Ο Μέισον Κάρι είναι ένας τυπικός δημοσιογράφος. Όπως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που δεν καλύπτουν την ειδησιογραφία της ημέρας έχουν μ...
Ο Μέισον Κάρι είναι ένας τυπικός δημοσιογράφος. Όπως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που δεν καλύπτουν την ειδησιογραφία της ημέρας έχουν μία συνεχή αναβλητικότητα να παραδώσουν τα άρθρα τους. “Τον Ιούλιο του 2007, καθόμουν μόνος μου ένα κυριακάτικο απόγευμα στα σκονισμένα γραφεία του μικρού αρχιτεκτονικού περιοδικού για το οποίο εργαζόμουν, προσπαθώντας να γράψω ένα άρθρο που έπρεπε να παραδοθεί την επόμενη ημέρα. Αντί όμως να παλουκωθώ και να τελειώσω, διάβαζα την ηλεκτρονική έκδοση των New York Times, καθάριζα ψυχαναγκαστικά το γραφείο μου, έφτιαχνα εσπρέσο στην κουζινούλα και γενικά χασομερούσα. Ηταν μία οικεία, δυσάρεστη κατάσταση. Είμαι ο κλασικός “πρωινός τύπος” που συγκεντρώνεται απόλυτα νωρίς το πρωί αλλά μετά το μεσημεριανό φαγητό είναι σχεδόν άχρηστος. Εκείνο το απόγευμα, για να νιώσω καλύτερα σε σχέση με αυτή τη συχνά άβολη προτίμηση μου (ποιος θέλει να σηκώνεται στις 5:30 κάθε μέρα;) άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο πληροφορίες για ωράρια δουλειάς άλλων συγγραφέων. Ήταν εύκολο να τις βρω – και ήταν και πολύ διασκεδαστικές. Μου πέρασε από το μυαλό ότι κάποιος θα έπρεπε να συγκεντρώσει όλες αυτές τις ανεκδοτολογικές ιστορίες σε ένα μέρος...”
Κάπως έτσι, από μία (ακόμη) δημοσιογραφική αναβολή δημιουργήθηκε το βιβλίο Η Τέχνη της Ρουτίνας που εδώ και μερικές εβδομάδες κυκλοφορεί και στα ελληνικά από την Key Book. Ένα βιβλίο που εξετάζει τα καθημερινά τελετουργικά της ζωής των πιο σπουδαίων προσωπικοτήτων της διανόησης των τελευταίων 400 ετών.
Μέσα από τις σελίδες του μάθαμε ότι ο Μπαλζάκ έπινε 50 φλιτζάνια καφέ την ημέρα και ο Μπετόβεν απαιτούσε ο καφές του να έχει εξήντα κόκκους ανά φλιτζάνι - συχνά τους μετρούσε ο ίδιος για να είναι σίγουρος. Ο Βολταίρος περνούσε 20 ώρες της ημέρα στο γραφείο του. Η Γερτούδη Στάιν με το ζόρι 30 λεπτά, ενώ ο Κάφκα έγραφε πάντα μετά τις 10:30 το βράδυ.
Άλμπερτ Αϊνστάιν
O Αϊνστάιν μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1933, όπου εργάστηκε ως καθηγητής στο Πρίνστον μέχρι την συνταξιοδότηση του, το 1945. Η καθημερινότητα του εκεί ήταν απλή. Μεταξύ 9:00 και 10:00 π.μ. έτρωγε πρωινό και διάβαζε εξονυχιστικά τις πρωινές εφημερίδες. Γύρω στις 10:30 έφευγε για το γραφείο του στο Πρίνστον, περπατώντας όταν ήταν καλός ο καιρός, ειδάλλως τον έπαιρνε ένα πουλμανάκι του Πανεπιστημίου. Δούλευε μέχρι τις 1:00 επέστρεφε στο σπίτι για μεσημεριανό στη 1:30 έπαιρνε έναν υπνάκο κι έπινε ένα φλιτζάνι τσάι. Το υπόλοιπο απόγευμα το περνούσε στο σπίτι, συνεχίζοντας την δουλειά του, βλέποντας επισκέπτες και ταχτοποιώντας την αλληλογραφία του, που η γραμματέας του είχε ταχτοποιήσει νωρίτερα. Το δείπνο ήταν στις 6:30 και έπειτα περισσότερη δουλειά και περισσότερα γράμματα.
Παρά τον ταπεινό τρόπο ζωής του, ο Αϊνστάιν ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στο Πρίνστον, γνωστός όχι μόνο για τα επιστημονικά του επιτεύγματα, αλλά και για την αφηρημάδα του και την ατημέλητη εμφάνιση του. (Ο Αϊνστάιν είχε μακριά μαλλιά για να αποφεύγει τις επισκέψεις στον κουρέα και απέφευγε τις κάλτσες και τις τιράντες, γιατί τις θεωρούσε άχρηστες). Περπατώντας προς και από την δουλειά, συχνά τον σταματούσαν ντόπιοι που ήθελαν να συναντήσουν τον σπουδαίο φυσικό.
Ένας συνάδελφος του θυμόταν: Ο Αϊνστάιν πόζαρε με τη γυναίκα, τα παιδιά ή τα εγγόνια του εκάστοτε “απαγωγέα” σύμφωνα με τις επιθυμίες του και αντάλλασσε μαζί τους λίγες καλοπροαίρετες κουβέντες. Έπειτα συνέχιζε, κουνώντας το κεφάλι του και λέγοντας: “Ωραία, ο γεροελέφαντας έκανε και πάλι το νούμερο του”.
Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ
Όταν ήταν νέος ο Μπελ είχε την τάση να δουλεύει διαρκώς, επιτρέποντας στον εαυτό του μόνο τρεις – τέσσερις ώρες ύπνο τη νύχτα. Ωστόσο μετά το γάμο και την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, ο Αμερικάνος εφευρέτης πείστηκε να υιοθετήσει πιο κανονικά ωράρια. Η σύζυγος του, Μέιμπελ, τον υποχρέωνε να σηκώνεται από το κρεβάτι για πρωινό καθημερινά στις 8:30 π.μ. - “είναι δύσκολο και πολλές φορές χύνουμε δάκρυα για αυτό” σημείωνε εκείνη σε μία επιστολή – και τον υποχρέωνε να κρατάει μερικές ώρες ελεύθερες μετά το δείπνο, που το έπαιρναν μαζί στις 7:00 μ.μ. (του επέτρεπε να επιστρέφει στο γραφείο του στις 10:00).
Οταν το συνήθισε, ο Μπελ κατάλαβε ότι το νέο, φιλικό προς την οικογένεια πρόγραμμα του, τον βόλευε – δεν μπορούσε όμως να το ακολουθήσει άμεσα. Όταν του έρχονταν μία καινούργια ιδέα, εκλιπαρούσε τη γυναίκα του να τον απελευθερώσει από τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Ορισμένες φορές, σε τέτοιες περιπτώσεις, δούλευε μέχρι και εικοσιδύο ώρες συνεχόμενα, άυπνος. Σύμφωνα με το ημερολόγιο της Μέιμπελ, ο Μπελ της εξηγούσε “έχω περιόδους εγρήγορσης, όταν το μυαλό μου βρίθει ιδεών και μου τρώνε τα δάχτυλα, ενθουσιάζομαι και δεν μπορώ να σταματήσω για κανέναν”. Η Μέιμπελ σταδιακά αποδέχτηκε την απερίσπαστη συγκέντρωση του στη δουλειά του, όχι όμως χωρίς κάποια αποδοκιμασία. Του έγραφε το 1888, “αναρωτιέμαι αν με σκέφτεσαι μέσα σε όλο αυτό το χάος της δουλειάς σου, για την οποία είμαι τόσο υπερήφανη αλλά ταυτόχρονα μου προκαλεί και τέτοιο φθόνο, καθώς ξέρω ότι μου κλέβει ένα κομμάτι της καρδιάς του άνδρα μου – γιατί εκεί που βρίσκονται οι σκέψεις και τα ενδιαφέροντα σου, εκεί πρέπει να βρίσκεται και η καρδιά σου”.
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Ο Μπετόβεν σηκώνονταν τα χαράματα και πριν περάσει πολλή ώρα στρώνονταν στην δουλειά. Το πρωινό του ήταν καφές, που τον ετοίμαζε ο ίδιος με μεγάλη φροντίδα – θεωρούσε ότι για κάθε φλιτζάνι χρειάζονται εξήντα κόκκοι καφέ και συχνά τους μετρούσε έναν έναν για να πετύχει την ακριβή δόση. Μετά καθόταν στο γραφείο του και δούλευε μέχρι τις 2:00 ή τις 3:00 κάνοντας ένα περιστασιακό διάλειμμα για περπάτημα στην εξοχή [...]. Συχνά περνούσε τα βράδια με παρέα ή στο θέατρο, ωστόσο τον χειμώνα προτιμούσε να μένει σπίτι και να διαβάζει. Το βραδινό ήταν συνήθως μια απλή υπόθεση – ένα πιάτο σούπα κι ό,τι είχε περισσέψει από το μεσημεριανό. Ο Μπετόβεν απολάμβανε να συνοδεύει το φαγητό του με κρασί και μετά το δείπνο ήθελε να πιει ένα ποτήρι μπύρα και να καπνίσει την πίπα του. Σπάνια δούλευε τη μουσική του το βράδυ και αποσυρόταν νωρίς – έπεφτε στο κρεβάτι το αργότερο στις 10:00.
Αξίζει εδώ να γίνει μνεία στις παράξενες συνήθειες του Μπετόβεν σχετικά με το μπάνιο. Ο μαθητής του και γραμματέας του, Άντον Σίντλερ, τις ανακαλεί στη βιογραφία του με τίτλο Ο Μπετόβεν όπως τον ήξερα:Το λούσιμο και το μπάνιο ήταν από τις πιο επιτακτικές ανάγκες στη ζωή του Μπετόβεν. Ως προς αυτό ήταν πραγματικά ανατολίτης: κατά τη γνώμη του ο Μωάμεθ καθόλου δεν υπερέβαλε στον αριθμό των καθαρμών που πρόσταζε. Αν δεν ντύνονταν για να πάει κάπου τις πρωινές ώρες της δουλειάς θα στεκόταν γυμνός στην σκάφη του περιχύνοντας τα χέρια του με μεγάλους κουβάδες νερό, τραγουδώντας κλίμακες ή θα μουρμούριζε σκοπούς στον εαυτό του. Μετά θα στριφογυρνούσε μέσα στο δωμάτιο με μάτια που είτε κοίταζαν γύρω γύρω είτε έμεναν καρφωμένα στο κενό, θα κρατούσε καμία σημείωση κι έπειτα θα ξανάπιανε να περιλούζεται με νερό και να τραγουδάει δυνατά. Αυτές ήταν στιγμές βαθιάς περισυλλογής τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να διακόψει, εκτός από δύο ατυχείς συγκυρίες.
Πρώτα από όλα, μερικές φορές οι υπηρέτες ξεσπούσαν σε γέλια. Αυτό εξόργιζε τον αφέντη τους, ο οποίος μερικές φορές τους έβριζε σε γλώσσα που τον έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο γελοίος. Δεύτερον, κάποιες φορές θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον σπιτονοικοκύρη του, καθώς συχνά χρησιμοποιούσε τόσο πολύ νερό που περνούσε κάτω από το πάτωμα. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους που ο Μπετόβεν δεν ήταν και ο δημοφιλής νοικιάρης. Το πάτωμα του σαλονιού του θα έπρεπε να καλυφθεί με άσφαλτο προκειμένου να εμποδίσει το νερό να ποτίσει. Κι η αυθεντία δεν είχε καμία επίγνωση πως η έμπνευση ξεχίλιζε κάτω από τα πόδια του!
Καρλ Μαρξ
Ο Μαρξ έφθασε στο Λονδίνο ως πολιτικός πρόσφυγας το 1849, νομίζοντας πως θα έμενε εκεί το πολύ για μερικούς μήνες. Αντ' αυτού, κατέληξε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1883. Τα πρώτα του χρόνια στο Λονδίνο σημαδεύτηκαν από τη φτώχεια και τις προσωπικές τραγωδίες – η οικογένεια του καταδικάστηκε να ζει σε άθλιες συνθήκες και ήδη μέχρι το 1855 τρία από τα έξι παιδιά του είχαν πεθάνει. Ο Ιζάια Μπερλίν περιγράφει τις συνήθειες του Μάρξ εκείνο τον καιρό:
Ο τρόπος ζωής του περιλάμβανε καθημερινές επισκέψεις στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου όπου συνήθως έμενε από τις εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά που έκλεινε. Ακολουθούσαν πολλές ώρες δουλειάς κατά τη διάρκεια της νύχτας, κατά τις οποίες ο Μαρξ κάπνιζε ασταμάτητα, έχοντας μετατρέψει το κάπνισμα από πολυτέλεια σε απαραίτητο αναισθητικό. Αυτό επηρέασε μόνιμα την υγεία του κι άρχισε να έχει συχνές κρίσεις μίας ασθένειας που προσβάλλει το συκώτι, που μερικές φορές συνοδεύονταν από άσθμα και ερεθισμό των ματιών, μία κατάσταση που επηρέαζε τη δουλειά του, τον εξαντλούσε και τον εκνεύριζε καθώς διέκοπτε τα διαρκώς αβέβαια μέσα της ζωντάνιας του. “Έχω πληγεί σαν τον Ιώβ, αν και λιγότερος θεοφοβούμενος” έγραφε το 1858.
Μέχρι το 1858, ο Μαρξ είχε ήδη επενδύσει αρκετά χρόνια στη συγγραφή του Κεφαλαίο, του τεράστιου αυτού έργου της πολιτικής οικονομίας, το οποίο θα τον κυρίευε κατά το υπόλοιπο της ζωής του. Ποτέ δεν είχε σταθερή δουλειά. “Οφείλω να υπηρετήσω το σκοπό μου σε εύκολους και δύσκολους καιρούς και δεν πρέπει να επιτρέψω στην αστική κοινωνία να με μετατρέψει σε μηχανή παραγωγής χρήματος” έγραφε το 1859. (Στην πραγματικότητα, αργότερα έκανε αίτηση για να πιάσει δουλειά ως ταχυδρόμος σε μία σιδηροδρομική εταιρεία, η οποία απορρίφθηκε λόγω του κακού του γραφικού του χαρακτήρα). Αντ' αυτού, ο Μαρξ πόνταρε στο φίλο και συνεργάτη του, τον Φρίντριχ Ενγκλς, ο οποίος του έστελνε τακτικά οικονομική βοήθεια, αντλώντας την από το χρηματοκιβώτιο του πατέρα του που επιδιδόταν στο εμπόριο υφασμάτων και την οποία ο Μαρξ σπαταλούσε άμεσα, μην έχοντας καμία απολύτως δεξιότητα στην διαχείριση του χρήματος. “Υποθέτω πως ποτέ κανείς άλλος δεν έγραψε για τα λεφτά έχοντας ο ίδιος τόσα λίγα” σημείωνε.
Άρθουρ Μίλερ
“Μακάρι να είχα μία κανονικότητα στο γράψιμο”, δήλωσε ο Μίλερ σε μια συνέντευξη το 1999. “Σηκώνομαι το πρωί, πάω στο γραφείο μου και γράφω. Και μετά σκίζω ό,τι έγραψα! Αυτή είναι η ρουτίνα στην πραγματικότητα. Έπειτα μερικές φορές, κάτι μένει. Και μετά το ακολουθώ. Η μόνη εικόνα που μπορώ να σκεφτώ είναι αυτή ενός ανθρώπου που περιπλανιέται μ' ένα σιδερένιο μπαστούνι στο χέρι του εν μέσω θύελλας και κεραυνών.
Κάπως έτσι, από μία (ακόμη) δημοσιογραφική αναβολή δημιουργήθηκε το βιβλίο Η Τέχνη της Ρουτίνας που εδώ και μερικές εβδομάδες κυκλοφορεί και στα ελληνικά από την Key Book. Ένα βιβλίο που εξετάζει τα καθημερινά τελετουργικά της ζωής των πιο σπουδαίων προσωπικοτήτων της διανόησης των τελευταίων 400 ετών.
Μέσα από τις σελίδες του μάθαμε ότι ο Μπαλζάκ έπινε 50 φλιτζάνια καφέ την ημέρα και ο Μπετόβεν απαιτούσε ο καφές του να έχει εξήντα κόκκους ανά φλιτζάνι - συχνά τους μετρούσε ο ίδιος για να είναι σίγουρος. Ο Βολταίρος περνούσε 20 ώρες της ημέρα στο γραφείο του. Η Γερτούδη Στάιν με το ζόρι 30 λεπτά, ενώ ο Κάφκα έγραφε πάντα μετά τις 10:30 το βράδυ.
Άλμπερτ Αϊνστάιν
O Αϊνστάιν μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1933, όπου εργάστηκε ως καθηγητής στο Πρίνστον μέχρι την συνταξιοδότηση του, το 1945. Η καθημερινότητα του εκεί ήταν απλή. Μεταξύ 9:00 και 10:00 π.μ. έτρωγε πρωινό και διάβαζε εξονυχιστικά τις πρωινές εφημερίδες. Γύρω στις 10:30 έφευγε για το γραφείο του στο Πρίνστον, περπατώντας όταν ήταν καλός ο καιρός, ειδάλλως τον έπαιρνε ένα πουλμανάκι του Πανεπιστημίου. Δούλευε μέχρι τις 1:00 επέστρεφε στο σπίτι για μεσημεριανό στη 1:30 έπαιρνε έναν υπνάκο κι έπινε ένα φλιτζάνι τσάι. Το υπόλοιπο απόγευμα το περνούσε στο σπίτι, συνεχίζοντας την δουλειά του, βλέποντας επισκέπτες και ταχτοποιώντας την αλληλογραφία του, που η γραμματέας του είχε ταχτοποιήσει νωρίτερα. Το δείπνο ήταν στις 6:30 και έπειτα περισσότερη δουλειά και περισσότερα γράμματα.
Παρά τον ταπεινό τρόπο ζωής του, ο Αϊνστάιν ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στο Πρίνστον, γνωστός όχι μόνο για τα επιστημονικά του επιτεύγματα, αλλά και για την αφηρημάδα του και την ατημέλητη εμφάνιση του. (Ο Αϊνστάιν είχε μακριά μαλλιά για να αποφεύγει τις επισκέψεις στον κουρέα και απέφευγε τις κάλτσες και τις τιράντες, γιατί τις θεωρούσε άχρηστες). Περπατώντας προς και από την δουλειά, συχνά τον σταματούσαν ντόπιοι που ήθελαν να συναντήσουν τον σπουδαίο φυσικό.
Ένας συνάδελφος του θυμόταν: Ο Αϊνστάιν πόζαρε με τη γυναίκα, τα παιδιά ή τα εγγόνια του εκάστοτε “απαγωγέα” σύμφωνα με τις επιθυμίες του και αντάλλασσε μαζί τους λίγες καλοπροαίρετες κουβέντες. Έπειτα συνέχιζε, κουνώντας το κεφάλι του και λέγοντας: “Ωραία, ο γεροελέφαντας έκανε και πάλι το νούμερο του”.
Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ
Όταν ήταν νέος ο Μπελ είχε την τάση να δουλεύει διαρκώς, επιτρέποντας στον εαυτό του μόνο τρεις – τέσσερις ώρες ύπνο τη νύχτα. Ωστόσο μετά το γάμο και την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, ο Αμερικάνος εφευρέτης πείστηκε να υιοθετήσει πιο κανονικά ωράρια. Η σύζυγος του, Μέιμπελ, τον υποχρέωνε να σηκώνεται από το κρεβάτι για πρωινό καθημερινά στις 8:30 π.μ. - “είναι δύσκολο και πολλές φορές χύνουμε δάκρυα για αυτό” σημείωνε εκείνη σε μία επιστολή – και τον υποχρέωνε να κρατάει μερικές ώρες ελεύθερες μετά το δείπνο, που το έπαιρναν μαζί στις 7:00 μ.μ. (του επέτρεπε να επιστρέφει στο γραφείο του στις 10:00).
Οταν το συνήθισε, ο Μπελ κατάλαβε ότι το νέο, φιλικό προς την οικογένεια πρόγραμμα του, τον βόλευε – δεν μπορούσε όμως να το ακολουθήσει άμεσα. Όταν του έρχονταν μία καινούργια ιδέα, εκλιπαρούσε τη γυναίκα του να τον απελευθερώσει από τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Ορισμένες φορές, σε τέτοιες περιπτώσεις, δούλευε μέχρι και εικοσιδύο ώρες συνεχόμενα, άυπνος. Σύμφωνα με το ημερολόγιο της Μέιμπελ, ο Μπελ της εξηγούσε “έχω περιόδους εγρήγορσης, όταν το μυαλό μου βρίθει ιδεών και μου τρώνε τα δάχτυλα, ενθουσιάζομαι και δεν μπορώ να σταματήσω για κανέναν”. Η Μέιμπελ σταδιακά αποδέχτηκε την απερίσπαστη συγκέντρωση του στη δουλειά του, όχι όμως χωρίς κάποια αποδοκιμασία. Του έγραφε το 1888, “αναρωτιέμαι αν με σκέφτεσαι μέσα σε όλο αυτό το χάος της δουλειάς σου, για την οποία είμαι τόσο υπερήφανη αλλά ταυτόχρονα μου προκαλεί και τέτοιο φθόνο, καθώς ξέρω ότι μου κλέβει ένα κομμάτι της καρδιάς του άνδρα μου – γιατί εκεί που βρίσκονται οι σκέψεις και τα ενδιαφέροντα σου, εκεί πρέπει να βρίσκεται και η καρδιά σου”.
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Ο Μπετόβεν σηκώνονταν τα χαράματα και πριν περάσει πολλή ώρα στρώνονταν στην δουλειά. Το πρωινό του ήταν καφές, που τον ετοίμαζε ο ίδιος με μεγάλη φροντίδα – θεωρούσε ότι για κάθε φλιτζάνι χρειάζονται εξήντα κόκκοι καφέ και συχνά τους μετρούσε έναν έναν για να πετύχει την ακριβή δόση. Μετά καθόταν στο γραφείο του και δούλευε μέχρι τις 2:00 ή τις 3:00 κάνοντας ένα περιστασιακό διάλειμμα για περπάτημα στην εξοχή [...]. Συχνά περνούσε τα βράδια με παρέα ή στο θέατρο, ωστόσο τον χειμώνα προτιμούσε να μένει σπίτι και να διαβάζει. Το βραδινό ήταν συνήθως μια απλή υπόθεση – ένα πιάτο σούπα κι ό,τι είχε περισσέψει από το μεσημεριανό. Ο Μπετόβεν απολάμβανε να συνοδεύει το φαγητό του με κρασί και μετά το δείπνο ήθελε να πιει ένα ποτήρι μπύρα και να καπνίσει την πίπα του. Σπάνια δούλευε τη μουσική του το βράδυ και αποσυρόταν νωρίς – έπεφτε στο κρεβάτι το αργότερο στις 10:00.
Αξίζει εδώ να γίνει μνεία στις παράξενες συνήθειες του Μπετόβεν σχετικά με το μπάνιο. Ο μαθητής του και γραμματέας του, Άντον Σίντλερ, τις ανακαλεί στη βιογραφία του με τίτλο Ο Μπετόβεν όπως τον ήξερα:Το λούσιμο και το μπάνιο ήταν από τις πιο επιτακτικές ανάγκες στη ζωή του Μπετόβεν. Ως προς αυτό ήταν πραγματικά ανατολίτης: κατά τη γνώμη του ο Μωάμεθ καθόλου δεν υπερέβαλε στον αριθμό των καθαρμών που πρόσταζε. Αν δεν ντύνονταν για να πάει κάπου τις πρωινές ώρες της δουλειάς θα στεκόταν γυμνός στην σκάφη του περιχύνοντας τα χέρια του με μεγάλους κουβάδες νερό, τραγουδώντας κλίμακες ή θα μουρμούριζε σκοπούς στον εαυτό του. Μετά θα στριφογυρνούσε μέσα στο δωμάτιο με μάτια που είτε κοίταζαν γύρω γύρω είτε έμεναν καρφωμένα στο κενό, θα κρατούσε καμία σημείωση κι έπειτα θα ξανάπιανε να περιλούζεται με νερό και να τραγουδάει δυνατά. Αυτές ήταν στιγμές βαθιάς περισυλλογής τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να διακόψει, εκτός από δύο ατυχείς συγκυρίες.
Πρώτα από όλα, μερικές φορές οι υπηρέτες ξεσπούσαν σε γέλια. Αυτό εξόργιζε τον αφέντη τους, ο οποίος μερικές φορές τους έβριζε σε γλώσσα που τον έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο γελοίος. Δεύτερον, κάποιες φορές θα έρχονταν σε σύγκρουση με τον σπιτονοικοκύρη του, καθώς συχνά χρησιμοποιούσε τόσο πολύ νερό που περνούσε κάτω από το πάτωμα. Αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους που ο Μπετόβεν δεν ήταν και ο δημοφιλής νοικιάρης. Το πάτωμα του σαλονιού του θα έπρεπε να καλυφθεί με άσφαλτο προκειμένου να εμποδίσει το νερό να ποτίσει. Κι η αυθεντία δεν είχε καμία επίγνωση πως η έμπνευση ξεχίλιζε κάτω από τα πόδια του!
Καρλ Μαρξ
Ο Μαρξ έφθασε στο Λονδίνο ως πολιτικός πρόσφυγας το 1849, νομίζοντας πως θα έμενε εκεί το πολύ για μερικούς μήνες. Αντ' αυτού, κατέληξε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1883. Τα πρώτα του χρόνια στο Λονδίνο σημαδεύτηκαν από τη φτώχεια και τις προσωπικές τραγωδίες – η οικογένεια του καταδικάστηκε να ζει σε άθλιες συνθήκες και ήδη μέχρι το 1855 τρία από τα έξι παιδιά του είχαν πεθάνει. Ο Ιζάια Μπερλίν περιγράφει τις συνήθειες του Μάρξ εκείνο τον καιρό:
Ο τρόπος ζωής του περιλάμβανε καθημερινές επισκέψεις στο αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου όπου συνήθως έμενε από τις εννιά το πρωί μέχρι τις εφτά που έκλεινε. Ακολουθούσαν πολλές ώρες δουλειάς κατά τη διάρκεια της νύχτας, κατά τις οποίες ο Μαρξ κάπνιζε ασταμάτητα, έχοντας μετατρέψει το κάπνισμα από πολυτέλεια σε απαραίτητο αναισθητικό. Αυτό επηρέασε μόνιμα την υγεία του κι άρχισε να έχει συχνές κρίσεις μίας ασθένειας που προσβάλλει το συκώτι, που μερικές φορές συνοδεύονταν από άσθμα και ερεθισμό των ματιών, μία κατάσταση που επηρέαζε τη δουλειά του, τον εξαντλούσε και τον εκνεύριζε καθώς διέκοπτε τα διαρκώς αβέβαια μέσα της ζωντάνιας του. “Έχω πληγεί σαν τον Ιώβ, αν και λιγότερος θεοφοβούμενος” έγραφε το 1858.
Μέχρι το 1858, ο Μαρξ είχε ήδη επενδύσει αρκετά χρόνια στη συγγραφή του Κεφαλαίο, του τεράστιου αυτού έργου της πολιτικής οικονομίας, το οποίο θα τον κυρίευε κατά το υπόλοιπο της ζωής του. Ποτέ δεν είχε σταθερή δουλειά. “Οφείλω να υπηρετήσω το σκοπό μου σε εύκολους και δύσκολους καιρούς και δεν πρέπει να επιτρέψω στην αστική κοινωνία να με μετατρέψει σε μηχανή παραγωγής χρήματος” έγραφε το 1859. (Στην πραγματικότητα, αργότερα έκανε αίτηση για να πιάσει δουλειά ως ταχυδρόμος σε μία σιδηροδρομική εταιρεία, η οποία απορρίφθηκε λόγω του κακού του γραφικού του χαρακτήρα). Αντ' αυτού, ο Μαρξ πόνταρε στο φίλο και συνεργάτη του, τον Φρίντριχ Ενγκλς, ο οποίος του έστελνε τακτικά οικονομική βοήθεια, αντλώντας την από το χρηματοκιβώτιο του πατέρα του που επιδιδόταν στο εμπόριο υφασμάτων και την οποία ο Μαρξ σπαταλούσε άμεσα, μην έχοντας καμία απολύτως δεξιότητα στην διαχείριση του χρήματος. “Υποθέτω πως ποτέ κανείς άλλος δεν έγραψε για τα λεφτά έχοντας ο ίδιος τόσα λίγα” σημείωνε.
Άρθουρ Μίλερ
“Μακάρι να είχα μία κανονικότητα στο γράψιμο”, δήλωσε ο Μίλερ σε μια συνέντευξη το 1999. “Σηκώνομαι το πρωί, πάω στο γραφείο μου και γράφω. Και μετά σκίζω ό,τι έγραψα! Αυτή είναι η ρουτίνα στην πραγματικότητα. Έπειτα μερικές φορές, κάτι μένει. Και μετά το ακολουθώ. Η μόνη εικόνα που μπορώ να σκεφτώ είναι αυτή ενός ανθρώπου που περιπλανιέται μ' ένα σιδερένιο μπαστούνι στο χέρι του εν μέσω θύελλας και κεραυνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση