Η στάση που θα τηρήσει σε αυτές τις εκλογές ο Αντώνης Σαμαράς αποτελεί ένα από τα θέματα που συζητούνται έντονα αυτές τις ημέρες στους δι...
Η στάση που θα τηρήσει σε αυτές τις εκλογές ο Αντώνης Σαμαράς αποτελεί ένα από τα θέματα που συζητούνται έντονα αυτές τις ημέρες στους διαδρόμους των γραφείων της ΝΔ στην λεωφόρο Συγγρού. Καθώς μάλιστα οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ οριακή και το ηθικό των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ενισχυμένο, αυξάνεται και το ενδιαφέρον για τον τρόπο που κινούνται τα κορυφαία στελέχη ενόψει του ενδεχομένου να κόψει πρώτη το νήμα η ΝΔ.
Τις συζητήσεις για τον πρώην πρωθυπουργό έχουν τροφοδοτήσει, από το προηγούμενο διάστημα, αρκετές αφορμές που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από πρόσωπα του περιβάλλοντός του και τα οποία ουκ ολίγες φορές λειτουργούν ως «σαμαρικότεροι» του ίδιου του κ. Σαμαρά.
Αυτό το περιβάλλον έχει επιτρέψει έως τώρα να πλανάται η εντύπωση ότι στην οδό Μουρούζη δεν θέλουν να κερδίσει η ΝΔ τις εκλογές, δημιουργώντας διάφορα προβλήματα στη νέα ηγεσία της και καλλιεργώντας σενάρια ακόμη και για καινούριο «δεξιό» κόμμα.
Το παράδοξο είναι ότι ο κ. Σαμαράς ήταν εκείνος που επέλεξε, τη βραδιά του δημοψηφίσματος και της ήττας του Ναι, τον κ. Μεϊμαράκη για μεταβατικό διάδοχό του στην προεδρία της ΝΔ. Από τη στιγμή που επιταχύνθηκαν λοιπόν οι εξελίξεις και η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές, ένα θετικό και νικηφόρο αποτέλεσμα για τη ΝΔ θα έπρεπε να θεωρείται, κατά την απλή λογική, αυτονόητη δικαίωση και της επιλογής που έκανε ο πρώην πρωθυπουργός στο πρόσωπο του κ. Μεϊμαράκη.
'Ομως τα πράγματα μάλλον δεν είναι όπως φαίνονται και ένας συνδυασμός προσωπικών και πολιτικών κινήτρων διαμορφώνουν άλλες συμπεριφορές. Αναφέρονται μάλιστα και συγκεκριμένα περιστατικά. Επί παραδείγματι, ο προερχόμενος από την Αργολίδα πρώην βουλευτής της ΝΔ Γιάννης Μανώλης έχει να διηγείται μαρτυρίες γνωστών του σύμφωνα με τις οποίες η πεθερά του κ. Σαμαρά, η κυρία Τέτη Κρητικού, σε συζητήσεις και συναντήσεις της στο Ναύπλιο εκφράζεται σκωπτικά για τον κ. Μεϊμαράκη και προτρέπει τους συνομιλητές της να μην ψηφίσουν τη ΝΔ.
Κάτι τέτοιο δεν θα άξιζε ίσως να αξιολογηθεί σοβαρά σε πολιτικό επίπεδο αν δεν συνδυαζόταν με τις πληροφορίες ότι ανάλογη γραμμή δίνουν ανά την Ελλάδα και σαμαρικά στελέχη ενεργώντας, όπως τουλάχιστον διατείνονται, στο όνομα του πρώην πρωθυπουργού.
Παρόμοια κρούσματα έχουν καταγραφεί σε προεκλογικές συνάξεις και δραστηριότητες της ΝΔ από τις οποίες οι σαμαρικοί καλούνται να απέχουν. Αυτό παρατηρήθηκε χαρακτηριστικά και στην εναρκτήρια συγκέντρωση των πολιτευτών και αυτοδιοικητικών στελεχών για τις εκλογές πριν από μερικές ημέρες στην λεωφόρο Συγγρού όπου είχε δοθεί γραμμή ώστε, με εξαίρεση ορισμένους προβεβλημένους βουλευτές, οι υπόλοιποι να απουσιάσουν από την ομιλία του κ. Μεϊμαράκη.
Από τη στιγμή που η μάχη προβλέπεται αμφίρροπη, πάντως, αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί παιχνίδι με τη φωτιά. Τυχόν ήττα της ΝΔ με μικρή διαφορά εύκολα θα χρεωθεί στην τακτική του «σαμαρικού στρατοπέδου» και θα προκαλέσει άλλες παρενέργειες. Ίσως γι αυτό ορισμένοι φροντίζουν να κινούνται προσεκτικά όπως ο Δημήτρης Σταμάτης ο οποίος, λόγω της και συμμετοχής του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και της επιθυμίας του να παραμείνει σε αυτό, φέρεται να έχει κάνει προσωπικά ανοίγματα προς την πλευρά του σημερινού αρχηγού της ΝΔ.
Εκτός από τους προσωπικούς λόγους, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτικές σκέψεις και επιδιώξεις που, όπως καταγράφεται στις παρασκηνιακές συζητήσεις, ωθούν την πλευρά του κ. Σαμαρά στην τακτική ροκανίσματος της εκλογικής πορείας της ΝΔ υπό τη σημερινή ηγεσία της. Οι επιδιώξεις αυτές είναι συνυφασμένες με τις διεργασίες για την επόμενη μέρα των εκλογών που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα οδηγήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Η πλευρά του κ. Σαμαρά έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι τα αποτελέσματα της 20ης Σεπτεμβρίου θα είναι τέτοια που η κυβέρνηση «μεγάλης συνεργασίας» με τη στήριξη ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα μονόδρομο. Στην περίπτωση όμως που η ΝΔ είναι το πρώτο κόμμα και αποτελέσει τον κορμό της νέας κυβέρνησης, ο κ. Μεϊμαράκης αναδεικνύεται προσωπικά σε αδιαμφισβήτητο αρχηγό της παράταξης, το τοπίο ξεκαθαρίζει για πολύ καιρό και αυτομάτως περνούν σε δεύτερη μοίρα αν όχι στο περιθώριο τα άλλα πρόσωπα και καταστάσεις.
Τα δεδομένα διαφοροποιούνται στην περίπτωση που η ΝΔ έρθει δεύτερο κόμμα. Αν η ήττα της την αφήσει και εκτός κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι θα ανακινηθεί γρήγορα το θέμα ηγεσίας.
Αν συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ερώτημα που αυτομάτως θα γεννηθεί τότε, έχει να κάνει με το ποια θα είναι η αντιπολίτευση στη νέα κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, συνομιλητές του κ. Σαμαρά υποστηρίζουν ότι εφόσον η ΝΔ συμμετάσχει σε μια τέτοια κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ και κατά πάσα πιθανότητα με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, δημιουργείται κενό στη «δεξιά» πτέρυγα του πολιτικού φάσματος.
Δεν θεωρείται μάλιστα ούτε τυχαίο ούτε αθώο το γεγονός ότι ορισμένα στελέχη της ΝΔ, συγκεκριμένης λογικής, όπως οι Μάκης Βορίδης και Αδωνις Γεωργιάδης σπεύδουν να ταχθούν δημοσίως αντίθετοι, από τώρα, σε κάθε σκέψη κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αντίθεσή τους αυτή σε άλλες περιόδους θα μπορούσε να εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη προσωπική προεκλογική τακτική η οποία όμως δεν υφίσταται εν προκειμένω αφού οι βουλευτές δεν χρειάζονται σταυρό εκλογής.
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι προετοιμάζεται το έδαφος ακόμη και για μετεκλογική διάσπαση της ΝΔ εν όψει ενός πιθανολογούμενου νέου κύκλου πολιτικής αστάθειας που μπορεί να καταλήξει πάλι, ύστερα από μερικούς μήνες, σε κάλπες.
Οι εμπνευστές του σχεδίου θεωρούν ότι ένας ικανός αριθμός βουλευτών από την παρούσα Κοινοβουλευτική Ομάδα (που λόγω λίστας δεν αναμένεται να έχει σημαντικές μεταβολές) θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στη δημιουργία ενός νέου «δεξιού» σχήματος το οποίο θα διαφωνήσει στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα προσπαθήσει να βρει χώρο μεταξύ ΝΔ και Χρυσής Αυγής.
Από στελέχη που έχουν απευθείας πρόσβαση στον κ. Σαμαρά διακινείται μάλιστα και το όνομα πρώην υπουργού που προορίζεται για επικεφαλής.
Το εκκολαπτόμενο εγχείρημα μιας τέτοιας «δεξιάς αντιπολίτευσης» συναντά όμως και έντονες επιφυλάξεις από εκείνους που αντιλαμβάνονται ότι η άκρατη προσήλωση των πρωταγωνιστών του στα προηγούμενα μνημόνια και η πλήρης υποταγή στη βούληση των δανειστών, κατά τα προηγούμενα χρόνια που συγκυβερνούσε η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, θα εκμηδενίσει την αξιοπιστία της κριτικής τους για το τρίτο Μνημόνιο έστω κι αν αυτό έχει τη βούλα του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το νέο «δεξιό» κόμμα μπορεί να μεθοδεύεται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής επιβίωσης από εκείνους που φοβούνται την περιθωριοποίησή τους αλλά δεν αποκλείεται να αποτελέσει τελικώς μια καρικατούρα.
Ανδρέας Καψαμπέλης
Τις συζητήσεις για τον πρώην πρωθυπουργό έχουν τροφοδοτήσει, από το προηγούμενο διάστημα, αρκετές αφορμές που προκαλούνται κατά κύριο λόγο από πρόσωπα του περιβάλλοντός του και τα οποία ουκ ολίγες φορές λειτουργούν ως «σαμαρικότεροι» του ίδιου του κ. Σαμαρά.
Αυτό το περιβάλλον έχει επιτρέψει έως τώρα να πλανάται η εντύπωση ότι στην οδό Μουρούζη δεν θέλουν να κερδίσει η ΝΔ τις εκλογές, δημιουργώντας διάφορα προβλήματα στη νέα ηγεσία της και καλλιεργώντας σενάρια ακόμη και για καινούριο «δεξιό» κόμμα.
Το παράδοξο είναι ότι ο κ. Σαμαράς ήταν εκείνος που επέλεξε, τη βραδιά του δημοψηφίσματος και της ήττας του Ναι, τον κ. Μεϊμαράκη για μεταβατικό διάδοχό του στην προεδρία της ΝΔ. Από τη στιγμή που επιταχύνθηκαν λοιπόν οι εξελίξεις και η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές, ένα θετικό και νικηφόρο αποτέλεσμα για τη ΝΔ θα έπρεπε να θεωρείται, κατά την απλή λογική, αυτονόητη δικαίωση και της επιλογής που έκανε ο πρώην πρωθυπουργός στο πρόσωπο του κ. Μεϊμαράκη.
'Ομως τα πράγματα μάλλον δεν είναι όπως φαίνονται και ένας συνδυασμός προσωπικών και πολιτικών κινήτρων διαμορφώνουν άλλες συμπεριφορές. Αναφέρονται μάλιστα και συγκεκριμένα περιστατικά. Επί παραδείγματι, ο προερχόμενος από την Αργολίδα πρώην βουλευτής της ΝΔ Γιάννης Μανώλης έχει να διηγείται μαρτυρίες γνωστών του σύμφωνα με τις οποίες η πεθερά του κ. Σαμαρά, η κυρία Τέτη Κρητικού, σε συζητήσεις και συναντήσεις της στο Ναύπλιο εκφράζεται σκωπτικά για τον κ. Μεϊμαράκη και προτρέπει τους συνομιλητές της να μην ψηφίσουν τη ΝΔ.
Κάτι τέτοιο δεν θα άξιζε ίσως να αξιολογηθεί σοβαρά σε πολιτικό επίπεδο αν δεν συνδυαζόταν με τις πληροφορίες ότι ανάλογη γραμμή δίνουν ανά την Ελλάδα και σαμαρικά στελέχη ενεργώντας, όπως τουλάχιστον διατείνονται, στο όνομα του πρώην πρωθυπουργού.
Παρόμοια κρούσματα έχουν καταγραφεί σε προεκλογικές συνάξεις και δραστηριότητες της ΝΔ από τις οποίες οι σαμαρικοί καλούνται να απέχουν. Αυτό παρατηρήθηκε χαρακτηριστικά και στην εναρκτήρια συγκέντρωση των πολιτευτών και αυτοδιοικητικών στελεχών για τις εκλογές πριν από μερικές ημέρες στην λεωφόρο Συγγρού όπου είχε δοθεί γραμμή ώστε, με εξαίρεση ορισμένους προβεβλημένους βουλευτές, οι υπόλοιποι να απουσιάσουν από την ομιλία του κ. Μεϊμαράκη.
Από τη στιγμή που η μάχη προβλέπεται αμφίρροπη, πάντως, αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί παιχνίδι με τη φωτιά. Τυχόν ήττα της ΝΔ με μικρή διαφορά εύκολα θα χρεωθεί στην τακτική του «σαμαρικού στρατοπέδου» και θα προκαλέσει άλλες παρενέργειες. Ίσως γι αυτό ορισμένοι φροντίζουν να κινούνται προσεκτικά όπως ο Δημήτρης Σταμάτης ο οποίος, λόγω της και συμμετοχής του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και της επιθυμίας του να παραμείνει σε αυτό, φέρεται να έχει κάνει προσωπικά ανοίγματα προς την πλευρά του σημερινού αρχηγού της ΝΔ.
Εκτός από τους προσωπικούς λόγους, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτικές σκέψεις και επιδιώξεις που, όπως καταγράφεται στις παρασκηνιακές συζητήσεις, ωθούν την πλευρά του κ. Σαμαρά στην τακτική ροκανίσματος της εκλογικής πορείας της ΝΔ υπό τη σημερινή ηγεσία της. Οι επιδιώξεις αυτές είναι συνυφασμένες με τις διεργασίες για την επόμενη μέρα των εκλογών που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα οδηγήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Η πλευρά του κ. Σαμαρά έχει καταλήξει στην εκτίμηση ότι τα αποτελέσματα της 20ης Σεπτεμβρίου θα είναι τέτοια που η κυβέρνηση «μεγάλης συνεργασίας» με τη στήριξη ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα μονόδρομο. Στην περίπτωση όμως που η ΝΔ είναι το πρώτο κόμμα και αποτελέσει τον κορμό της νέας κυβέρνησης, ο κ. Μεϊμαράκης αναδεικνύεται προσωπικά σε αδιαμφισβήτητο αρχηγό της παράταξης, το τοπίο ξεκαθαρίζει για πολύ καιρό και αυτομάτως περνούν σε δεύτερη μοίρα αν όχι στο περιθώριο τα άλλα πρόσωπα και καταστάσεις.
Τα δεδομένα διαφοροποιούνται στην περίπτωση που η ΝΔ έρθει δεύτερο κόμμα. Αν η ήττα της την αφήσει και εκτός κυβέρνησης, είναι βέβαιο ότι θα ανακινηθεί γρήγορα το θέμα ηγεσίας.
Αν συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ερώτημα που αυτομάτως θα γεννηθεί τότε, έχει να κάνει με το ποια θα είναι η αντιπολίτευση στη νέα κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, συνομιλητές του κ. Σαμαρά υποστηρίζουν ότι εφόσον η ΝΔ συμμετάσχει σε μια τέτοια κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ και κατά πάσα πιθανότητα με το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, δημιουργείται κενό στη «δεξιά» πτέρυγα του πολιτικού φάσματος.
Δεν θεωρείται μάλιστα ούτε τυχαίο ούτε αθώο το γεγονός ότι ορισμένα στελέχη της ΝΔ, συγκεκριμένης λογικής, όπως οι Μάκης Βορίδης και Αδωνις Γεωργιάδης σπεύδουν να ταχθούν δημοσίως αντίθετοι, από τώρα, σε κάθε σκέψη κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αντίθεσή τους αυτή σε άλλες περιόδους θα μπορούσε να εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη προσωπική προεκλογική τακτική η οποία όμως δεν υφίσταται εν προκειμένω αφού οι βουλευτές δεν χρειάζονται σταυρό εκλογής.
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι προετοιμάζεται το έδαφος ακόμη και για μετεκλογική διάσπαση της ΝΔ εν όψει ενός πιθανολογούμενου νέου κύκλου πολιτικής αστάθειας που μπορεί να καταλήξει πάλι, ύστερα από μερικούς μήνες, σε κάλπες.
Οι εμπνευστές του σχεδίου θεωρούν ότι ένας ικανός αριθμός βουλευτών από την παρούσα Κοινοβουλευτική Ομάδα (που λόγω λίστας δεν αναμένεται να έχει σημαντικές μεταβολές) θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στη δημιουργία ενός νέου «δεξιού» σχήματος το οποίο θα διαφωνήσει στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα προσπαθήσει να βρει χώρο μεταξύ ΝΔ και Χρυσής Αυγής.
Από στελέχη που έχουν απευθείας πρόσβαση στον κ. Σαμαρά διακινείται μάλιστα και το όνομα πρώην υπουργού που προορίζεται για επικεφαλής.
Το εκκολαπτόμενο εγχείρημα μιας τέτοιας «δεξιάς αντιπολίτευσης» συναντά όμως και έντονες επιφυλάξεις από εκείνους που αντιλαμβάνονται ότι η άκρατη προσήλωση των πρωταγωνιστών του στα προηγούμενα μνημόνια και η πλήρης υποταγή στη βούληση των δανειστών, κατά τα προηγούμενα χρόνια που συγκυβερνούσε η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, θα εκμηδενίσει την αξιοπιστία της κριτικής τους για το τρίτο Μνημόνιο έστω κι αν αυτό έχει τη βούλα του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το νέο «δεξιό» κόμμα μπορεί να μεθοδεύεται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής επιβίωσης από εκείνους που φοβούνται την περιθωριοποίησή τους αλλά δεν αποκλείεται να αποτελέσει τελικώς μια καρικατούρα.
Ανδρέας Καψαμπέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση