Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου. Το ΟΧΙ στην προεκλογική παραπλάνηση και αβελτηρία των κορυφαίων υποκριτών που αναμετρώνται σε αυτές τις...
Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου.
Το ΟΧΙ στην προεκλογική παραπλάνηση και αβελτηρία των κορυφαίων υποκριτών που αναμετρώνται σε αυτές τις εκλογές, έχει μια σχετική και μια απόλυτη έκφραση. Η σχετική συνδέεται με την ψήφο προς τα αριστερά αντιμνημονιακά κόμματα, ενώ η απόλυτη με την αποχή. Και αυτή τη φορά δεν μπορεί παρά να κυριαρχήσει το απόλυτο, καθώς είναι αυτό και μόνον αυτό που συνδέει διαλεκτικώς το τολμηρό, δημοκρατικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με το ΟΧΙ στην απάτη μιας συναίνεσης (μετεκλογικής σύμπραξης) απολιτικής και άρα αντιδημοκρατικής μορφής.
Η αποχή, λοιπόν αναγνώστη μου, είναι στην σημερινή συγκυρία η μάλλον καλύτερη και ασφαλώς σαφέστερη απάντηση των αποφασισμένων δημοκρατών και όχι το δίλημμα των αναποφάσιστων, όπως στερεοτυπικώς και ανοήτως εμφανίζεται να αποτυπώνεται σε επιπόλαιες αναλύσεις της ελληνικής κοινής γνώμης.
Τι σημαίνει, λοιπόν, η αποχή σε αυτές τις εκλογές – συμπεριφορά την οποία υπερασπίζομαι για πρώτη φορά στην ζωή μου; Απόλυτη άρνηση της απάτης πως τα μνημόνια αυτά καθ’ εαυτά δεν δομούν ένα καθεστώς νέας κοινωνικής διαίρεσης, αλλά αντιθέτως υπερβαίνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις διαρκώς αναδιαρθρωνόμενες κοινωνικές τάξεις μέσα στην κρίση, παραπέμποντας σε μία μορφή διαλόγου που δήθεν μπορεί να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό αίτημα που συναρτάται ασφαλώς με το οξύ Κοινωνικό Ζήτημα που έχει προκύψει στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής της τρόικας. Από την άλλη, άρνηση των κατακερματισμένων μικρών αληθειών των λεγομένων αντιμνημονιακών δυνάμεων οι οποίες καταλήγουν με ένα απολύτως αφαιρετικό τρόπο σε ένα «ψέμα»: είτε στην δραχμή, είτε στην δικτατορία του προλεταριάτου, ή σε μία στρατιωτική χούντα.
Το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν τα μνημόνια, αλλά αποκλειστικά η πολιτική μεθοδολογία που τα χαρακτηρίζει και συνδέεται ασφαλώς με την μορφή της συντεταγμένης πτώχευσης της χώρας και του δανεισμού από τους κυβερνητικούς εταίρους της στην ευρωζώνη. Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: η μεθοδολογία της εσωτερικής υποτίμησης που συνδέεται με την επιτροπεία της τρόικας είναι μία μορφή άσκησης ηγεμονίας που υπονομεύει θανάσιμα το αστικό-δημοκρατικό φαινόμενο, οπουδήποτε και αν εφαρμοστεί. Καμία απολύτως κυβέρνηση οποιασδήποτε χώρας δεν θα επέλεγε την εσωτερική υποτίμηση ως δημοκρατική μέθοδο για την αντιμετώπιση μίας πιστωτικής κρίσης, αν διατηρούσε στοιχειώδη επαφή με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Και σήμερα βλέπεις στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ και όλα τα υπόλοιπα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, με απύθμενο θράσος, αντιεπιστημονικότητα και κόντρα στην ιστορία της ανθρωπότητας, να υποστηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έναν διάλογο των πολιτικών ελίτ, που υποτίθεται ότι θα δώσει δημοκρατική απάντηση στην ταξική διαίρεση που προκαλεί με πολεμικούς όρους η εσωτερική υποτίμηση. Φτάσαμε στο ελεεινό σημείο να ακούμε σαχλαμάρες εν είδη πολιτικού λόγου, περί «αναπτυξιακού σχεδίου» τη στιγμή κατά την οποία έχει ήδη συνομολογηθεί η εμβάθυνση και η διεύρυνση της εσωτερικής υποτίμησης δια του Τρίτου Μνημονίου!
Από την άλλη πλευρά, έρχονται οι αντιμνημονιακοί και δίχως να το δηλώνουν ρητώς, συνδέουν τον εκδημοκρατισμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση με την εξωτερική υποτίμηση μέσω ενός εθνικού νομίσματος. Ούτε αυτό ασφαλώς έχει σχέση με την ιστορική και επιστημονική αλήθεια. Εθνικό νόμισμα δεν σημαίνει οπωσδήποτε ευκαιρία εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανάπτυξης που με βιοοικονομικούς όρους θα υπηρετούσε τα φτωχοποιούμενα δύο τρίτα του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο αυτό καθίσταται αναγκαία, αν και όχι ικανή – όπως θέλω να τονίσω – προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα, στον βαθμό που η χώρα θα συνεχίσει να είναι δέσμια ενός ετεροκαθοριζόμενου πτωχευτικού καθεστώτος. Είναι, με μία κουβέντα, η πολιτική μεθοδολογία των ίδιων των μνημονίων που οδηγεί αναπόδραστα στην υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος για τις εσωτερικές συναλλαγές και αυτό οι μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις του «πάση θυσία στο ευρώ» κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, ενώ σχεδόν όλοι οι «αντιμνημονιακοί» εμφανίζουν το εθνικό νόμισμα ως ανακουφιστική, δημοκρατική λύση για απαλλαγή από τα μνημόνια.
Στην πραγματικότητα η αλήθεια είναι διαφορετική: είναι η συγκεκριμένη μεθοδολογία των μνημονίων που, προσβάλλοντας ευθέως κάθε έννοια δημοκρατίας στην Ελλάδα και το νομικό πολιτισμό της ΕΕ, οδηγεί στην ανάγκη υιοθέτησης ενός παράλληλου εθνικού νομίσματος, στο βαθμό που η μακρόχρονη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης καταλήξει σε μία μη διαχειρίσιμη από το πολιτικό προσωπικό και την διαπλοκή, μορφή ταξικής διαίρεσης. Αυτές οι εκλογές έρχονται ακριβώς στο σημείο όπου η εσωτερική υποτίμηση φαίνεται να φτάνει σε ένα όριο που διαλύει με αντικειμενικούς/κοινωνικούς όρους την λεγόμενη σταθερότητα του καθεστώτος ηγεμονίας στην Ελλάδα. Έρχονται, δηλαδή, οι εκλογές για να προσφέρουν σταθερότητα σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο βρίσκεται υπό επιτροπεία, για να αντιμετωπιστεί η δραματική αστάθεια που έχει με αντικειμενικούς όρους προκληθεί στη βάση της κοινωνίας, καθώς και στην παραγωγική βάση της χώρας.
Ο μηχανισμός είναι γνωστός και στηρίζεται σε μία ευρεία, απολιτική στην ουσία, συναίνεση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, συμπεριλαμβανομένου πλέον και του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα σε αυτούς. Όλοι αυτοί εμφανίζονται ικανοί εντός της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης να προσφέρουν λύσεις στην κοινωνία και στην παραγωγή που θα αφήσουν άπαντες ικανοποιημένους. Όλοι αυτοί παραπλανώντας με αισχρό τρόπο τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας, εμφανίζουν το σύγχρονο ελληνικό δράμα ως έναν απλό ανταγωνισμό συμφερόντων που θα μπορούσαν να συμβιβαστούν μέσα από τον διάλογο και τις μετεκλογικές συμπράξεις, ανάλογα με την διάρθρωση του εκλογικού αποτελέσματος. Με αυτή την έννοια, αναγνώστη μου, αυτές οι εκλογές συστήνουν μία απόλυτη απάτη που δεν μπορεί παρά να απαντηθεί με απόλυτο τρόπο! Και αυτός είναι η αποχή.
Ευρώ και δημοκρατία σήμαινε και σημαίνει μεταμόρφωση της ευρωζώνης από νομισματική ένωση σε οικονομική ένωση, με την παράλληλη δρομολόγηση της ριζοσπαστικής συντακτικής αναθεώρησης της ΕΕ, για την μετατροπή της σε μία πολιτική ένωση με την μορφή μίας αποκεντρωμένης ομοσπονδίας. Αυτό αποκαλείται εναλλακτική ηγεμονία στην Ευρώπη. Ευρώ και εσωτερική υποτίμηση σημαίνει κατάλυση της δημοκρατίας στην χώρα που υφίσταται αυτή την διαδικασία και του νομικού πολιτισμού που υποστηρίζει και νομιμοποιεί πολιτικά την σύγχρονη ιδέα του ευρωπαϊσμού.
Λύση στην ελληνική πιστωτική κρίση με παραμονή στο ευρώ δίχως εσωτερική υποτίμηση, ασφαλώς υπήρχε, υπάρχει, είναι σχετικά απλή και εύκολη στην εφαρμογή της, απαιτώντας ίσως περιορισμένη αναθεώρηση στους κανόνες και όχι στους θεσμούς της ΕΕ. Τέτοιες λύσεις διατύπωσαν δεκάδες προοδευτικοί οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί, μερικές εκ των οποίων υποστήριξε η γραφή μου προτού καν ο Γιώργος Παπανδρέου καταφύγει στην αλλοπρόσαλλη τακτική που οδήγησε στην σύσταση του «Ατομικού Μηχανισμού». Ποια ήταν η απάντηση σε αυτές τις ορθολογικές και βιοοικονομικές λύσεις; Αυτά είναι χρηματοπιστωτικά τεχνουργήματα που δεν έχουν ξαναγίνει – σαν να είχε ξαναγίνει η εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε με ανακούφιση από την πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού – γι’ αυτά δεν είναι έτοιμη η ευρωζώνη, δηλαδή δεν εξυπηρετούν στην συγκυρία την γερμανική νεοηγεμονία και το τραπεζικό σύστημα, ή με εντελώς αλήτικο τρόπο, του τύπου γιατί η Ελλάδα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και πλήρους αποδιοργάνωσης να μην έρθει στο γενικό βιοτικό επίπεδο της Λετονίας ή της Λιθουανίας, μια και «μαζί τα φάγαμε»! Διότι αυτό προϋποθέτει πλήρη κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και χούντα που αν δεν είναι στρατιωτικού χαρακτήρα, δεν μπορεί παρά να είναι κοινοβουλευτικού.
Μόνον που αυτό, εκτός από τους νεοφιλελεύθερους, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πλέον στα σοβαρά κανέναν από τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς, ούτε, ασφαλώς, την παρέα του Αλέξη Τσίπρα. Ποιους ενδιαφέρει; Όχι ασφαλώς και επίσης εκείνους που δεν πιστεύουν πως ο πλουραλισμός και η ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών είναι εγγύηση της βιοοικονομικής ανάπτυξης και εν τέλει της κοινωνικής ευημερίας. Ιδού, λοιπόν, πως καταλήγουμε στην αποχή από αυτές τις εκλογές, εάν επιθυμούμε με απόλυτο τρόπο να εκφράσουμε το δημοκρατικό αίτημα.
Και κάτι τελευταίο, μια και η παραπληροφόρηση μοιάζει να πετυχαίνει να αντιστρέψει εντελώς την πραγματικότητα που αφορά στην Ελλάδα: τα μνημόνια της εσωτερικής υποτίμησης και κοινωνικοπαραγωγικής αποδιοργάνωσης δεν επιβάλλονται, όπως όλοι εμφανίζουν – ακόμα και οι αντιμνημονιακοί – από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, απλούστατα διότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως θεσπισμένο όργανο στο πλαίσιο της νομιμότητας της ΕΕ που θα μπορούσε να τα επιβάλει. Το eurogroup, για παράδειγμα, δεν έχει καμία απολύτως αποφασιστική αρμοδιότητα, ούτε ασφαλώς ο πρόεδρος της κομισιόν, ή ο πρόεδρος της ΕΕ. Αποφασιστική αρμοδιότητα έχουν τα κοινοβούλια της κάθε χώρας και διακυβερνητική αρμοδιότητα με κανόνα την ομοφωνία, οι Σύνοδοι Κορυφής. Άρα τα μνημόνια με την συγκεκριμένη αντιδημοκρατική μεθοδολογία αποτελούν παραθεσμικά προϊόντα της ΕΕ, τα οποία αποκτούν θεσμική υπόσταση μέσω ενός διαρκούς κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα.
Προσωπικώς υποστήριξα με όλες μου τις δυνάμεις τον ΣΥΡΙΖΑ επί τόσα χρόνια με την πίστη ότι αντί και αυτός να ακολουθήσει σε συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων της κρίσης, την διαδικασία που εξευτελίζει κάθε έννοια ευρωπαϊκής νομιμότητας και το ίδιο το πολίτευμα της Ελλάδας, θα πρότεινε ένα νέο καθεστώς διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης, μία νέα δηλαδή δομή αντιμετώπισης της κρίσης, η οποία ασφαλώς δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται από ένα καλοδουλεμένο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης. Και όμως, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Κορώνες επί κορωνών και παιδιάστικος αντιδραστισμός υπήρξε αρχικά ο κανόνας, για να μεταμορφωθεί αιφνιδίως και υπό ένα καθεστώς ακραίων απειλών, σε απόλυτη συμμόρφωση στην στρατηγική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτός έλαβε καταστατικό χαρακτήρα σε ο, τι αφορά στην Ελλάδα, υπό την ηγεσία του κ. Σόιμπλε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα συνέβαλε με πράξεις και παραλείψεις στην δραματική ενίσχυση ενός περιβάλλοντος απειλών για την ελληνική κοινωνία και το εθνικό συμφέρον, ώστε έτσι να καταλήξουμε στην απόλυτη σεκιουριτοποίηση του ελληνικού ζητήματος με όρους εσωτερικής υποτίμησης ασφαλώς. Και αυτό, αν δεν μπορεί να το «σηκώσει» ο Γιάνης Βαρουφάκης, που στο κάτω-κάτω της γραφής συμμετείχε στον τραγέλαφο των δήθεν πολιτικών διαπραγματεύσεων, πώς θα μπορούσε να το αντέξει και να το ανεχθεί οποιοσδήποτε δημοκράτης σε αυτές τις εκλογές!
Και τι θα βγει με την αποχή; Είναι λύση η αποχή; Όχι, δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελεί οποιαδήποτε μορφή λύσης στο μείζον πολιτικό πρόβλημα που υφίσταται αυτή την στιγμή τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ! Είναι απλώς μία υγιής δημοκρατική αντίδραση που επιδιώκει να περάσει το μήνυμα πως ο ελληνικός λαός δεν αποτελείται από πρόβατα και στάνες. Το μήνυμα πως το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ήταν μία συνειδητή επιλογή για να τεθούν δημοκρατικοί όροι στην διαπραγμάτευση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης και όχι μια στιγμή εθνικολαϊκιστικής παραζάλης.
Το ΟΧΙ στην προεκλογική παραπλάνηση και αβελτηρία των κορυφαίων υποκριτών που αναμετρώνται σε αυτές τις εκλογές, έχει μια σχετική και μια απόλυτη έκφραση. Η σχετική συνδέεται με την ψήφο προς τα αριστερά αντιμνημονιακά κόμματα, ενώ η απόλυτη με την αποχή. Και αυτή τη φορά δεν μπορεί παρά να κυριαρχήσει το απόλυτο, καθώς είναι αυτό και μόνον αυτό που συνδέει διαλεκτικώς το τολμηρό, δημοκρατικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με το ΟΧΙ στην απάτη μιας συναίνεσης (μετεκλογικής σύμπραξης) απολιτικής και άρα αντιδημοκρατικής μορφής.
Η αποχή, λοιπόν αναγνώστη μου, είναι στην σημερινή συγκυρία η μάλλον καλύτερη και ασφαλώς σαφέστερη απάντηση των αποφασισμένων δημοκρατών και όχι το δίλημμα των αναποφάσιστων, όπως στερεοτυπικώς και ανοήτως εμφανίζεται να αποτυπώνεται σε επιπόλαιες αναλύσεις της ελληνικής κοινής γνώμης.
Τι σημαίνει, λοιπόν, η αποχή σε αυτές τις εκλογές – συμπεριφορά την οποία υπερασπίζομαι για πρώτη φορά στην ζωή μου; Απόλυτη άρνηση της απάτης πως τα μνημόνια αυτά καθ’ εαυτά δεν δομούν ένα καθεστώς νέας κοινωνικής διαίρεσης, αλλά αντιθέτως υπερβαίνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις διαρκώς αναδιαρθρωνόμενες κοινωνικές τάξεις μέσα στην κρίση, παραπέμποντας σε μία μορφή διαλόγου που δήθεν μπορεί να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό αίτημα που συναρτάται ασφαλώς με το οξύ Κοινωνικό Ζήτημα που έχει προκύψει στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής της τρόικας. Από την άλλη, άρνηση των κατακερματισμένων μικρών αληθειών των λεγομένων αντιμνημονιακών δυνάμεων οι οποίες καταλήγουν με ένα απολύτως αφαιρετικό τρόπο σε ένα «ψέμα»: είτε στην δραχμή, είτε στην δικτατορία του προλεταριάτου, ή σε μία στρατιωτική χούντα.
Το πρόβλημα ποτέ δεν ήταν τα μνημόνια, αλλά αποκλειστικά η πολιτική μεθοδολογία που τα χαρακτηρίζει και συνδέεται ασφαλώς με την μορφή της συντεταγμένης πτώχευσης της χώρας και του δανεισμού από τους κυβερνητικούς εταίρους της στην ευρωζώνη. Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: η μεθοδολογία της εσωτερικής υποτίμησης που συνδέεται με την επιτροπεία της τρόικας είναι μία μορφή άσκησης ηγεμονίας που υπονομεύει θανάσιμα το αστικό-δημοκρατικό φαινόμενο, οπουδήποτε και αν εφαρμοστεί. Καμία απολύτως κυβέρνηση οποιασδήποτε χώρας δεν θα επέλεγε την εσωτερική υποτίμηση ως δημοκρατική μέθοδο για την αντιμετώπιση μίας πιστωτικής κρίσης, αν διατηρούσε στοιχειώδη επαφή με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Και σήμερα βλέπεις στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ και όλα τα υπόλοιπα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, με απύθμενο θράσος, αντιεπιστημονικότητα και κόντρα στην ιστορία της ανθρωπότητας, να υποστηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έναν διάλογο των πολιτικών ελίτ, που υποτίθεται ότι θα δώσει δημοκρατική απάντηση στην ταξική διαίρεση που προκαλεί με πολεμικούς όρους η εσωτερική υποτίμηση. Φτάσαμε στο ελεεινό σημείο να ακούμε σαχλαμάρες εν είδη πολιτικού λόγου, περί «αναπτυξιακού σχεδίου» τη στιγμή κατά την οποία έχει ήδη συνομολογηθεί η εμβάθυνση και η διεύρυνση της εσωτερικής υποτίμησης δια του Τρίτου Μνημονίου!
Από την άλλη πλευρά, έρχονται οι αντιμνημονιακοί και δίχως να το δηλώνουν ρητώς, συνδέουν τον εκδημοκρατισμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση με την εξωτερική υποτίμηση μέσω ενός εθνικού νομίσματος. Ούτε αυτό ασφαλώς έχει σχέση με την ιστορική και επιστημονική αλήθεια. Εθνικό νόμισμα δεν σημαίνει οπωσδήποτε ευκαιρία εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανάπτυξης που με βιοοικονομικούς όρους θα υπηρετούσε τα φτωχοποιούμενα δύο τρίτα του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο αυτό καθίσταται αναγκαία, αν και όχι ικανή – όπως θέλω να τονίσω – προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα, στον βαθμό που η χώρα θα συνεχίσει να είναι δέσμια ενός ετεροκαθοριζόμενου πτωχευτικού καθεστώτος. Είναι, με μία κουβέντα, η πολιτική μεθοδολογία των ίδιων των μνημονίων που οδηγεί αναπόδραστα στην υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος για τις εσωτερικές συναλλαγές και αυτό οι μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις του «πάση θυσία στο ευρώ» κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, ενώ σχεδόν όλοι οι «αντιμνημονιακοί» εμφανίζουν το εθνικό νόμισμα ως ανακουφιστική, δημοκρατική λύση για απαλλαγή από τα μνημόνια.
Στην πραγματικότητα η αλήθεια είναι διαφορετική: είναι η συγκεκριμένη μεθοδολογία των μνημονίων που, προσβάλλοντας ευθέως κάθε έννοια δημοκρατίας στην Ελλάδα και το νομικό πολιτισμό της ΕΕ, οδηγεί στην ανάγκη υιοθέτησης ενός παράλληλου εθνικού νομίσματος, στο βαθμό που η μακρόχρονη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης καταλήξει σε μία μη διαχειρίσιμη από το πολιτικό προσωπικό και την διαπλοκή, μορφή ταξικής διαίρεσης. Αυτές οι εκλογές έρχονται ακριβώς στο σημείο όπου η εσωτερική υποτίμηση φαίνεται να φτάνει σε ένα όριο που διαλύει με αντικειμενικούς/κοινωνικούς όρους την λεγόμενη σταθερότητα του καθεστώτος ηγεμονίας στην Ελλάδα. Έρχονται, δηλαδή, οι εκλογές για να προσφέρουν σταθερότητα σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο βρίσκεται υπό επιτροπεία, για να αντιμετωπιστεί η δραματική αστάθεια που έχει με αντικειμενικούς όρους προκληθεί στη βάση της κοινωνίας, καθώς και στην παραγωγική βάση της χώρας.
Ο μηχανισμός είναι γνωστός και στηρίζεται σε μία ευρεία, απολιτική στην ουσία, συναίνεση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, συμπεριλαμβανομένου πλέον και του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα σε αυτούς. Όλοι αυτοί εμφανίζονται ικανοί εντός της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης να προσφέρουν λύσεις στην κοινωνία και στην παραγωγή που θα αφήσουν άπαντες ικανοποιημένους. Όλοι αυτοί παραπλανώντας με αισχρό τρόπο τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας, εμφανίζουν το σύγχρονο ελληνικό δράμα ως έναν απλό ανταγωνισμό συμφερόντων που θα μπορούσαν να συμβιβαστούν μέσα από τον διάλογο και τις μετεκλογικές συμπράξεις, ανάλογα με την διάρθρωση του εκλογικού αποτελέσματος. Με αυτή την έννοια, αναγνώστη μου, αυτές οι εκλογές συστήνουν μία απόλυτη απάτη που δεν μπορεί παρά να απαντηθεί με απόλυτο τρόπο! Και αυτός είναι η αποχή.
Ευρώ και δημοκρατία σήμαινε και σημαίνει μεταμόρφωση της ευρωζώνης από νομισματική ένωση σε οικονομική ένωση, με την παράλληλη δρομολόγηση της ριζοσπαστικής συντακτικής αναθεώρησης της ΕΕ, για την μετατροπή της σε μία πολιτική ένωση με την μορφή μίας αποκεντρωμένης ομοσπονδίας. Αυτό αποκαλείται εναλλακτική ηγεμονία στην Ευρώπη. Ευρώ και εσωτερική υποτίμηση σημαίνει κατάλυση της δημοκρατίας στην χώρα που υφίσταται αυτή την διαδικασία και του νομικού πολιτισμού που υποστηρίζει και νομιμοποιεί πολιτικά την σύγχρονη ιδέα του ευρωπαϊσμού.
Λύση στην ελληνική πιστωτική κρίση με παραμονή στο ευρώ δίχως εσωτερική υποτίμηση, ασφαλώς υπήρχε, υπάρχει, είναι σχετικά απλή και εύκολη στην εφαρμογή της, απαιτώντας ίσως περιορισμένη αναθεώρηση στους κανόνες και όχι στους θεσμούς της ΕΕ. Τέτοιες λύσεις διατύπωσαν δεκάδες προοδευτικοί οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί, μερικές εκ των οποίων υποστήριξε η γραφή μου προτού καν ο Γιώργος Παπανδρέου καταφύγει στην αλλοπρόσαλλη τακτική που οδήγησε στην σύσταση του «Ατομικού Μηχανισμού». Ποια ήταν η απάντηση σε αυτές τις ορθολογικές και βιοοικονομικές λύσεις; Αυτά είναι χρηματοπιστωτικά τεχνουργήματα που δεν έχουν ξαναγίνει – σαν να είχε ξαναγίνει η εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε με ανακούφιση από την πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού – γι’ αυτά δεν είναι έτοιμη η ευρωζώνη, δηλαδή δεν εξυπηρετούν στην συγκυρία την γερμανική νεοηγεμονία και το τραπεζικό σύστημα, ή με εντελώς αλήτικο τρόπο, του τύπου γιατί η Ελλάδα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και πλήρους αποδιοργάνωσης να μην έρθει στο γενικό βιοτικό επίπεδο της Λετονίας ή της Λιθουανίας, μια και «μαζί τα φάγαμε»! Διότι αυτό προϋποθέτει πλήρη κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και χούντα που αν δεν είναι στρατιωτικού χαρακτήρα, δεν μπορεί παρά να είναι κοινοβουλευτικού.
Μόνον που αυτό, εκτός από τους νεοφιλελεύθερους, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πλέον στα σοβαρά κανέναν από τους κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς, ούτε, ασφαλώς, την παρέα του Αλέξη Τσίπρα. Ποιους ενδιαφέρει; Όχι ασφαλώς και επίσης εκείνους που δεν πιστεύουν πως ο πλουραλισμός και η ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών είναι εγγύηση της βιοοικονομικής ανάπτυξης και εν τέλει της κοινωνικής ευημερίας. Ιδού, λοιπόν, πως καταλήγουμε στην αποχή από αυτές τις εκλογές, εάν επιθυμούμε με απόλυτο τρόπο να εκφράσουμε το δημοκρατικό αίτημα.
Και κάτι τελευταίο, μια και η παραπληροφόρηση μοιάζει να πετυχαίνει να αντιστρέψει εντελώς την πραγματικότητα που αφορά στην Ελλάδα: τα μνημόνια της εσωτερικής υποτίμησης και κοινωνικοπαραγωγικής αποδιοργάνωσης δεν επιβάλλονται, όπως όλοι εμφανίζουν – ακόμα και οι αντιμνημονιακοί – από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, απλούστατα διότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως θεσπισμένο όργανο στο πλαίσιο της νομιμότητας της ΕΕ που θα μπορούσε να τα επιβάλει. Το eurogroup, για παράδειγμα, δεν έχει καμία απολύτως αποφασιστική αρμοδιότητα, ούτε ασφαλώς ο πρόεδρος της κομισιόν, ή ο πρόεδρος της ΕΕ. Αποφασιστική αρμοδιότητα έχουν τα κοινοβούλια της κάθε χώρας και διακυβερνητική αρμοδιότητα με κανόνα την ομοφωνία, οι Σύνοδοι Κορυφής. Άρα τα μνημόνια με την συγκεκριμένη αντιδημοκρατική μεθοδολογία αποτελούν παραθεσμικά προϊόντα της ΕΕ, τα οποία αποκτούν θεσμική υπόσταση μέσω ενός διαρκούς κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα.
Προσωπικώς υποστήριξα με όλες μου τις δυνάμεις τον ΣΥΡΙΖΑ επί τόσα χρόνια με την πίστη ότι αντί και αυτός να ακολουθήσει σε συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων της κρίσης, την διαδικασία που εξευτελίζει κάθε έννοια ευρωπαϊκής νομιμότητας και το ίδιο το πολίτευμα της Ελλάδας, θα πρότεινε ένα νέο καθεστώς διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης, μία νέα δηλαδή δομή αντιμετώπισης της κρίσης, η οποία ασφαλώς δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται από ένα καλοδουλεμένο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης. Και όμως, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Κορώνες επί κορωνών και παιδιάστικος αντιδραστισμός υπήρξε αρχικά ο κανόνας, για να μεταμορφωθεί αιφνιδίως και υπό ένα καθεστώς ακραίων απειλών, σε απόλυτη συμμόρφωση στην στρατηγική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτός έλαβε καταστατικό χαρακτήρα σε ο, τι αφορά στην Ελλάδα, υπό την ηγεσία του κ. Σόιμπλε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα συνέβαλε με πράξεις και παραλείψεις στην δραματική ενίσχυση ενός περιβάλλοντος απειλών για την ελληνική κοινωνία και το εθνικό συμφέρον, ώστε έτσι να καταλήξουμε στην απόλυτη σεκιουριτοποίηση του ελληνικού ζητήματος με όρους εσωτερικής υποτίμησης ασφαλώς. Και αυτό, αν δεν μπορεί να το «σηκώσει» ο Γιάνης Βαρουφάκης, που στο κάτω-κάτω της γραφής συμμετείχε στον τραγέλαφο των δήθεν πολιτικών διαπραγματεύσεων, πώς θα μπορούσε να το αντέξει και να το ανεχθεί οποιοσδήποτε δημοκράτης σε αυτές τις εκλογές!
Και τι θα βγει με την αποχή; Είναι λύση η αποχή; Όχι, δεν ισχυρίζομαι ότι αποτελεί οποιαδήποτε μορφή λύσης στο μείζον πολιτικό πρόβλημα που υφίσταται αυτή την στιγμή τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ! Είναι απλώς μία υγιής δημοκρατική αντίδραση που επιδιώκει να περάσει το μήνυμα πως ο ελληνικός λαός δεν αποτελείται από πρόβατα και στάνες. Το μήνυμα πως το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ήταν μία συνειδητή επιλογή για να τεθούν δημοκρατικοί όροι στην διαπραγμάτευση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης και όχι μια στιγμή εθνικολαϊκιστικής παραζάλης.
ΤΙ ΜΠΟΥΡΕΣ ΛΕΣ ΚΎΡΙΕ Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλε;;;; ΌΛΟΙ ΝΑ ΠΆΜΕ ΝΑ ΨΗΦΊΣΟΥΝ ΔΥΝΑΤΆ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΑ.....ΆΚΟΥ ΑΠΟΧΉ... ΒΡΕΕΕ ΟΥΣΤΤΤΤΤΤΤΤΤ..
ΑπάντησηΔιαγραφή