Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου. Είχα υποστηρίξει πως η μίνι, άτυπη σύνοδος, στο περιθώριο της προηγούμενης Συνόδου Κορυφής στις Βρ...
Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου.
Είχα υποστηρίξει πως η μίνι, άτυπη σύνοδος, στο περιθώριο της προηγούμενης Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, που ζήτησε και έλαβε ο Αλέξης Τσίπρας, ήταν ένα στρατηγικού χαρακτήρα σφάλμα.
Δεν δόθηκε άμεση λύση στο δραματικό χρηματοπιστωτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, το οποίο ασφαλώς σχετίζεται πρωτίστως με την αχαρακτήριστη τακτική της ΕΚΤ προς την Ελλάδα. Μια στάση που επιταχύνει τον θάνατο της ελληνικής εθνικής οικονομίας, βγάζοντας από τον αναπνευστήρα την κυβέρνηση και την χρηματοπιστωτική λειτουργία του κράτους. Ήταν επιπολαιότητα με όρους στρατηγικής να ζητείς τη σύγκλυση μιας συνόδου αυτής της μορφής απλώς και μόνον για να δεσμευτείς ως πρωθυπουργός πως θα να τηρηθεί η συμφωνία των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης - της Ευρωομάδας της 20ής Φεβρουαρίου.
Τα πράγματα έγιναν ανάποδα. Ο κ. Τσίπρας αν ήθελε πολιτική συμφωνία για στοιχειώδη ρευστότητα μέχρι την ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας με τους εταίρους-δανειστές της Ελλάδας, το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ, θα έπρεπε ο ίδιος και όχι ο κ. Βαρουφάκης να εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις, στο επίπεδο των πολιτικών ηγετών ασφαλώς. Δεν λέω πως δεν το επιχείρησε, συναντώντας, ωστόσο, ένα τείχος απέναντι του από ευρωπαίους ομολόγους του που παρέπεμπαν το ζήτημα στο Eurogroup!
Μόνον που στο Eurogroup προσωρινή έστω λύση πραγματικού πολιτικού χαρακτήρα δεν επρόκειτο να δοθεί και αυτό το ήξεραν όλοι όσοι δεν είχαν ανάγκη να αυταπατώνται. Στο Eurogroup οι κεντρικές στάσεις και αποφάσεις των 19 κυβερνήσεων εναρμονίζονται στο επίπεδο οικονομικών προγραμμάτων, οικονομικών συμπεριφορών δηλαδή, αλλά το πρόβλημα με το ελληνικό αδιέξοδο ήταν και είναι η μεταβολή της στάσης των εταίρων μας. Θα πρέπει να μεταβληθεί ο στόχος και η στρατηγική για την Ελλάδα και όχι απλώς να προσαρμοστεί ένα νέο πρόγραμμα στην παλαιά στρατηγική και στον στόχο που υπηρέτησαν, καταδήλως αναποτελεσματικά, τα προγράμματα «διάσωσης και προσαρμογής» (: μνημόνια) των προηγούμενων τριών ελληνικών κυβερνήσεων, τα οποία επιπροσθέτως προκάλεσαν και ένα δραματικό Κοινωνικό Ζήτημα.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να ξεφύγει από την «παγίδα» του Eurogroup, αν ήθελε νε εφαρμόσει ένα πρόγραμμα διαφορετικής πολιτικής δομής και οραματισμού (: στόχος, στρατηγική). Και σε αυτό έπρεπε να επιμείνει, ζητώντας την διοργάνωση μια Συνόδου Κορυφής πριν τα Eurogroup, όπου αφού εξηγείτο συνοπτικώς και με απόλυτη ειλικρίνεια το δομικό και λειτουργικό αδιέξοδο του προγράμματος της τρόικας, εξαιτίας ανεδαφικών στόχων σε συνάρτηση με μια καιροσκοπική στρατηγική, να θεσμοθετούντο ταχύτατες διαδικασίες διαβουλεύσεων μεταξύ Ελλάδας και «Θεσμών» που θα κατέληγαν μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο – το πολύ ένα μήνα – σε μια Νέα Συνθήκη η οποία θα αντικαθιστούσε το σύνολο των Δανειακών Συμβάσεων και τις διαπραγματεύσεις επί του προγράμματος στο επίπεδο του Eurogroup.
Μόνον που ούτε η πλευρά των «επίσημων» δανειστών της Ελλάδας, αλλά ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν προετοιμασμένες για μια τέτοια Σύνοδο! Οι πρώτοι δεν είχαν διαμορφώσει σχετική πολιτική βούληση, ενώ έβλεπαν πολλούς κινδύνους για τις σχέσεις εντός της ευρωζώνης από αυτήν, ενώ από την άλλη μεριά η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν εμφανώς ανέτοιμη για ένα τέτοιο τρομερά δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε ακριβή και βαθιά γνώση της πραγματικής κατάστασης της εθνικής μας οικονομίας, λύσεις και εναλλακτικές προτάσεις, θάρρος και ικανούς, δεμένους ως ομάδα, διαπραγματευτές, αποφασισμένους στη θέσπιση ενός βιώσιμου καθεστώτος ανάπτυξης για την χώρα με αναδιανομή και διασφάλιση πόρων για άμεσες παραγωγικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Και όλα αυτά βασιζόμενη στο ευρωπαϊκό δόγμα για την Ελλάδα: «Η Ελλάδα, είναι μια διαφορετική περίπτωση στην Ευρωζώνη». Αν η Ελλάδα ήταν «μια διαφορετική περίπτωση» τουλάχιστον από το 2010 – και αντιμετωπίσθηκε πολιτικά από την τρόικα ως τέτοια – πόσο περισσότερο διαφορετική περίπτωση είναι σήμερα, μετά από την δραματική αποτυχία των προγραμμάτων της τρόικας στην υποστήριξη της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και του εξορθολογισμού των δημοσιονομικών; Τώρα που η χώρα βιώνει τα αποτελέσματα της χρόνιας ύφεσης με μια πολυδιάστατη, ανθρωπιστικού και κεφαλαιουχικού χαρακτήρα καταστροφή;
Δεν θέλω να «μακρηγορήσω», απλώς επιθυμώ να επισημάνω πως η λογική του «προγράμματος γέφυρα» της Ελληνικής κυβέρνησης μέχρι το καλοκαίρι ήταν και είναι στρατηγικό σφάλμα που θα καταλήξει είτε στην πτώση αυτής της κυβέρνησης, είτε σε διπλό νομισματικό με κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» χωρίς να προηγηθούν εκλογές. Δεν θα ήταν λάθος αν υπήρχε πολιτική συμφωνία κορυφής για στήριξη των πληρωμών από τους «Θεσμούς», μέχρις ότου ολοκληρωνόταν ένα ισορροπημένο πακέτο διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέχρι τότε να εκπονούνταν Σχέδια Νόμου αποκλειστικά για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, της παραοικονομίας και της διαπλοκής. Αυτό θα σήμαινε πως οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη παραχωρούν εύλογο χρόνο στην ελληνική κυβέρνηση και στον εαυτό τους για να προετοιμαστούν καλά εν όψει της Συνόδου τελικής ρύθμισης των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωζώνη - η οποία σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να προηγηθεί και όχι να ακολουθήσει.
Έστω και έτσι, έστω και ανορθόδοξα, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε ένα σκηνικό «ρήξης» με νέα ευτράπελα και υπό τον κίνδυνο η χώρα να υιοθετήσει, διολισθαίνουσα ένα σύστημα διπλών πληρωμών (: διπλό νομισματικό) για να ανακουφιστεί στοιχειωδώς η αγορά από την ασφυξία στο ζήτημα της ρευστότητας. Και ας μην αυταπατώμεθα, συμφωνία κορυφής για στήριξη των πληρωμών από τους «Θεσμούς» μέχρις ότου προετοιμαστεί η ελληνική κυβέρνηση, τα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης και της ΕΕ, καθώς και οι εταίροι της Ελλάδας στο εσωτερικό τους, δεν μπορεί να επιτευχθεί στο Εurogroup! Είναι φαιδρό και απολύτως υποκριτικό να θεωρήσει κάποιος το αντίθετο.
Απαιτείται – όπως απαιτείτο από την αρχή – μία Σύνοδος Κορυφής για να δρομολογηθεί προς το τέλος του καλοκαιριού ή στην αρχή του φθινοπώρου μία νέα Σύνοδος Κορυφής που θα αναθεωρεί την σχέση της Ελλάδας με τους «Θεσμούς», θεσπίζοντας μία νέα Συνθήκη Συνεργασίας χωρίς «μνημόνια», αλλά στο πλαίσιο ενός κοινά συμπεφωνημένου σχεδίου επανίδρυσης του κράτους και αναδιάρθρωσης της ελληνικής αγοράς (: νέος στόχος – νέα στρατηγική και νέο πρόγραμμα). Στο πλαίσιο, με άλλα λόγια, ενός σχεδίου της φιλοσοφίας εκείνου που χαρακτήρισε την αναδόμηση της Δυτικής Ευρώπης μετά τον πόλεμο και με σεβασμό στην σοσιαλ-δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κύρια κυβερνητική δύναμη.
Μόνον έτσι θα μπορούσε η ελληνική κρίση να επιλυθεί πολιτικά και να μην οδηγήσει σε μία νέα, σοβαρότερη οικονομική κρίση στο εσωτερικό και κρίση πολιτικής στην ευρωζώνη. Στο πλαίσιο του Εurogroup είναι αδύνατον να υπηρετηθεί η περίφημη σταθερότητα στην οποία ομνύουν οι πάντες. Το Εurogroup είναι κατασκευασμένο για να διαχειρίζεται καταστάσεις σταθερότητας και όχι πολιτικές καταστάσεις που κινούνται στο πλαίσιο έκτακτης ανάγκης. Το ελληνικό ζήτημα διαμορφώθηκε πολιτικώς ως χρόνια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και θεμελιώδη ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης σε συνεργασία με τους χρηματοπιστωτικούς διεθνείς θεσμικούς παράγοντες και την Ουάσιγκτον. Μόνον μία εξειδικευμένη Σύνοδος Κορυφής για το ελληνικό ζήτημα θα μπορούσε να μεταβάλει ριζικά την πολιτικότητα του. Μόνον μία τέτοια Σύνοδος θα μπορούσε να άρει το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που χαρακτηρίζει όχι μόνον την ελληνική εθνική οικονομία, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό της οικοδόμημα.
Σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης καμία απολύτως δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά, πόσο μάλλον μία ελληνική κυβέρνηση που ήρθε στα πράγματα επαγγελλόμενη εκδημοκρατισμό και παραγωγική ανασυγκρότηση! Τα (οικονομικά) καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης οδηγούν αναπόδραστα μεσοπρόθεσμα σε πολιτικές λύσεις και σχήματα εκτάκτου ανάγκης. Είναι στο χέρι των «Θεσμών» και της γερμανικής κυβέρνησης να συμβάλουν στο να αποφευχθεί μία τέτοια αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, όπως είναι στο χέρι της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και του ιδίου προσωπικά να αποκλείσει την διολίσθηση των ελληνικών πολιτικών στο φάσμα μίας κυβέρνησης «εκτάκτου ανάγκης», έκτακτων, δηλαδή, εξουσιών αυταρχικού και αντιδημοκρατικού ασφαλώς χαρακτήρα, με την μορφή μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Εάν τις επόμενες ημέρες δεν υπάρξει σοβαρή παρέμβαση προς την κατεύθυνση της πολιτικής διαπραγμάτευσης έτσι όπως την όρισα πιο πάνω, θα είναι πρόδηλο πως υπάρχει βούληση από τους συμμάχους μας για την ολοκλήρωση της ελληνικής κρίσης με την μορφή ενός και επίσημα εμφανιζόμενου καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και τουλάχιστον ολιγωρία και υποκρισία από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης για να αποφευχθεί πάση θυσία (δηλαδή ακόμη και με εκλογές) η συμμετοχή της αριστεράς σε ένα τέτοιο καθεστώς. Εάν η ευρωπαϊκή αριστερά εμπλακεί σε ένα τέτοιο καθεστώς είναι βέβαιο ότι θα απολέσει το ηθικό ανάστημα και την «δημοκρατική αθωότητα» που αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό εκλογικό σώμα και έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα. Οι αυξανόμενες πιθανότητες για «οικονομικό ατύχημα» δεν πρέπει να οδηγήσουν στην βεβαιότητα ενός πολιτικού ατυχήματος για την Ελλάδα!
Είχα υποστηρίξει πως η μίνι, άτυπη σύνοδος, στο περιθώριο της προηγούμενης Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, που ζήτησε και έλαβε ο Αλέξης Τσίπρας, ήταν ένα στρατηγικού χαρακτήρα σφάλμα.
Δεν δόθηκε άμεση λύση στο δραματικό χρηματοπιστωτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, το οποίο ασφαλώς σχετίζεται πρωτίστως με την αχαρακτήριστη τακτική της ΕΚΤ προς την Ελλάδα. Μια στάση που επιταχύνει τον θάνατο της ελληνικής εθνικής οικονομίας, βγάζοντας από τον αναπνευστήρα την κυβέρνηση και την χρηματοπιστωτική λειτουργία του κράτους. Ήταν επιπολαιότητα με όρους στρατηγικής να ζητείς τη σύγκλυση μιας συνόδου αυτής της μορφής απλώς και μόνον για να δεσμευτείς ως πρωθυπουργός πως θα να τηρηθεί η συμφωνία των υπουργών οικονομικών της ευρωζώνης - της Ευρωομάδας της 20ής Φεβρουαρίου.
Τα πράγματα έγιναν ανάποδα. Ο κ. Τσίπρας αν ήθελε πολιτική συμφωνία για στοιχειώδη ρευστότητα μέχρι την ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας με τους εταίρους-δανειστές της Ελλάδας, το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ, θα έπρεπε ο ίδιος και όχι ο κ. Βαρουφάκης να εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις, στο επίπεδο των πολιτικών ηγετών ασφαλώς. Δεν λέω πως δεν το επιχείρησε, συναντώντας, ωστόσο, ένα τείχος απέναντι του από ευρωπαίους ομολόγους του που παρέπεμπαν το ζήτημα στο Eurogroup!
Μόνον που στο Eurogroup προσωρινή έστω λύση πραγματικού πολιτικού χαρακτήρα δεν επρόκειτο να δοθεί και αυτό το ήξεραν όλοι όσοι δεν είχαν ανάγκη να αυταπατώνται. Στο Eurogroup οι κεντρικές στάσεις και αποφάσεις των 19 κυβερνήσεων εναρμονίζονται στο επίπεδο οικονομικών προγραμμάτων, οικονομικών συμπεριφορών δηλαδή, αλλά το πρόβλημα με το ελληνικό αδιέξοδο ήταν και είναι η μεταβολή της στάσης των εταίρων μας. Θα πρέπει να μεταβληθεί ο στόχος και η στρατηγική για την Ελλάδα και όχι απλώς να προσαρμοστεί ένα νέο πρόγραμμα στην παλαιά στρατηγική και στον στόχο που υπηρέτησαν, καταδήλως αναποτελεσματικά, τα προγράμματα «διάσωσης και προσαρμογής» (: μνημόνια) των προηγούμενων τριών ελληνικών κυβερνήσεων, τα οποία επιπροσθέτως προκάλεσαν και ένα δραματικό Κοινωνικό Ζήτημα.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να ξεφύγει από την «παγίδα» του Eurogroup, αν ήθελε νε εφαρμόσει ένα πρόγραμμα διαφορετικής πολιτικής δομής και οραματισμού (: στόχος, στρατηγική). Και σε αυτό έπρεπε να επιμείνει, ζητώντας την διοργάνωση μια Συνόδου Κορυφής πριν τα Eurogroup, όπου αφού εξηγείτο συνοπτικώς και με απόλυτη ειλικρίνεια το δομικό και λειτουργικό αδιέξοδο του προγράμματος της τρόικας, εξαιτίας ανεδαφικών στόχων σε συνάρτηση με μια καιροσκοπική στρατηγική, να θεσμοθετούντο ταχύτατες διαδικασίες διαβουλεύσεων μεταξύ Ελλάδας και «Θεσμών» που θα κατέληγαν μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο – το πολύ ένα μήνα – σε μια Νέα Συνθήκη η οποία θα αντικαθιστούσε το σύνολο των Δανειακών Συμβάσεων και τις διαπραγματεύσεις επί του προγράμματος στο επίπεδο του Eurogroup.
Μόνον που ούτε η πλευρά των «επίσημων» δανειστών της Ελλάδας, αλλά ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν προετοιμασμένες για μια τέτοια Σύνοδο! Οι πρώτοι δεν είχαν διαμορφώσει σχετική πολιτική βούληση, ενώ έβλεπαν πολλούς κινδύνους για τις σχέσεις εντός της ευρωζώνης από αυτήν, ενώ από την άλλη μεριά η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν εμφανώς ανέτοιμη για ένα τέτοιο τρομερά δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε ακριβή και βαθιά γνώση της πραγματικής κατάστασης της εθνικής μας οικονομίας, λύσεις και εναλλακτικές προτάσεις, θάρρος και ικανούς, δεμένους ως ομάδα, διαπραγματευτές, αποφασισμένους στη θέσπιση ενός βιώσιμου καθεστώτος ανάπτυξης για την χώρα με αναδιανομή και διασφάλιση πόρων για άμεσες παραγωγικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Και όλα αυτά βασιζόμενη στο ευρωπαϊκό δόγμα για την Ελλάδα: «Η Ελλάδα, είναι μια διαφορετική περίπτωση στην Ευρωζώνη». Αν η Ελλάδα ήταν «μια διαφορετική περίπτωση» τουλάχιστον από το 2010 – και αντιμετωπίσθηκε πολιτικά από την τρόικα ως τέτοια – πόσο περισσότερο διαφορετική περίπτωση είναι σήμερα, μετά από την δραματική αποτυχία των προγραμμάτων της τρόικας στην υποστήριξη της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και του εξορθολογισμού των δημοσιονομικών; Τώρα που η χώρα βιώνει τα αποτελέσματα της χρόνιας ύφεσης με μια πολυδιάστατη, ανθρωπιστικού και κεφαλαιουχικού χαρακτήρα καταστροφή;
Δεν θέλω να «μακρηγορήσω», απλώς επιθυμώ να επισημάνω πως η λογική του «προγράμματος γέφυρα» της Ελληνικής κυβέρνησης μέχρι το καλοκαίρι ήταν και είναι στρατηγικό σφάλμα που θα καταλήξει είτε στην πτώση αυτής της κυβέρνησης, είτε σε διπλό νομισματικό με κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» χωρίς να προηγηθούν εκλογές. Δεν θα ήταν λάθος αν υπήρχε πολιτική συμφωνία κορυφής για στήριξη των πληρωμών από τους «Θεσμούς», μέχρις ότου ολοκληρωνόταν ένα ισορροπημένο πακέτο διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέχρι τότε να εκπονούνταν Σχέδια Νόμου αποκλειστικά για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, της παραοικονομίας και της διαπλοκής. Αυτό θα σήμαινε πως οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη παραχωρούν εύλογο χρόνο στην ελληνική κυβέρνηση και στον εαυτό τους για να προετοιμαστούν καλά εν όψει της Συνόδου τελικής ρύθμισης των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρωζώνη - η οποία σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να προηγηθεί και όχι να ακολουθήσει.
Έστω και έτσι, έστω και ανορθόδοξα, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε ένα σκηνικό «ρήξης» με νέα ευτράπελα και υπό τον κίνδυνο η χώρα να υιοθετήσει, διολισθαίνουσα ένα σύστημα διπλών πληρωμών (: διπλό νομισματικό) για να ανακουφιστεί στοιχειωδώς η αγορά από την ασφυξία στο ζήτημα της ρευστότητας. Και ας μην αυταπατώμεθα, συμφωνία κορυφής για στήριξη των πληρωμών από τους «Θεσμούς» μέχρις ότου προετοιμαστεί η ελληνική κυβέρνηση, τα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης και της ΕΕ, καθώς και οι εταίροι της Ελλάδας στο εσωτερικό τους, δεν μπορεί να επιτευχθεί στο Εurogroup! Είναι φαιδρό και απολύτως υποκριτικό να θεωρήσει κάποιος το αντίθετο.
Απαιτείται – όπως απαιτείτο από την αρχή – μία Σύνοδος Κορυφής για να δρομολογηθεί προς το τέλος του καλοκαιριού ή στην αρχή του φθινοπώρου μία νέα Σύνοδος Κορυφής που θα αναθεωρεί την σχέση της Ελλάδας με τους «Θεσμούς», θεσπίζοντας μία νέα Συνθήκη Συνεργασίας χωρίς «μνημόνια», αλλά στο πλαίσιο ενός κοινά συμπεφωνημένου σχεδίου επανίδρυσης του κράτους και αναδιάρθρωσης της ελληνικής αγοράς (: νέος στόχος – νέα στρατηγική και νέο πρόγραμμα). Στο πλαίσιο, με άλλα λόγια, ενός σχεδίου της φιλοσοφίας εκείνου που χαρακτήρισε την αναδόμηση της Δυτικής Ευρώπης μετά τον πόλεμο και με σεβασμό στην σοσιαλ-δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κύρια κυβερνητική δύναμη.
Μόνον έτσι θα μπορούσε η ελληνική κρίση να επιλυθεί πολιτικά και να μην οδηγήσει σε μία νέα, σοβαρότερη οικονομική κρίση στο εσωτερικό και κρίση πολιτικής στην ευρωζώνη. Στο πλαίσιο του Εurogroup είναι αδύνατον να υπηρετηθεί η περίφημη σταθερότητα στην οποία ομνύουν οι πάντες. Το Εurogroup είναι κατασκευασμένο για να διαχειρίζεται καταστάσεις σταθερότητας και όχι πολιτικές καταστάσεις που κινούνται στο πλαίσιο έκτακτης ανάγκης. Το ελληνικό ζήτημα διαμορφώθηκε πολιτικώς ως χρόνια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και θεμελιώδη ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης σε συνεργασία με τους χρηματοπιστωτικούς διεθνείς θεσμικούς παράγοντες και την Ουάσιγκτον. Μόνον μία εξειδικευμένη Σύνοδος Κορυφής για το ελληνικό ζήτημα θα μπορούσε να μεταβάλει ριζικά την πολιτικότητα του. Μόνον μία τέτοια Σύνοδος θα μπορούσε να άρει το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που χαρακτηρίζει όχι μόνον την ελληνική εθνική οικονομία, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό της οικοδόμημα.
Σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης καμία απολύτως δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά, πόσο μάλλον μία ελληνική κυβέρνηση που ήρθε στα πράγματα επαγγελλόμενη εκδημοκρατισμό και παραγωγική ανασυγκρότηση! Τα (οικονομικά) καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης οδηγούν αναπόδραστα μεσοπρόθεσμα σε πολιτικές λύσεις και σχήματα εκτάκτου ανάγκης. Είναι στο χέρι των «Θεσμών» και της γερμανικής κυβέρνησης να συμβάλουν στο να αποφευχθεί μία τέτοια αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, όπως είναι στο χέρι της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και του ιδίου προσωπικά να αποκλείσει την διολίσθηση των ελληνικών πολιτικών στο φάσμα μίας κυβέρνησης «εκτάκτου ανάγκης», έκτακτων, δηλαδή, εξουσιών αυταρχικού και αντιδημοκρατικού ασφαλώς χαρακτήρα, με την μορφή μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Εάν τις επόμενες ημέρες δεν υπάρξει σοβαρή παρέμβαση προς την κατεύθυνση της πολιτικής διαπραγμάτευσης έτσι όπως την όρισα πιο πάνω, θα είναι πρόδηλο πως υπάρχει βούληση από τους συμμάχους μας για την ολοκλήρωση της ελληνικής κρίσης με την μορφή ενός και επίσημα εμφανιζόμενου καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και τουλάχιστον ολιγωρία και υποκρισία από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης για να αποφευχθεί πάση θυσία (δηλαδή ακόμη και με εκλογές) η συμμετοχή της αριστεράς σε ένα τέτοιο καθεστώς. Εάν η ευρωπαϊκή αριστερά εμπλακεί σε ένα τέτοιο καθεστώς είναι βέβαιο ότι θα απολέσει το ηθικό ανάστημα και την «δημοκρατική αθωότητα» που αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό εκλογικό σώμα και έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα. Οι αυξανόμενες πιθανότητες για «οικονομικό ατύχημα» δεν πρέπει να οδηγήσουν στην βεβαιότητα ενός πολιτικού ατυχήματος για την Ελλάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση