Από το http://sibilla-gr-sibilla.blogspot.gr/ Ο τυρρανοκτόνος Δημήτρης Τσαφέντας... ο άγνωστος Έλληνας Τσε Γκουεβάρα, που η επίσημη ι...
Από το http://sibilla-gr-sibilla.blogspot.gr/
Ο τυρρανοκτόνος Δημήτρης Τσαφέντας... ο άγνωστος Έλληνας Τσε Γκουεβάρα, που η επίσημη ιστοριογραφία θέλει να...
ξεχαστεί!
Μίμης Τσαφέντας... Ο πραγματικός φονιάς του Απαρτχάιντ!
ξεχαστεί!
Μίμης Τσαφέντας... Ο πραγματικός φονιάς του Απαρτχάιντ!
Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος... θρύλος που έτρεμε ο Μαντέλα... πως θα του έπαιρνε τη "δόξα" της εξέγρσης, γιατί ο Μίμης ήταν ο επαναστάτης που πυροδότησε και σηματοδότησε τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιν!
Δίπλα του, στο ψυχιατρείο που τον έβαλε ο Μαντέλα, ως κίνηση "φιλανθρωπίας" κι ουσιαστικά για να μην σκιαστεί η δόξα του, λίγοι αγωνιστές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ν. Αφρικής, η Λίζα Καίη, ο δικηγόρος του που σήμερα είναι Πρόεδρος στον Άρειο Πάγο της Ν. Αφρικής κι ο Ζακυνθινός, τότε αρχιμανδρίτης στη Ν. Αφρική, Γιάννης Τσαφταρίδης, ένα σύγχρονος Παπαφλέσσας, σήμερα Επίσκοπος Μοζαμβίκης, που σηκώνει το βάρος της Αρχιεπισκοπής Μοζαμβίκης, της πατρίδας που γεννήθηκε ο Μίμης, ο γιος του Κρητικού Μιχάλη Τσαφαντάκη.
Στην Ελλάδα, κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την ιστοριογραφία που γράφουν οι "νικητές", οι "ισχυροί", να μιλήσει και ν' αναδείξει τον Επαναστάτη μας, τον Έλληνα Τσε...
Δημήτρης Τσαφέντας... ο τυρρανοκτόνος που εκτέλεσε τον πρωθυπουργό του Απαρτχάιντ Dr. Hendrik Verwoerd
Να σκοτώσεις μέσα στην Βουλή της Νότιας Αφρικής με τέσσερις
μαχαιριές τον πρωθυπουργό - οραματιστή του απαρτχάιντ Εντρικ Φερβούρτ
και, όταν πεθάνεις, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, να μη βάλουν στον τάφο σου
ούτε καν μια πλάκα με τ' όνομά σου, μόνο μία πέτρα ανάμεσα σε δύο
«κανονικούς» τάφους για να δηλώνει ότι κι εκεί υπάρχει θαμμένος κάποιος,
υπερβαίνει και τον σουρεαλισμό, και την έννοια της αχαριστίας.
Αλλά μάλλον θα έκανε τον εκτελεστή του ρατσιστή πρωθυπουργού να χαμογελάσει ειρωνικά.
Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη...
δολοφονία, ασπρομάλλης πια ο Δημήτρης Τσαφέντας, αυτός είναι ο μετέπειτα νεκρός κάτω απ' την πέτρα, φοράει τη ριγέ ρόμπα των τροφίμων στα ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, φοράει καμπόικο πράσινο καπέλο, κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι ροδομάγουλος και καλοξυρισμένος, μιλάει άνετα, δείχνει χαρούμενος και με αυτοπεποίθηση και λέει έχοντας σταυρωμένα τα χέρια: «(Ο Φερβούρτ) ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος και αποφάσισα να τον μαχαιρώσω. Και τον σκότωσα». Στα τελευταία λόγια ξεσταυρώνει τα χέρια και αναπαριστά τη μαχαιριά που έδωσε στο στήθος του Φερβούρτ, που καθόταν στην πρωθυπουργική καρέκλα.
Ηταν 6 Σεπτεμβρίου 1966, ο «έγχρωμος» Μίμης Τσαφέντας, γεννημένος το 1918 στη Μοζαμβίκη από τον Μανώλη Τσαφεντάκη και τη Μοζαμβικιανή Αμίλια Βίλιανς, εργαζόταν στη Βουλή ως κλητήρας και είχε εύκολη πρόσβαση. Ηταν η κατάληξη μιας οδύσσειας που άρχισε από τη γέννησή του.
Ο πατέρας δεν παντρεύτηκε την υπηρέτρια-μάνα του, αλλά αναγνώρισε τον γιο και τον έστειλε στη γιαγιά, στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε τα καλύτερά του χρόνια, ωσότου η γιαγιά, που του μάθαινε κρητικά τραγούδια, δεν μπορούσε να τον φροντίζει και τον έστειλε πίσω. Εν τω μεταξύ η μάνα του είχε χαθεί, ο πατέρας είχε παντρευτεί Ελληνίδα, κι είχε έναν γιο και μία κόρη. Οι δυσκολίες άρχισαν νωρίς για τον μικρό Μίμη και πολλαπλασιάστηκαν όταν οι γονείς του μετακόμισαν στην Νότια Αφρική, όπου κάθε μιγάς είναι μέχρι σήμερα ανεπιθύμητος από άσπρους και μαύρους.
Ο ψηλός, ευφραδής, παράξενος και ευφυής Δημήτρης Τσαφέντας το κατάλαβε γρήγορα, έγινε ακόμα πιο παράξενος και βρήκε αντίδοτο τα ταξίδια. Ναυτικός. Μίλαγε οχτώ γλώσσες, περιπλανήθηκε μία εικοσαετία σ' όλο τον κόσμο, νοσηλεύθηκε σε νοσοκομεία ή ψυχιατρεία διάφορων χωρών, ήρθε και στην Ελλάδα αλλά δεν ρίζωσε, επέστρεψε στη Νότια Αφρική, όπου τον κήρυξαν ανεπιθύμητο οχτώ φορές, αλλά πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει παράνομα, δούλευε όπου μπορούσε, ήταν κομμουνιστής και χριστιανός, αν κι έλεγε πως δεν ήθελε να τον θάψουν ως έλληνα ορθόδοξο, τον κατέδιδαν στην αστυνομία που τον θεωρούσε τρελό, τον απέλαυναν (όπως σε Ευρώπη και Αμερική), ξανάμπαινε, σχετίστηκε σοβαρά με μια Νοτιοαφρικανή, ζήτησε να διαγραφεί από τα μητρώα ως μιγάς και να καταγραφεί ως μαύρος: «Η σημαία μας να είναι ένα μπλε λιβάδι με ουράνιο τόξο». Τότε προσελήφθη ως κλητήρας στη Βουλή και οργάνωσε το μοναχικό του σχέδιο. Αγόρασε πιστόλι από ναυτικούς ενός ελληνικού πλοίου. Το πιστόλι ήταν ψεύτικο και αγόρασε μαχαίρι.
Πήγε για δουλειά στη Βουλή, πλησίασε τον ολλανδικής καταγωγής πρωθυπουργό Φερβούρτ, και του έριξε τέσσερις μαχαιριές. Συνελήφθη, αλλά δεν δικάστηκε ποτέ. Ελεγε πως μια ταινία στο στομάχι του του είπε να μαχαιρώσει τον Φερβούρτ κι ο δικαστής δήλωσε πως δεν μπορεί να τον ανακρίνει γιατί δεν μπορεί να ανακρίνει ένα σκυλί. Το σκυλί το μάζεψε ο μπόγιας και το μάντρωσε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Πρετόρια. Ουρούσαν κι έφτυναν μέσα στο φαγητό του, τον βασάνιζαν, αλλά ο Τσαφέντας άντεξε, συχνά τραγούδαγε τα κρητικά τραγούδια της παιδικής του ηλικίας, ενώ βρήκε για λίγο συντροφιά στον έλληνα αντιρατσιστή Αλέξη Μομπούρη, που σύντομα δραπέτευσε με περιπετειώδη τρόπο.
Η ιδιορρυθμία, η ενδεχόμενη «παραφροσύνη», το χρώμα του, συνετέλεσαν ώστε η πράξη του να μη μνημονεύεται, ακόμα και μετά το τέλος του απαρτχάιντ. Τότε μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο εις ένδειξη υποτυπώδους αναγνώρισης που έλαβε όμως υπόψη ότι ο Τσαφέντας δεν ανήκε πουθενά. Ούτε στους λευκούς ούτε στους μαύρους.
Αφού μπορούσε να αποφύγει τα δεινά του ρατσισμού, γιατί σκότωσε; Κανείς δεν τόνισε ποτέ τον ρόλο που, εξ αντικειμένου, έπαιξε η δολοφονία του Φερβούρτ. Πληρώνοντας την αυτονομία του και την έλλειψη σαφούς πολιτικού λόγου, ο Τσαφέντας αντιμετωπίστηκε ως παρείσακτος, σαν να τους έκλεβε τη δόξα της κατάργησης του ρατσισμού. ―Οσα δεν έκανε η απελευθερωθείσα Νότια Αφρική έκαναν όσοι έμαθαν ή θυμόντουσαν τον παράξενο Ελληνα από μαύρη μάνα που μαχαίρωσε το απαρτχάιντ κι έλιωνε στη φυλακή και στο ψυχιατρείο, ξεχασμένος κι από αυτούς που του όφειλαν ξεροκόμματα, έστω, ηθικής ανταμοιβής.
Πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1999. Δεν υπήρξε καμία επίσημη εκπροσώπηση στην κηδεία. Η ζωή του έγινε βιβλίο («Αναπαράσταση μιας δολοφονίας», Ενκ βαν Βούρντεν, εκδ. «Κέδρος»), ντοκιμαντέρ (Μανώλη Δημελλά: Live and let live, Οδοιπορικό στην ταραχώδη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα), θεατρικό έργο (Αντονι Σερ: «Δελτίο Ταυτότητας») κ.ά. Τα μαύρα σκυλιά γαβγίζουν απ' τον τάφο τους τους επιλήσμονες". (Ο άνθρωπος που δολοφόνησε το απαρτχάιντ, άρθρο του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη στην Ελευθεροτυπία -11-07-2010).
Αλλά μάλλον θα έκανε τον εκτελεστή του ρατσιστή πρωθυπουργού να χαμογελάσει ειρωνικά.
Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη...
δολοφονία, ασπρομάλλης πια ο Δημήτρης Τσαφέντας, αυτός είναι ο μετέπειτα νεκρός κάτω απ' την πέτρα, φοράει τη ριγέ ρόμπα των τροφίμων στα ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, φοράει καμπόικο πράσινο καπέλο, κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι ροδομάγουλος και καλοξυρισμένος, μιλάει άνετα, δείχνει χαρούμενος και με αυτοπεποίθηση και λέει έχοντας σταυρωμένα τα χέρια: «(Ο Φερβούρτ) ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος και αποφάσισα να τον μαχαιρώσω. Και τον σκότωσα». Στα τελευταία λόγια ξεσταυρώνει τα χέρια και αναπαριστά τη μαχαιριά που έδωσε στο στήθος του Φερβούρτ, που καθόταν στην πρωθυπουργική καρέκλα.
Ηταν 6 Σεπτεμβρίου 1966, ο «έγχρωμος» Μίμης Τσαφέντας, γεννημένος το 1918 στη Μοζαμβίκη από τον Μανώλη Τσαφεντάκη και τη Μοζαμβικιανή Αμίλια Βίλιανς, εργαζόταν στη Βουλή ως κλητήρας και είχε εύκολη πρόσβαση. Ηταν η κατάληξη μιας οδύσσειας που άρχισε από τη γέννησή του.
Ο πατέρας δεν παντρεύτηκε την υπηρέτρια-μάνα του, αλλά αναγνώρισε τον γιο και τον έστειλε στη γιαγιά, στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε τα καλύτερά του χρόνια, ωσότου η γιαγιά, που του μάθαινε κρητικά τραγούδια, δεν μπορούσε να τον φροντίζει και τον έστειλε πίσω. Εν τω μεταξύ η μάνα του είχε χαθεί, ο πατέρας είχε παντρευτεί Ελληνίδα, κι είχε έναν γιο και μία κόρη. Οι δυσκολίες άρχισαν νωρίς για τον μικρό Μίμη και πολλαπλασιάστηκαν όταν οι γονείς του μετακόμισαν στην Νότια Αφρική, όπου κάθε μιγάς είναι μέχρι σήμερα ανεπιθύμητος από άσπρους και μαύρους.
Ο ψηλός, ευφραδής, παράξενος και ευφυής Δημήτρης Τσαφέντας το κατάλαβε γρήγορα, έγινε ακόμα πιο παράξενος και βρήκε αντίδοτο τα ταξίδια. Ναυτικός. Μίλαγε οχτώ γλώσσες, περιπλανήθηκε μία εικοσαετία σ' όλο τον κόσμο, νοσηλεύθηκε σε νοσοκομεία ή ψυχιατρεία διάφορων χωρών, ήρθε και στην Ελλάδα αλλά δεν ρίζωσε, επέστρεψε στη Νότια Αφρική, όπου τον κήρυξαν ανεπιθύμητο οχτώ φορές, αλλά πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει παράνομα, δούλευε όπου μπορούσε, ήταν κομμουνιστής και χριστιανός, αν κι έλεγε πως δεν ήθελε να τον θάψουν ως έλληνα ορθόδοξο, τον κατέδιδαν στην αστυνομία που τον θεωρούσε τρελό, τον απέλαυναν (όπως σε Ευρώπη και Αμερική), ξανάμπαινε, σχετίστηκε σοβαρά με μια Νοτιοαφρικανή, ζήτησε να διαγραφεί από τα μητρώα ως μιγάς και να καταγραφεί ως μαύρος: «Η σημαία μας να είναι ένα μπλε λιβάδι με ουράνιο τόξο». Τότε προσελήφθη ως κλητήρας στη Βουλή και οργάνωσε το μοναχικό του σχέδιο. Αγόρασε πιστόλι από ναυτικούς ενός ελληνικού πλοίου. Το πιστόλι ήταν ψεύτικο και αγόρασε μαχαίρι.
Πήγε για δουλειά στη Βουλή, πλησίασε τον ολλανδικής καταγωγής πρωθυπουργό Φερβούρτ, και του έριξε τέσσερις μαχαιριές. Συνελήφθη, αλλά δεν δικάστηκε ποτέ. Ελεγε πως μια ταινία στο στομάχι του του είπε να μαχαιρώσει τον Φερβούρτ κι ο δικαστής δήλωσε πως δεν μπορεί να τον ανακρίνει γιατί δεν μπορεί να ανακρίνει ένα σκυλί. Το σκυλί το μάζεψε ο μπόγιας και το μάντρωσε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Πρετόρια. Ουρούσαν κι έφτυναν μέσα στο φαγητό του, τον βασάνιζαν, αλλά ο Τσαφέντας άντεξε, συχνά τραγούδαγε τα κρητικά τραγούδια της παιδικής του ηλικίας, ενώ βρήκε για λίγο συντροφιά στον έλληνα αντιρατσιστή Αλέξη Μομπούρη, που σύντομα δραπέτευσε με περιπετειώδη τρόπο.
Η ιδιορρυθμία, η ενδεχόμενη «παραφροσύνη», το χρώμα του, συνετέλεσαν ώστε η πράξη του να μη μνημονεύεται, ακόμα και μετά το τέλος του απαρτχάιντ. Τότε μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο εις ένδειξη υποτυπώδους αναγνώρισης που έλαβε όμως υπόψη ότι ο Τσαφέντας δεν ανήκε πουθενά. Ούτε στους λευκούς ούτε στους μαύρους.
Αφού μπορούσε να αποφύγει τα δεινά του ρατσισμού, γιατί σκότωσε; Κανείς δεν τόνισε ποτέ τον ρόλο που, εξ αντικειμένου, έπαιξε η δολοφονία του Φερβούρτ. Πληρώνοντας την αυτονομία του και την έλλειψη σαφούς πολιτικού λόγου, ο Τσαφέντας αντιμετωπίστηκε ως παρείσακτος, σαν να τους έκλεβε τη δόξα της κατάργησης του ρατσισμού. ―Οσα δεν έκανε η απελευθερωθείσα Νότια Αφρική έκαναν όσοι έμαθαν ή θυμόντουσαν τον παράξενο Ελληνα από μαύρη μάνα που μαχαίρωσε το απαρτχάιντ κι έλιωνε στη φυλακή και στο ψυχιατρείο, ξεχασμένος κι από αυτούς που του όφειλαν ξεροκόμματα, έστω, ηθικής ανταμοιβής.
Πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1999. Δεν υπήρξε καμία επίσημη εκπροσώπηση στην κηδεία. Η ζωή του έγινε βιβλίο («Αναπαράσταση μιας δολοφονίας», Ενκ βαν Βούρντεν, εκδ. «Κέδρος»), ντοκιμαντέρ (Μανώλη Δημελλά: Live and let live, Οδοιπορικό στην ταραχώδη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα), θεατρικό έργο (Αντονι Σερ: «Δελτίο Ταυτότητας») κ.ά. Τα μαύρα σκυλιά γαβγίζουν απ' τον τάφο τους τους επιλήσμονες". (Ο άνθρωπος που δολοφόνησε το απαρτχάιντ, άρθρο του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη στην Ελευθεροτυπία -11-07-2010).
Dimitri Tsafendas.
Dr. Hendrik Verwoerd.
The Furiosus, μία ταινία για τον Δημήτρη Τσαφέντα από την Liza Key (A Key Films Production, BBC/SABC 1998).
Dr. Hendrik Verwoerd. Επίσημο πορτρέτο.
Ο Hendrik Verwoerd υποδέχεται τον συντηρητικό Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Harold Macmillan (Illustrated Dictionary of South African History, 1960).
Η αίθουσα του Κοινοβουλίου στο Cape Town, όπου διαπράχθηκε η δολοφονία του νοτιοαφρικανού Πρωθυπουργού.
Η κηδεία του Hendrik Verwoerd.
Η Κεντρική Φυλακή της Pretoria. Πριν αποφασιστεί ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική, το κελί του Δημήτρη Τσαφέντα ήταν στην πτέρυγα των μελλοθανάτων.
Ο Τσαφέντας στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Sterkfontein, όπου νοσηλεύτηκε από το 1986 μέχρι το τέλος της ζωής του ως "σχιζοφρενής". Δεξιά, ο ανώνυμος τάφος του.
Live And Let Live - Δημήτρης Τσαφέντας : ένα οδοιπορικό στην πολυτάραχη ζωή του, ένα ντοκιμαντέρ του Μανώλη Δημελλά.
Το ακόλουθο κείμενο του Μανώλη Δημελλά δημοσιεύτηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού 24 Γράμματα.
"Όταν
ο φίλος Νίκος Κλειτσίκας μου έδινε το βιβλίο του, «Η μνήμη δεν αρχειοθετείται», με θέμα τους έλληνες φοιτητές στην Ιταλία κατά το 1970
και την εκεί κρυφή αντιδικτατορική τους δράση, δεν αντιλήφθηκα το
μεγαλείο του τίτλου του. Ο φίλος αυτός είναι αυτό που λέμε, σε μικρούς
τόπους, καρδιακός. Άνθρωπος με φιλότιμο που δεν στέκεται στη δικιά του
γωνιά σε κλειστούς προσωπικούς στόχους μα και σε μονομανίες τις οποίες
κατοχυρώνει μέσα από τα σώματα μα και τις ψυχές των γύρων του.
Ο Νίκος λοιπόν ήταν και η αφορμή για το ταξίδι μου στην Νότια Αφρική.
Για μια γιορτή του απόδημου Ελληνισμού. Το περίφημο σχολείο Σαχέτιντυμένο με την γαλανόλευκη, και η μοιραία ανάγκη να προβληθεί και στη Ελλάδα ένας κόσμος που δεν ζει με το όνειρο της επιστροφής, όχι τόσο στο χώρο μα κυρίως στον χρόνο.
Ουσιαστικά ο μετανάστης ψάχνει την ρωγμή του παρόντος για να γλιστρήσει στο παρελθόν, ειδικά σε εκείνα τα χρόνια του που έγραψε στο λευκό χάρτη του μυαλού τους κανόνες της μετέπειτα διαδρομής του.
Ήρθε λοιπόν η πρόταση για ένα νέο ταξίδι, ήρθε μια στιγμή ακόμη που σαν τυχοδιώκτης θα σταματήσω τον χρόνο, αφουγκράζοντας τον ήχο του σήμερα.
Κουρασμένος από τις επαγγελματικές αποστολές, αλλά κυρίως μην βλέποντας την ιστορία που θα μπορούσε να μου προσφέρει, να δώσει ένα ντοκιμαντέρ με δυνατά, ουσιαστικά μηνύματα στην αρχή αρνήθηκα. Άλλωστε τη μπορεί να είναι μια ταινία τεκμηρίωσης αν δεν είναι ο πολιτικός λόγος.
Όσο μου πρότειναν, λοιπόν, σαφάρι και κυνηγητά αγρίων ζώων, τόσο έβλεπα την εννιάωρη πτήση για Γιοχάνεσπουγκ σαν μια βαρετή τουριστική ανοησία.
Λένε πως οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές μα και οι ψαράδες μετά το κυνηγητό στο πέλαγος, είναι οι πιο μεγάλοι ψεύτες. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο και κοντά έξι χρόνια μακριά από την αρχή της ιστορίας χάνω, μου λείπει, το ξεκίνημα από την γνωριμία μου με τον Μίμη Τσαφέντα…
…Μόλις έχω βγει από την θάλασσα, με το όπλο μου να έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την αντρική μου φύση. Το ανοιχτό πέλαγος μπροστά μου λικνίζεται σε αραβικά βλαχομπαρόκ τραγούδια. Μόνον αυτά πιάνουν τα ερτζιανά εδώ στο νότο. Ο μικρός τόπος μου αγωνίζεται να σταθεί περιμένοντας ξεπεσμένους ή ψαγμένους, στην ουσία κανείς δεν το ζορίζει πολύ, τουρίστες.
Η σκιά μου δεν είναι δυνατή, ο απογεματινός ήλιος του Απρίλη δεν έχει τα κότσια να με πνίξει στο φως.
Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας.
Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους σκοτεινούς μου φόβους.
Έτσι ξεκινά το ψάξιμο, μια προφιλμική καταγραφή μέσα στο δύσβατο της σιωπής. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δεν άφησε τη λήθη να σκεπάσει τις μνήμες των συνανθρώπων μας που τον γνώρισαν. Όμως μια ιδιότυπη ομερτά.
Ένας απροσδιόριστος φόβος για το μεγαλείο της διαφορετικότητας έντυναν κάθε φορά σκέψεις, και έκαναν τα λόγια μισακά.
Δυο μήνες πριν το ταξίδι με ένα βιβλίο στο χέρι, λιγοστές αράδες σε σκόρπια μπλόκ ιχνογραφίας, και με έναν τρελό να κυριεύει το μυαλό μου, γνωρίζω την προσωπικότητα που ορθώθηκε απέναντι στην πιο ισχυρή στιγμή του απαρτχάιντ.
Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο.
Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς και το λατρεύεις ή δεν αναγνωρίζεις καμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει. Άλλοτε πάλι, σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη.
Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη.
Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε. Άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστό κομμάτι.
Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα.
Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών.
Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφή μέτρηση για την τελική του πράξη. Για την νέα μάνα, την Μαρίκα, είναι ένα μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός.
Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο.
Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν.
Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι.
Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα «σπάει», βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, «μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός.»
Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει μιαν μοιραία πορεία.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος , ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται στη ζωή του.
Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή.
Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του.
Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του.
Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον Ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο όπως συνήθιζε να λέει.
Οι κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο από χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποκωδικοποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους.
Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα.
Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς.
Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή.
Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή.
Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες.
Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής.
Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι.
Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών.
Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και τα παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του.
Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας.
Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα.
Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, -λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες-, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο, κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών.
Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει.
Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι.
Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο.
Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους.
Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί.
Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά.
Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.
Ακολούθησε μια τραγική πορεία.
Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε.
Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας.
Θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατευθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία.
Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του.
Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε το «ράσο» και έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. «Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.»
Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους.
Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή.
Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, εκείνος ο δόκιμος χρόνος για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του".
Ο Νίκος λοιπόν ήταν και η αφορμή για το ταξίδι μου στην Νότια Αφρική.
Για μια γιορτή του απόδημου Ελληνισμού. Το περίφημο σχολείο Σαχέτιντυμένο με την γαλανόλευκη, και η μοιραία ανάγκη να προβληθεί και στη Ελλάδα ένας κόσμος που δεν ζει με το όνειρο της επιστροφής, όχι τόσο στο χώρο μα κυρίως στον χρόνο.
Ουσιαστικά ο μετανάστης ψάχνει την ρωγμή του παρόντος για να γλιστρήσει στο παρελθόν, ειδικά σε εκείνα τα χρόνια του που έγραψε στο λευκό χάρτη του μυαλού τους κανόνες της μετέπειτα διαδρομής του.
Ήρθε λοιπόν η πρόταση για ένα νέο ταξίδι, ήρθε μια στιγμή ακόμη που σαν τυχοδιώκτης θα σταματήσω τον χρόνο, αφουγκράζοντας τον ήχο του σήμερα.
Κουρασμένος από τις επαγγελματικές αποστολές, αλλά κυρίως μην βλέποντας την ιστορία που θα μπορούσε να μου προσφέρει, να δώσει ένα ντοκιμαντέρ με δυνατά, ουσιαστικά μηνύματα στην αρχή αρνήθηκα. Άλλωστε τη μπορεί να είναι μια ταινία τεκμηρίωσης αν δεν είναι ο πολιτικός λόγος.
Όσο μου πρότειναν, λοιπόν, σαφάρι και κυνηγητά αγρίων ζώων, τόσο έβλεπα την εννιάωρη πτήση για Γιοχάνεσπουγκ σαν μια βαρετή τουριστική ανοησία.
Λένε πως οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές μα και οι ψαράδες μετά το κυνηγητό στο πέλαγος, είναι οι πιο μεγάλοι ψεύτες. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο και κοντά έξι χρόνια μακριά από την αρχή της ιστορίας χάνω, μου λείπει, το ξεκίνημα από την γνωριμία μου με τον Μίμη Τσαφέντα…
…Μόλις έχω βγει από την θάλασσα, με το όπλο μου να έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την αντρική μου φύση. Το ανοιχτό πέλαγος μπροστά μου λικνίζεται σε αραβικά βλαχομπαρόκ τραγούδια. Μόνον αυτά πιάνουν τα ερτζιανά εδώ στο νότο. Ο μικρός τόπος μου αγωνίζεται να σταθεί περιμένοντας ξεπεσμένους ή ψαγμένους, στην ουσία κανείς δεν το ζορίζει πολύ, τουρίστες.
Η σκιά μου δεν είναι δυνατή, ο απογεματινός ήλιος του Απρίλη δεν έχει τα κότσια να με πνίξει στο φως.
Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας.
Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους σκοτεινούς μου φόβους.
Έτσι ξεκινά το ψάξιμο, μια προφιλμική καταγραφή μέσα στο δύσβατο της σιωπής. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δεν άφησε τη λήθη να σκεπάσει τις μνήμες των συνανθρώπων μας που τον γνώρισαν. Όμως μια ιδιότυπη ομερτά.
Ένας απροσδιόριστος φόβος για το μεγαλείο της διαφορετικότητας έντυναν κάθε φορά σκέψεις, και έκαναν τα λόγια μισακά.
Δυο μήνες πριν το ταξίδι με ένα βιβλίο στο χέρι, λιγοστές αράδες σε σκόρπια μπλόκ ιχνογραφίας, και με έναν τρελό να κυριεύει το μυαλό μου, γνωρίζω την προσωπικότητα που ορθώθηκε απέναντι στην πιο ισχυρή στιγμή του απαρτχάιντ.
Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο.
Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς και το λατρεύεις ή δεν αναγνωρίζεις καμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει. Άλλοτε πάλι, σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη.
Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη.
Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε. Άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστό κομμάτι.
Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα.
Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών.
Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφή μέτρηση για την τελική του πράξη. Για την νέα μάνα, την Μαρίκα, είναι ένα μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός.
Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο.
Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν.
Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι.
Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα «σπάει», βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, «μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός.»
Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει μιαν μοιραία πορεία.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος , ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται στη ζωή του.
Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή.
Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του.
Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του.
Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον Ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο όπως συνήθιζε να λέει.
Οι κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο από χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποκωδικοποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους.
Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα.
Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς.
Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή.
Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή.
Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες.
Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής.
Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι.
Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών.
Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και τα παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του.
Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας.
Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα.
Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, -λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες-, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο, κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών.
Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει.
Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι.
Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο.
Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους.
Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί.
Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά.
Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου.
Ακολούθησε μια τραγική πορεία.
Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε.
Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας.
Θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατευθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία.
Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του.
Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε το «ράσο» και έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. «Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.»
Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους.
Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή.
Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, εκείνος ο δόκιμος χρόνος για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του".
via "lifo"
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση