Σπυρίδων Φίλκας Φιλικός Όταν «κάποιος» γράφει για την… προδοσία! Τα να είσαι αντικειμενικός «κριτής» έναντι ενός «έργου» δημιουρ...
Σπυρίδων Φίλκας Φιλικός
Όταν «κάποιος» γράφει για την… προδοσία!
Τα να είσαι αντικειμενικός «κριτής» έναντι ενός «έργου» δημιουργημένο από ένα πρόσωπο για το οποίο τρέφεις συμπάθεια, εκτίμηση ή ακόμη και φιλία (βαριά η λέξη), θα συμφωνήσετε – φαντάζομαι – ότι δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στο κόσμο – υπό την αίρεση βεβαίως – πως όταν – κριτικά – γράφεις «γι` αυτό», δεν απεκδύεσαι των συναισθημάτων σου, αλλά ούτε παραιτείσαι… εκ της κριτικής σου «ματιάς».
Παρά ταύτα κι` αφού η επικρατούσα άποψη είναι πως η κριτική – σε τελική ανάλυση – είναι «γνώμη» που παραμένει μια «υπόθεση» υποκειμενική (εδώ αυτό μας εξυπηρετεί, ασχέτως αν το υιοθετούμε…) και η επιθυμία να γράψεις «δυο τρεις σκέψεις» για ένα εγχείρημα γνωστού σου προσώπου – που και μόνον η προσπάθειά του σ` έχει γεμίσει χαρά – και επειδή δεν… είμεθα και δικαστές οι οποίοι οφείλουν να αιτηθούν εξαίρεση εκ της έδρας τους όταν, από το έδρανο της Θέμιδος, βλέπουν στο εδώλιο γνωστό τους πρόσωπο, τολμώ – αφού πρώτα «εξηγήθηκα» – να μιλήσω για το βιβλίο της Τζένης Μανάκη, το οποίο φέρει τον – σημειολογικά – …« Βαρύ » τίτλο, « Μικρές και μεγάλες προδοσίες» , εκδόσεις «Περίπλους»…
Δε δύναμαι να γνωρίζω το πόσο έγινε κατανοητή η «στόχευση» αυτής μου της εισαγωγής, αλλά μόλις σας… «εισήγαγα» (παραπλεύρως είναι αλήθεια και με ιδιαίτερη προσοχή…) σε ένα πεδίο προς προβληματισμό και που δεν είναι άλλο, από το πώς… «γράφονται» οι κριτικές στη μικρή μας χώρα και το ποιες μπορεί – εν δυνάμει – να είναι οι σχέσεις των κριτικών με τους δημιουργούς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την κριτική εν γένει, φυσικά και για πολλά άλλα….
Θέλω να πω ότι, με δεδομένο – σκεφθείτε – το πώς όλοι στον τόπο μας λίγο-πολύ γνωρίζονται αναμεταξύ τους, άρα διαβάζοντας κάποιος μια κριτική, μοιραίο είναι το μυαλό του να πηγαίνει παντού…
Φυσικά, αυτή η «ιδιαίτερη συνθήκη» δεν θα μπορούσε να καταργήσει τον κριτικό λόγο, πολύ δε περισσότερο να υποθέσει κανείς a priori πως – εξαιτίας της «συνθήκης» – ο όποιος «λόγος» είναι ένας χαριστικός ή και γιατί όχι (;) ακόμη κι` ένας εκδικητικός λόγος καλά κρυμμένος πίσω από έναν μανδύα μιας… «κριτικής προσέγγισης».
Θυμάμαι πάντοτε μιαν απάντηση που έδωσε ο Κ. Γεωργουσόπουλος όταν ερωτήθη το εάν έχει φίλους ηθοποιούς και γενικώς «ανθρώπους του θεάτρου». Απήντησε, λοιπόν, ο «πολύς» Γεωργουσόπουλος, πως φυσικά και οι περισσότεροι για τους οποίους γράφει είναι γνωστοί και φίλοι του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε ή να μην γράφει καθόλου για κάποια από τα έργα τους, συχνότερα να τους εκθειάζει, η ακόμη και να γράφει αρνητικά γι αυτούς, τονίζοντας μάλιστα, πως ποτέ κανείς – απ` αυτούς τους… «γνωστούς του» – δεν του «ζήτησε τον λόγο» για το γιατί και το πως κι από πού κι` ως που, έγραψε «αυτό ή εκείνο»…
Εξυπακούεται, πως όλα τα της «κριτικής» παραπάνω – τα οποία στην πλήρη τους ανάπτυξη θα καταλάμβαναν τις σελίδες ενός ογκωδεστάτου βιβλίου – λίγη και μικρή σημασία έχουν στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», υπό την έννοια του ό,τι, η κριτική και ο λόγος της, ελάχιστους επηρεάζουν αφού τα όσα γράφει κάποιος που «αυτοδιορίστηκε» κριτικός (έτσι τον βλέπουν οι περισσότεροι φιλότεχνοι, φιλόμουσοι, θεατρόφιλοι και αναγνώστες και όχι ως κάποιον που γνωρίζει – εξ ορισμού – λόγω σπουδών κι επαγγέλματος, παραπάνω και σε βάθος «τα πράγματα», ίσως γιατί κάτι τέτοιο σπανίζει, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου) πολύ λίγο τους αφορούν και πολύ περισσότερο αδιάφορους τους αφήνουν.
Βέβαια, επιθυμώ να είναι – κι` ελπίζω να έγινε – πλήρως κατανοητό ( έστω και πλαγίως ) το πως η επιλογή μου να γράψω για τις προδοσίες της Τζένης Μανάκη δεν ορμάται από το ό,τι γνωρίζω προσωπικά τη συγγραφέα του βιβλίου, αλλά αποκλειστικά και μόνον από την εντύπωση που μου έκανε το ίδιο το βιβλίο (έτσι οφείλει να συμβαίνει στα «κριτικά κείμενα», να το τονίζουμε αυτό γιατί ακόμη και το αυτονόητο… εις σπάνιν ευρίσκεται) και πρωτίστως, το ό,τι η Μανάκη είχε το θάρρος να καταπιαστεί με ένα τόσο πολυσύνθετο και διαδραστικό «πεδίο», όπως είναι το πεδίο της προδοσίας, ορίζοντάς το μάλιστα εξ υπαρχής στον τίτλο του βιβλίου της ως το εμφανές και χαρακτηριστικό πλαίσιο για να στήσει μια ιστορία, που τόσα πολλά μπορεί να εγείρει στον αναγνώστη ως «ζήτημα» προσωπικής λογοτεχνικής προσέγγισης και κυρίως, ως μια κορυφαία αίσθηση «πληρότητας» της «ζωής των άλλων».
Όταν «κάποιος» γράφει για την… προδοσία!
Τα να είσαι αντικειμενικός «κριτής» έναντι ενός «έργου» δημιουργημένο από ένα πρόσωπο για το οποίο τρέφεις συμπάθεια, εκτίμηση ή ακόμη και φιλία (βαριά η λέξη), θα συμφωνήσετε – φαντάζομαι – ότι δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στο κόσμο – υπό την αίρεση βεβαίως – πως όταν – κριτικά – γράφεις «γι` αυτό», δεν απεκδύεσαι των συναισθημάτων σου, αλλά ούτε παραιτείσαι… εκ της κριτικής σου «ματιάς».
Παρά ταύτα κι` αφού η επικρατούσα άποψη είναι πως η κριτική – σε τελική ανάλυση – είναι «γνώμη» που παραμένει μια «υπόθεση» υποκειμενική (εδώ αυτό μας εξυπηρετεί, ασχέτως αν το υιοθετούμε…) και η επιθυμία να γράψεις «δυο τρεις σκέψεις» για ένα εγχείρημα γνωστού σου προσώπου – που και μόνον η προσπάθειά του σ` έχει γεμίσει χαρά – και επειδή δεν… είμεθα και δικαστές οι οποίοι οφείλουν να αιτηθούν εξαίρεση εκ της έδρας τους όταν, από το έδρανο της Θέμιδος, βλέπουν στο εδώλιο γνωστό τους πρόσωπο, τολμώ – αφού πρώτα «εξηγήθηκα» – να μιλήσω για το βιβλίο της Τζένης Μανάκη, το οποίο φέρει τον – σημειολογικά – …« Βαρύ » τίτλο, « Μικρές και μεγάλες προδοσίες» , εκδόσεις «Περίπλους»…
Δε δύναμαι να γνωρίζω το πόσο έγινε κατανοητή η «στόχευση» αυτής μου της εισαγωγής, αλλά μόλις σας… «εισήγαγα» (παραπλεύρως είναι αλήθεια και με ιδιαίτερη προσοχή…) σε ένα πεδίο προς προβληματισμό και που δεν είναι άλλο, από το πώς… «γράφονται» οι κριτικές στη μικρή μας χώρα και το ποιες μπορεί – εν δυνάμει – να είναι οι σχέσεις των κριτικών με τους δημιουργούς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την κριτική εν γένει, φυσικά και για πολλά άλλα….
Το εξώφυλλο του βιβλίου. |
Φυσικά, αυτή η «ιδιαίτερη συνθήκη» δεν θα μπορούσε να καταργήσει τον κριτικό λόγο, πολύ δε περισσότερο να υποθέσει κανείς a priori πως – εξαιτίας της «συνθήκης» – ο όποιος «λόγος» είναι ένας χαριστικός ή και γιατί όχι (;) ακόμη κι` ένας εκδικητικός λόγος καλά κρυμμένος πίσω από έναν μανδύα μιας… «κριτικής προσέγγισης».
Θυμάμαι πάντοτε μιαν απάντηση που έδωσε ο Κ. Γεωργουσόπουλος όταν ερωτήθη το εάν έχει φίλους ηθοποιούς και γενικώς «ανθρώπους του θεάτρου». Απήντησε, λοιπόν, ο «πολύς» Γεωργουσόπουλος, πως φυσικά και οι περισσότεροι για τους οποίους γράφει είναι γνωστοί και φίλοι του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε ή να μην γράφει καθόλου για κάποια από τα έργα τους, συχνότερα να τους εκθειάζει, η ακόμη και να γράφει αρνητικά γι αυτούς, τονίζοντας μάλιστα, πως ποτέ κανείς – απ` αυτούς τους… «γνωστούς του» – δεν του «ζήτησε τον λόγο» για το γιατί και το πως κι από πού κι` ως που, έγραψε «αυτό ή εκείνο»…
Εξυπακούεται, πως όλα τα της «κριτικής» παραπάνω – τα οποία στην πλήρη τους ανάπτυξη θα καταλάμβαναν τις σελίδες ενός ογκωδεστάτου βιβλίου – λίγη και μικρή σημασία έχουν στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», υπό την έννοια του ό,τι, η κριτική και ο λόγος της, ελάχιστους επηρεάζουν αφού τα όσα γράφει κάποιος που «αυτοδιορίστηκε» κριτικός (έτσι τον βλέπουν οι περισσότεροι φιλότεχνοι, φιλόμουσοι, θεατρόφιλοι και αναγνώστες και όχι ως κάποιον που γνωρίζει – εξ ορισμού – λόγω σπουδών κι επαγγέλματος, παραπάνω και σε βάθος «τα πράγματα», ίσως γιατί κάτι τέτοιο σπανίζει, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου) πολύ λίγο τους αφορούν και πολύ περισσότερο αδιάφορους τους αφήνουν.
Βέβαια, επιθυμώ να είναι – κι` ελπίζω να έγινε – πλήρως κατανοητό ( έστω και πλαγίως ) το πως η επιλογή μου να γράψω για τις προδοσίες της Τζένης Μανάκη δεν ορμάται από το ό,τι γνωρίζω προσωπικά τη συγγραφέα του βιβλίου, αλλά αποκλειστικά και μόνον από την εντύπωση που μου έκανε το ίδιο το βιβλίο (έτσι οφείλει να συμβαίνει στα «κριτικά κείμενα», να το τονίζουμε αυτό γιατί ακόμη και το αυτονόητο… εις σπάνιν ευρίσκεται) και πρωτίστως, το ό,τι η Μανάκη είχε το θάρρος να καταπιαστεί με ένα τόσο πολυσύνθετο και διαδραστικό «πεδίο», όπως είναι το πεδίο της προδοσίας, ορίζοντάς το μάλιστα εξ υπαρχής στον τίτλο του βιβλίου της ως το εμφανές και χαρακτηριστικό πλαίσιο για να στήσει μια ιστορία, που τόσα πολλά μπορεί να εγείρει στον αναγνώστη ως «ζήτημα» προσωπικής λογοτεχνικής προσέγγισης και κυρίως, ως μια κορυφαία αίσθηση «πληρότητας» της «ζωής των άλλων».
O Τσίπρας, ο Προδότης της Ελλάδας, το γιουσουφάκι των Ερντογόν – Νταβούτογλου, που άνοιξε τα σύνορα από την μεριά της Τουρκίας για να πραγματοποιηθεί το Δόγμα Οζάλ, ( η κατάκτηση της Ελλάδας από την Τουρκία με Μουσουλμάνους λαθρομετανάστες ) με ύφος χιλίων πιθήκων σε συνέντευξη του στους Financial Times επισημαίνει τον κίνδυνο να μετατραπεί η Ελλάδα σε < μαύρη τρύπα για πρόσφυγες και μετανάστες, ( ΤΟ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ ΤΟ ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΕ )
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ α αυτός δεν έδωσε εντολή να μην εμποδίζονται να έρχονται στην Ελλάδα? Μα αυτός δεν τους έλεγε θα σας δώσουμε σπίτια? Μα αυτός δεν τους έλεγε θα σας κόψουμε και επίδομα? Μα αυτός δεν έλεγε είναι απάνθρωπο να είναι εδώ η μισή οικογένεια, προσκαλώντας έτσι και τα υπόλοιπα μέλη της? Μα αυτός δεν ζήτησε ΤΩΡΑ από τον Νταβούτογλου να πληροφορεί, ο Νταβούτογλου τις Ελληνικές αρχές, για το πόσοι εξ Τουρκίας (Μουσουλμάνοι λαθρομετανάστες ) θα έρχονται εβδομαδιαίως έτσι που οι Ελληνικές Αρχές πεσμένες στα τέσσερα με κατεβασμένα τα σώβρακα να τους υποδέχονται για ένα στα γρήγορα καλώς όρισες? ….. Μετά από αυτά συμπεραίνω ότι τα κόκαλα του Μέτερνιχ θα τρίζουν στον τάφο του καθώς θα έχει διαπιστώσει ότι στο ποιος ήταν και είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος αυτός τελικά αποδείχτηκε πολύ μικρός, καθώς τον ξεπέρασε ο Τσίπρας Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ και η ΑΡΙΣΤΕΡΗ Κυβέρνηση του, ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΠΟΤΕ Η ΕΛΛΑΔΑ…….