Μείωση στο 2% του ορίου για την είσοδο στη Βουλή και δραστικό περιορισμό του μπόνους των 50 εδρών προς το πρώτο κόμμα προβλέπουν σύμφωνα ...
Μείωση στο 2% του ορίου για την είσοδο στη Βουλή και δραστικό περιορισμό του μπόνους των 50 εδρών προς το πρώτο κόμμα προβλέπουν σύμφωνα με πληροφορίες οι αλλαγές που ετοιμάζει η κυβέρνηση στον εκλογικό νόμο. Επίσης θα καταργηθεί η διάταξη που αποκλείει τους συνασπισμούς κομμάτων, εφόσον κερδίσουν, από το μπόνους του νικητή.
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει ήδη εκφράσει την πρόθεση να δώσει προτεραιότητα στο θέμα του εκλογικού συστήματος και αυτό έθεσε μάλιστα στο τραπέζι της χθεσινής σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών ο κ. Τσίπρας. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βέβαια κάθε λόγο να προβάλει τώρα το επιχείρημα ότι αποδεικνύει τη συνέπειά της με τις παραδοσιακές θέσεις της αριστεράς υπέρ της απλής αναλογικής και το σημαντικότερο ότι προβαίνει στις μεταβολές ενόσω διατηρεί την πολιτική κυριαρχία έχοντας κερδίσει με διαφορά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα μερικών μηνών. Ο νέος νόμος μπορεί μάλιστα να τεθεί σε εφαρμογή από τις αμέσως επόμενες εκλογές εφόσον ψηφιστεί με τουλάχιστον 200 ψήφους.
Η πολιτική ουσία είναι αρκετά διαφορετική. Η ανάλυση των νέων συνθηκών όπως διαμορφώνονται στο κομματικό σκηνικό ωθεί το κυβερνητικό επιτελείο στην ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας εκτιμώντας ότι θα βοηθήσει καθοριστικά στον ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο σημερινός εκλογικός νόμος έχει τις ρίζες του στο 2004 όταν μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές τον εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ δια του τότε υπουργού Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδη. Σε βασικές γραμμές προέβλεπε την αναλογική διανομή των 260 από τις 300 έδρες στα κόμματα που ξεπερνούν το 3% σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι υπόλοιπες 40 ήταν το μπόνους για το πρώτο κόμμα. Η διάταξη αυτή άλλαξε το 2008 με υπουργό Εσωτερικών τον Προκόπη Παυλόπουλο και ενισχύθηκε κατά 10 έδρες η πριμοδότηση προς τον νικητή. Τότε προστέθηκε και η ρήτρα που ουσιαστικά αποτρέπει τις προεκλογικές συνεργασίες κομμάτων όσον αφορά τη διεκδίκηση της εξουσίας.
Με το νόμο αυτό έγιναν και όλες οι έως σήμερα εκλογές επιτρέποντας έως και το 2009 -που ήταν και η τελευταία φορά πριν από τα μνημόνια- το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η εμπειρία των έξι ετών που έχουν μεσολαβήσει οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χώρα έχει μπει στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας οι οποίες αποτελούν πια μια πραγματικότητα μολονότι το ισχύον σύστημα έχει χτιστεί έτσι ώστε να διευκολύνει τα μονοκομματικά σχήματα. Το κυβερνητικό επιτελείο συμμερίζεται μάλιστα την εκτίμηση ότι οι φυγόκεντρες τάσεις θα ενισχυθούν το επόμενο διάστημα σε όλο το πολιτικό φάσμα. Και επικράτησε η άποψη ότι με την περαιτέρω αναλογικοποίηση του συστήματος οι τάσεις αυτές μπορούν να μεγαλώσουν κι άλλο καθιστώντας εντέλει και πιο ελαστικές και πιο «πολυσυλλεκτικές» τις συνεργασίες σε κυβερνητικό επίπεδο.
Με αυτήν ακριβώς τη σκέψη εξετάζεται η μείωση του πλαφόν για είσοδο στη Βουλή από 3% σε 2%. Θεωρείται ένα ισχυρό κίνητρο ώστε να δοκιμάσουν την εκλογική τύχη τους αυτόνομα όσο γίνεται περισσότερα σχήματα, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του φάσματος, δίχως το άγχος των αναγκαστικών συμπράξεων ή των παρωχημένων συνυπάρξεων. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη ήδη τη βασική του διάσπαση με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας και τη δημιουργία της ΛΑΕ, τα διλήμματα μεταφέρονται στις αριστερές παρυφές του όπου ο κατακερματισμός τείνει να διατηρηθεί ή και να επαυξηθεί. Μια τέτοια κατάσταση είναι προφανές ότι βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει τον πρώτο λόγο από τη στιγμή που εδραιώθηκε ως μεγάλη δύναμη στο χώρο της κεντροαριστεράς.
Από την άλλη πλευρά εκτιμάται ότι η ρευστότητα στην κεντροδεξιά μπορεί με τη βοήθεια ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος να οδηγήσει σε ταχύτερες ανακατατάξεις ακόμη και σε διάσπαση. Το σενάριο δεν δείχνει πια τόσο εξωπραγματικό ύστερα και από τις πρόσφατες πρωτοφανείς εξελίξεις στο χώρο της ΝΔ εν όψει της διαδικασίας εκλογής αρχηγού. Ως εκ τούτου η δημιουργία νέων σχημάτων, που αρκετοί τα τοποθετούν ακόμη και εντός του 2016, θα δώσει περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για πολιτικές συγκλίσεις και θα επιτρέψει ενδεχομένως να ξεπεραστούν και κυβερνητικά αδιέξοδα από την παρούσα Βουλή δίχως να αποτελέσει μονόδρομο η νέα προσφυγή σε κάλπες.
Σε φάση διεργασιών έχει μπει άλλωστε και ο παραδοσιακός χώρος της κεντροαριστεράς. Στο ΠΑΣΟΚ η συνύπαρξη της Φ. Γεννηματά -που δεν είναι τόσο αντίθεση όσο δείχνει στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ- με τον Ευ. Βενιζέλο κάθε άλλο παρά βεβαία διαφαίνεται ενώ και το Ποτάμι για να μη στερέψει εντελώς θα χρειαστεί συμμαχίες.
Κατά συνέπεια στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμάται ότι ο νέος εκλογικός νόμος μπορεί να δράσει να καταλύτης για να επιταχυνθούν οι ανακατατάξεις και να προκύψουν οι καινούριες ισορροπίες και οι ιδεολογικοπολιτικές συγγένειες ανάλογα με τις αλλαγές στο εκλογικό και το κοινωνικό σώμα. Σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο θεωρείται επίσης, από την ηγεσία του, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει το πλεονέκτημα και όντας στην εξουσία θα αποτελεί τον πιο σταθερό πόλο αναφοράς.
Για το μπόνους, συζητούνται δύο σενάρια. Το ένα προβλέπει τη διαμόρφωσή του ανάλογα με το ποσοστό του πρώτου κόμματος όπως έχει ζητήσει και η ΝΔ. Αν δηλαδή είναι πάνω από 40% να παίρνει 40-50 έδρες ενώ αν είναι πιο κάτω να μειώνεται αντίστοιχα σε 30 κοκ. Το δεύτερο σενάριο θέλει το πριμ να περιορίζεται σταθερά στις 10 ή το πολύ 20 έδρες. Σε μια προσομοίωση με τις τελευταίες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ με το 35,4% που έλαβε και με μπόνους π.χ. 20 έδρες, θα είχε στη νέα Βουλή όχι 145 έδρες αλλά 115. Φαινομενικά με το νέο εκλογικό νόμο βγαίνει χαμένος αν στις επόμενες εκλογές βγει πρώτο κόμμα. Επειδή όμως λογικά ακόμη και στην περίπτωση αυτή το ποσοστό του δεν θα είναι υψηλότερο, πολιτικά θα μπορεί να βγει κερδισμένος αφού θα αποτελεί τον αναγκαίο και βασικό εταίρο για τον σχηματισμό κυβέρνησης και θα κινείται πιο ευέλικτα με αρκετούς καινούριους δορυφόρους.
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει ήδη εκφράσει την πρόθεση να δώσει προτεραιότητα στο θέμα του εκλογικού συστήματος και αυτό έθεσε μάλιστα στο τραπέζι της χθεσινής σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών ο κ. Τσίπρας. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βέβαια κάθε λόγο να προβάλει τώρα το επιχείρημα ότι αποδεικνύει τη συνέπειά της με τις παραδοσιακές θέσεις της αριστεράς υπέρ της απλής αναλογικής και το σημαντικότερο ότι προβαίνει στις μεταβολές ενόσω διατηρεί την πολιτική κυριαρχία έχοντας κερδίσει με διαφορά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα μερικών μηνών. Ο νέος νόμος μπορεί μάλιστα να τεθεί σε εφαρμογή από τις αμέσως επόμενες εκλογές εφόσον ψηφιστεί με τουλάχιστον 200 ψήφους.
Η πολιτική ουσία είναι αρκετά διαφορετική. Η ανάλυση των νέων συνθηκών όπως διαμορφώνονται στο κομματικό σκηνικό ωθεί το κυβερνητικό επιτελείο στην ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας εκτιμώντας ότι θα βοηθήσει καθοριστικά στον ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο σημερινός εκλογικός νόμος έχει τις ρίζες του στο 2004 όταν μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές τον εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ δια του τότε υπουργού Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδη. Σε βασικές γραμμές προέβλεπε την αναλογική διανομή των 260 από τις 300 έδρες στα κόμματα που ξεπερνούν το 3% σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι υπόλοιπες 40 ήταν το μπόνους για το πρώτο κόμμα. Η διάταξη αυτή άλλαξε το 2008 με υπουργό Εσωτερικών τον Προκόπη Παυλόπουλο και ενισχύθηκε κατά 10 έδρες η πριμοδότηση προς τον νικητή. Τότε προστέθηκε και η ρήτρα που ουσιαστικά αποτρέπει τις προεκλογικές συνεργασίες κομμάτων όσον αφορά τη διεκδίκηση της εξουσίας.
Με το νόμο αυτό έγιναν και όλες οι έως σήμερα εκλογές επιτρέποντας έως και το 2009 -που ήταν και η τελευταία φορά πριν από τα μνημόνια- το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η εμπειρία των έξι ετών που έχουν μεσολαβήσει οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χώρα έχει μπει στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας οι οποίες αποτελούν πια μια πραγματικότητα μολονότι το ισχύον σύστημα έχει χτιστεί έτσι ώστε να διευκολύνει τα μονοκομματικά σχήματα. Το κυβερνητικό επιτελείο συμμερίζεται μάλιστα την εκτίμηση ότι οι φυγόκεντρες τάσεις θα ενισχυθούν το επόμενο διάστημα σε όλο το πολιτικό φάσμα. Και επικράτησε η άποψη ότι με την περαιτέρω αναλογικοποίηση του συστήματος οι τάσεις αυτές μπορούν να μεγαλώσουν κι άλλο καθιστώντας εντέλει και πιο ελαστικές και πιο «πολυσυλλεκτικές» τις συνεργασίες σε κυβερνητικό επίπεδο.
Με αυτήν ακριβώς τη σκέψη εξετάζεται η μείωση του πλαφόν για είσοδο στη Βουλή από 3% σε 2%. Θεωρείται ένα ισχυρό κίνητρο ώστε να δοκιμάσουν την εκλογική τύχη τους αυτόνομα όσο γίνεται περισσότερα σχήματα, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του φάσματος, δίχως το άγχος των αναγκαστικών συμπράξεων ή των παρωχημένων συνυπάρξεων. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη ήδη τη βασική του διάσπαση με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας και τη δημιουργία της ΛΑΕ, τα διλήμματα μεταφέρονται στις αριστερές παρυφές του όπου ο κατακερματισμός τείνει να διατηρηθεί ή και να επαυξηθεί. Μια τέτοια κατάσταση είναι προφανές ότι βοηθά τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει τον πρώτο λόγο από τη στιγμή που εδραιώθηκε ως μεγάλη δύναμη στο χώρο της κεντροαριστεράς.
Από την άλλη πλευρά εκτιμάται ότι η ρευστότητα στην κεντροδεξιά μπορεί με τη βοήθεια ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος να οδηγήσει σε ταχύτερες ανακατατάξεις ακόμη και σε διάσπαση. Το σενάριο δεν δείχνει πια τόσο εξωπραγματικό ύστερα και από τις πρόσφατες πρωτοφανείς εξελίξεις στο χώρο της ΝΔ εν όψει της διαδικασίας εκλογής αρχηγού. Ως εκ τούτου η δημιουργία νέων σχημάτων, που αρκετοί τα τοποθετούν ακόμη και εντός του 2016, θα δώσει περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για πολιτικές συγκλίσεις και θα επιτρέψει ενδεχομένως να ξεπεραστούν και κυβερνητικά αδιέξοδα από την παρούσα Βουλή δίχως να αποτελέσει μονόδρομο η νέα προσφυγή σε κάλπες.
Σε φάση διεργασιών έχει μπει άλλωστε και ο παραδοσιακός χώρος της κεντροαριστεράς. Στο ΠΑΣΟΚ η συνύπαρξη της Φ. Γεννηματά -που δεν είναι τόσο αντίθεση όσο δείχνει στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ- με τον Ευ. Βενιζέλο κάθε άλλο παρά βεβαία διαφαίνεται ενώ και το Ποτάμι για να μη στερέψει εντελώς θα χρειαστεί συμμαχίες.
Κατά συνέπεια στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμάται ότι ο νέος εκλογικός νόμος μπορεί να δράσει να καταλύτης για να επιταχυνθούν οι ανακατατάξεις και να προκύψουν οι καινούριες ισορροπίες και οι ιδεολογικοπολιτικές συγγένειες ανάλογα με τις αλλαγές στο εκλογικό και το κοινωνικό σώμα. Σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο θεωρείται επίσης, από την ηγεσία του, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει το πλεονέκτημα και όντας στην εξουσία θα αποτελεί τον πιο σταθερό πόλο αναφοράς.
Για το μπόνους, συζητούνται δύο σενάρια. Το ένα προβλέπει τη διαμόρφωσή του ανάλογα με το ποσοστό του πρώτου κόμματος όπως έχει ζητήσει και η ΝΔ. Αν δηλαδή είναι πάνω από 40% να παίρνει 40-50 έδρες ενώ αν είναι πιο κάτω να μειώνεται αντίστοιχα σε 30 κοκ. Το δεύτερο σενάριο θέλει το πριμ να περιορίζεται σταθερά στις 10 ή το πολύ 20 έδρες. Σε μια προσομοίωση με τις τελευταίες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ με το 35,4% που έλαβε και με μπόνους π.χ. 20 έδρες, θα είχε στη νέα Βουλή όχι 145 έδρες αλλά 115. Φαινομενικά με το νέο εκλογικό νόμο βγαίνει χαμένος αν στις επόμενες εκλογές βγει πρώτο κόμμα. Επειδή όμως λογικά ακόμη και στην περίπτωση αυτή το ποσοστό του δεν θα είναι υψηλότερο, πολιτικά θα μπορεί να βγει κερδισμένος αφού θα αποτελεί τον αναγκαίο και βασικό εταίρο για τον σχηματισμό κυβέρνησης και θα κινείται πιο ευέλικτα με αρκετούς καινούριους δορυφόρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση