Επισημαίνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Δεν σου κρύβω αναγνώστη μου πως νοιώθω ικανοποιημένος για δύο πράγματα: (1) βλέποντας οι πληροφο...
Επισημαίνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος.
Δεν σου κρύβω αναγνώστη μου πως νοιώθω ικανοποιημένος για δύο πράγματα: (1) βλέποντας οι πληροφορίες που προσέφερα και οι εκτιμήσεις που δοκίμασα για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης να επαληθεύονται από τα γεγονότα και (2) παρατηρώντας η κυβέρνηση Τσίπρα, μετά από παλινωδίες, αντιφάσεις και παιδιάστικους ακροβατισμούς να ευθυγραμμίζεται απολύτως με την στρατηγική που άρθρωσα και υπερασπίζομαι σθεναρά για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Προφανώς δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για το διαφαινόμενο, αμιγώς κοινωνικοοικονομικό αποτέλεσμα αυτής της σαφώς πλέον δρομολογημένης συμφωνίας, η οποία βασίζεται σε μια χαλαρότερη μορφήconditionality [: ρευστότητα έναντι κοινά συμπεφωνημένων - ουσιαστικά επιβαλλομένων - μεταρρυθμιστικών μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης με τους λεγόμενους Θεσμούς] και σε μια διαδικασία διαδοχικών μνημονίων (memorandum of understanding –MoU), τα οποία θα υφίστανται τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει οριστική διευθέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους προς τους εταίρους-πιστωτές των ελληνικών αρχών και εξοφληθεί ή θεωρηθεί πως εξοφλήθηκε το ΔΝΤ. Δυστυχώς, έστω και μερικώς αναθεωρημένο υπέρ του κοινωνικού κράτους, το υφιστάμενο πρόγραμμα στο οποίο δέσμευσε την χώρα η προηγουμένη κυβέρνηση θα επεκταθεί με την υψηλή - και δυστυχώς μυστική - πολιτική, ωστόσο, να ρυθμίζει την οικονομία του και όχι το αντίστροφο, όπως συνέβαινε από την αρχή της εμπλοκής της τρόικας στα ελληνικά πράγματα μέχρι σήμερα.
Αυτό το τελευταίο είναι που θα πρέπει να «πιστωθεί» θετικά στη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, αν φυσικά στοχάζεσαι ποζιτιβιστικά και έχεις μάθει να βλέπεις το ποτήρι είτε μισοάδειο, είτε μισογεμάτο: Θα μπορούσες, έτσι, να το δεις μισογεμάτο και αυτό οφείλεται στο ότι ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να επιτυγχάνει την εκ νέου πολιτικοποίηση της κρίσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Πρόσεξε την μεταβολή στην αφήγησή του που ουσιαστικά έρχεται να ταυτιστεί ξανά με την δική μου: «Μίλησα με τον Πρόεδρο Γιούνκερ, την Καγκελάριο Μέρκελ και τον Πρόεδρο Ολάντ σήμερα σε καλό και εποικοδομητικό κλίμα. Αποφασίσαμε να εντατικοποιήσουμε την προσπάθεια για γεφύρωση των διαφορών και να προχωρήσουμε στο επόμενο διάστημα σε μια λύση. Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δώσουμε μια λύση βιώσιμη, να δώσουμε και τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιστρέψει με κοινωνική συνοχή και ασφάλεια στην ανάπτυξη, αλλά και με ένα χρέος βιώσιμο. Σε μια προοπτική που θα δώσει ξανά ασφάλεια και σταθερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα σε όλη την Ευρώπη». Πρόσεξε πώς τοποθετεί πλέον το ζήτημα: «να δώσουμε…» και στη συνέχεια «να δώσουμε…» [… ] «σε μια προοπτική που θα δώσει ξανά ασφάλεια και σταθερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα σε όλη την Ευρώπη».
Τώρα, μιλούμε ξανά την ίδια γλώσσα με τον πρωθυπουργό, μετά από ένα σχεδόν τετράμηνο στρατηγικού χαρακτήρα σύγχυσης από τη νέα ελληνική κυβέρνηση! Τώρα και έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση της Ελλάδας μετατρέπεται ξανά σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό και διεθνές πρόβλημα, από ένα περισσότερο ή λιγότερο εσωτερικό πρόβλημα της χώρας μας.
Μόνον έτσι, αναγνώστη μου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα σοβαρά για επίλυση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης, χωρίς περεταίρω κοινωνική και κεφαλαιουχική καταστροφή στη χώρα μας, χωρίς «διπλό νομισματικό» και χωρίς δραματική πολιτική κρίση στην ΕΕ και ευρύτερα με επίκεντρο αυτό το ζήτημα – το οποίο έχει ήδη μετουσιώσει την Ελλάδα από αναπτυγμένη σε υπο-ανάπτυξη χώρα και από ώριμη δημοκρατία και οικονομία της αγοράς σε ….βαλκανική περίπτωση, στοιχείο της λεγόμενης «βαλκανικής σαλάτας»!
Βεβαίως η επαναπολιτικοποίηση της διαπραγμάτευσης του ελληνικού ζητήματος και η σαφής επανένταξή του στις ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές, φέρνει πολύ κοντά νέες γενικές εκλογές στην Ελλάδα, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενο σημείωμα. Η επαναπολιτικοποίηση της διαπραγμάτευσης, επαναπολιτικοποιεί στην ουσία τον εσωτερικό κοινωνικοοικονομικό ανταγωνισμό, όπως και τον ανταγωνισμό στους κόλπους της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και τον εσωτερικό ανταγωνισμό στα κόμματα, με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει μια μοναδική ευκαιρία να ορίσει το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι στην συγκυρία …για να το κερδίσει φυσικά!
Δεν σου κρύβω αναγνώστη μου πως νοιώθω ικανοποιημένος για δύο πράγματα: (1) βλέποντας οι πληροφορίες που προσέφερα και οι εκτιμήσεις που δοκίμασα για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης να επαληθεύονται από τα γεγονότα και (2) παρατηρώντας η κυβέρνηση Τσίπρα, μετά από παλινωδίες, αντιφάσεις και παιδιάστικους ακροβατισμούς να ευθυγραμμίζεται απολύτως με την στρατηγική που άρθρωσα και υπερασπίζομαι σθεναρά για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Προφανώς δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για το διαφαινόμενο, αμιγώς κοινωνικοοικονομικό αποτέλεσμα αυτής της σαφώς πλέον δρομολογημένης συμφωνίας, η οποία βασίζεται σε μια χαλαρότερη μορφήconditionality [: ρευστότητα έναντι κοινά συμπεφωνημένων - ουσιαστικά επιβαλλομένων - μεταρρυθμιστικών μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης με τους λεγόμενους Θεσμούς] και σε μια διαδικασία διαδοχικών μνημονίων (memorandum of understanding –MoU), τα οποία θα υφίστανται τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει οριστική διευθέτηση του ελληνικού δημοσίου χρέους προς τους εταίρους-πιστωτές των ελληνικών αρχών και εξοφληθεί ή θεωρηθεί πως εξοφλήθηκε το ΔΝΤ. Δυστυχώς, έστω και μερικώς αναθεωρημένο υπέρ του κοινωνικού κράτους, το υφιστάμενο πρόγραμμα στο οποίο δέσμευσε την χώρα η προηγουμένη κυβέρνηση θα επεκταθεί με την υψηλή - και δυστυχώς μυστική - πολιτική, ωστόσο, να ρυθμίζει την οικονομία του και όχι το αντίστροφο, όπως συνέβαινε από την αρχή της εμπλοκής της τρόικας στα ελληνικά πράγματα μέχρι σήμερα.
Αυτό το τελευταίο είναι που θα πρέπει να «πιστωθεί» θετικά στη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, αν φυσικά στοχάζεσαι ποζιτιβιστικά και έχεις μάθει να βλέπεις το ποτήρι είτε μισοάδειο, είτε μισογεμάτο: Θα μπορούσες, έτσι, να το δεις μισογεμάτο και αυτό οφείλεται στο ότι ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να επιτυγχάνει την εκ νέου πολιτικοποίηση της κρίσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Πρόσεξε την μεταβολή στην αφήγησή του που ουσιαστικά έρχεται να ταυτιστεί ξανά με την δική μου: «Μίλησα με τον Πρόεδρο Γιούνκερ, την Καγκελάριο Μέρκελ και τον Πρόεδρο Ολάντ σήμερα σε καλό και εποικοδομητικό κλίμα. Αποφασίσαμε να εντατικοποιήσουμε την προσπάθεια για γεφύρωση των διαφορών και να προχωρήσουμε στο επόμενο διάστημα σε μια λύση. Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δώσουμε μια λύση βιώσιμη, να δώσουμε και τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επιστρέψει με κοινωνική συνοχή και ασφάλεια στην ανάπτυξη, αλλά και με ένα χρέος βιώσιμο. Σε μια προοπτική που θα δώσει ξανά ασφάλεια και σταθερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα σε όλη την Ευρώπη». Πρόσεξε πώς τοποθετεί πλέον το ζήτημα: «να δώσουμε…» και στη συνέχεια «να δώσουμε…» [… ] «σε μια προοπτική που θα δώσει ξανά ασφάλεια και σταθερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα σε όλη την Ευρώπη».
Τώρα, μιλούμε ξανά την ίδια γλώσσα με τον πρωθυπουργό, μετά από ένα σχεδόν τετράμηνο στρατηγικού χαρακτήρα σύγχυσης από τη νέα ελληνική κυβέρνηση! Τώρα και έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση της Ελλάδας μετατρέπεται ξανά σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό και διεθνές πρόβλημα, από ένα περισσότερο ή λιγότερο εσωτερικό πρόβλημα της χώρας μας.
Μόνον έτσι, αναγνώστη μου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα σοβαρά για επίλυση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης, χωρίς περεταίρω κοινωνική και κεφαλαιουχική καταστροφή στη χώρα μας, χωρίς «διπλό νομισματικό» και χωρίς δραματική πολιτική κρίση στην ΕΕ και ευρύτερα με επίκεντρο αυτό το ζήτημα – το οποίο έχει ήδη μετουσιώσει την Ελλάδα από αναπτυγμένη σε υπο-ανάπτυξη χώρα και από ώριμη δημοκρατία και οικονομία της αγοράς σε ….βαλκανική περίπτωση, στοιχείο της λεγόμενης «βαλκανικής σαλάτας»!
Βεβαίως η επαναπολιτικοποίηση της διαπραγμάτευσης του ελληνικού ζητήματος και η σαφής επανένταξή του στις ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές, φέρνει πολύ κοντά νέες γενικές εκλογές στην Ελλάδα, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενο σημείωμα. Η επαναπολιτικοποίηση της διαπραγμάτευσης, επαναπολιτικοποιεί στην ουσία τον εσωτερικό κοινωνικοοικονομικό ανταγωνισμό, όπως και τον ανταγωνισμό στους κόλπους της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και τον εσωτερικό ανταγωνισμό στα κόμματα, με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει μια μοναδική ευκαιρία να ορίσει το εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι στην συγκυρία …για να το κερδίσει φυσικά!
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση