοδόμημα δέσποζε στην υπό κατασκευή Πλατεία Θεάτρου. Τα εγκαίνια του νέου κτιρίου έγιναν στις 6 Ιανουαρίου 1825 με το μπαλέτο Σταχτοπούτα του Φερνάντο Σορ. Το Νέο Θέατρο Πετρόφσκυ ήταν πολύ μεγαλύτερο από το προηγούμενο γι' αυτό και έγινε γνωστό ως το Μεγάλο Πετρόφσκυ και εν συνεχεία το Μεγάλο θέατρο (μπολσόι στα ρωσικά σημαίνει μεγάλο). Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1824, άνοιξε το Θέατρο Μάλιι (το Μικρό Θέατρο) το οποίο κυρίως ανέβαζε πρόζα, την οποία θεωρούσαν κατώτερης ποιότητας θέαμα.
Ανακατασκευή κτιρίου του θεάτρου Μπολσόι
Στις 11 Μαρτίου 1853 μια νέα πυρκαγιά ξέσπασε στο κτίριο του θεάτρου Μπολσόι , η οποία κράτησε 3 μέρες και δεν άφησε παρά τους καπνισμένους εξωτερικούς πέτρινους τοίχους και τους κίονες του προστώου. Την ανακατασκευή ανέλαβε ο ιταλο-ρώσος αρχιτέκτονας Αλμπέρτο Καβός. Το συνολικό ύψος του κτιρίου αυξήθηκε κατά σχεδόν τέσσερα μέτρα. Το προστώο του Μπόβε παρέμεινε αλλά η πρόσοψη άλλαξε αρκετά. Προστέθηκε ένα δεύτερο αέτωμα, του οποίου το εσωτερικό διακοσμήθηκε με αλαβάστρινες φτερωτές φιγούρες που παίζουν λύρα. Η τρόικα του Απόλλωνα μετατράπηκε σε χάλκινο τέθριππο, που κατασκεύασε ο γλύπτης Πέτερ Κλοντ φον Γιούργενσμπουργκ. Επικλινείς στέγες στηρίχθηκαν σε κολώνες χυτοσίδηρου που ανεγέρθηκαν στις πλαϊνές εισόδους του θεάτρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση