Η ζωή σαν μυθιστόρημα του νεαρού απεργού πείνας που έμαθε να ερωτεύεται και να μισεί χωρίς μέτρο μεγαλώνοντας στην παράξενη οικ...
Η ζωή σαν μυθιστόρημα του νεαρού απεργού πείνας που έμαθε να ερωτεύεται και να μισεί χωρίς μέτρο μεγαλώνοντας στην παράξενη οικογένεια Νάσιουτζικ...
Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
Στο μυαλό του υπάρχουν μόνο σημάδια από αίμα, ίχνη από το μελάνι το οποίο στάζει σε κάθε επιστολή που γράφει, φωνές από ατελείωτα ανθρωποκυνηγητά. Υπάρχουν ενδεχομένως και οι λέξεις από το γράμμα που είχε στείλει πριν από έναν χρόνο μέσα από τις φυλακές προς τους υπόλοιπους συντρόφους: «Κάτοικος στη χώρα του παγωμένου νότου εδώ και έναν χρόνο σχεδόν, ο πάγος έχει εξαπλωθεί πλέον και στο σώμα μου.
Μονότονη καθημερινότητα, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, γενική ακινησία. Εδώ τα σύνορα έχουν μεταμορφωθεί σε σιδερένιες πόρτες και τοίχους». Ακόμη και τώρα, αντικρίζοντας τους λευκούς τοίχους του νοσοκομείου βλέπει το σκουριασμένο άστρο να σημαδεύει το σύνορο ενός μαύρου -ίσως και κόκκινου- παρελθόντος, εκεί όπου απλώνεται η μυρωδιά από το αίμα, το ιωδοφόρμιο, την αμμωνία, το μπαρούτι που καίγεται. Ενας δηλητηριώδης αχνός τυλίγει τα ντουβάρια του νοσοκομείου και των φυλακών και γίνεται το ομιχλώδες όραμα που επανέρχεται στο μυαλό του εδώ και κάποιον καιρό - κάτι σαν την ταινία «Fight Club» χωρίς τα στυλιστικά κατάλοιπα.
Και όντως, η ζωή του Νίκου Ρωμανού, όπως καταγράφεται μέχρι τώρα στα 21 του χρόνια και τις 28 ημέρες που παραμένει ζωντανός από την απεργία πείνας, μοιάζει μόνο με μυθιστόρημα. Ισως έχει να κάνει με τα πρώτα ανίερα σκιρτήματα που ένιωσε όταν κατάλαβε ότι περισσότερα κοινά έχει με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι παρά με τους συνομηλίκους του, αλλά και με τον διαχωρισμό από τους ανθρώπους του καθημερινού «συμβιβασμού και της ήττας», όπως τους αποκαλούσε. Ισως τελικά κατά βάθος να αφορά τον τρόπο με τον οποίο γαλουχήθηκε - αφού έμαθε να λατρεύει το απόλυτο, να ερωτεύεται και να μισεί μέχρι τέλους, να μη δέχεται το μέτρο. Ενα παιδί που δεν έχει δει ποτέ μέχρι την εφηβεία του τηλεόραση, αλλά που ξέρει από μικρό τι σημαίνει φυλάκιση και εγκλεισμός όταν το έζησε στο πετσί του με τον αγαπημένο του παππού.
Ενα παιδί που δεν είδε το αίμα να κυλάει σε ψεύτικα σίριαλ, αλλά πάνω στα αχνισμένα δάπεδα της Τζαβέλα, όταν ο κολλητός του Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος σπαρταρούσε πεθαίνοντας στην αγκαλιά του. Ενα παιδί που ήξερε τι σημαίνει να βλέπει τη μητέρα του να κλαίει πίσω από τα κατεβασμένα παράθυρα. Ενα παιδί που για την κοινωνία ήταν ο παράξενος εγγονός του «δολοφόνου» - αυτό το παιδί δεν μπορεί παρά να θελήσει να γράψει κάποια στιγμή τη δική του ιστορία και να το κάνει στρέφοντας τα όπλα ενάντια στην κοινωνία που θεωρεί ότι τον αδίκησε.
Μέσα στον φαύλο κύκλο της βίας που φέρνει κατά πολύ στο μυαλό την κατάρα των Λαβδακιδών -όπου δυστυχισμένα τέκνα επιφανών οικογενειών διψούν για εκδίκηση και δεν γλιτώνουν από τη λογική της αυτοκαταστροφής-, ο Νίκος Ρωμανός είναι το αποτέλεσμα του ίδιου κύκλου που τον έκλεισε ερμητικά μέσα του και δεν του επιτρέπει να φύγει παρά μόνο θέτοντας το δίλημμα «ζωντανός ή νεκρός». Η μητέρα του Παυλίνα Νάσιουτζικ, αναγνωρίζοντας από πολύ νωρίς τη μοίρα της οικογένειας, έλεγε πως ακολουθούμε τη μοίρα «μιας ηροδότειας ιστορίας μονότονης που διακόπτεται πότε-πότε από το ρίγος του θανάτου». Και η αλήθεια είναι ότι η μεταφορική δεινότητα -η ικανότητα να βάζει κανείς τα παράφορα αισθήματα σε λέξεις- δεν έλειψε ποτέ από κανένα μέλος της οικογένειας Νάσιουτζικ-Ρωμανού.
Το παιδί-θαύμα και το στίγμα μιας δολοφονίας
Αυτό που έλειψε σίγουρα είναι η κανονικότητα. Τα κυριακάτικα απογεύματα που τα αγόρια βλέπουν μπάλα και τα κορίτσια το σκάνε για κρυφό ραντεβού, τα μέλη της οικογένειας Νάσιουτζικ, πάντα πολύ στενά δεμένα μεταξύ τους, προτιμούσαν να μαζεύονται στο όμορφο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού στο Παλαιό Ψυχικό και να μιλάνε για τα βιβλία που ξεφύλλισαν, τους παλιούς στενούς φίλους όπως τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Γιώργο Χειμωνά. Ενίοτε δε παίζουν και ωραία κομμάτια στο πιάνο - σαν αυτά που εκτελούσε άψογα το παιδί-θαύμα Νίκος Ρωμανός, ο οποίος αγαπούσε από μικρός οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τέχνες: τον Μότσαρτ -ειδικά το 21ο Κοντσέρτο-, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σταντάλ, τις φωτογραφίες του οποίου είχε κρεμασμένες η μητέρα στους τοίχους του σπιτιού, στη θέση των Αγίων.
Η οικογένεια, ζώντας το δικό της μυθιστόρημα με αρκετές τραγικές σελίδες που δεν λένε να τελειώσουν, δεν είχε ανάγκη την έξωθεν κοινωνική μαρτυρία, καθώς τους αρκούσε η εσωτερική σιωπηρή συνενοχή - αυτή η σιωπή που πάντοτε εκνεύριζε τον μικρό Νίκο, ο οποίος έδειξε να προτιμά τη βοή των γηπέδων (και τους αγώνες του αγαπημένου του Παναθηναϊκού). Μια σιωπή εκκωφαντική που όχι μόνο δεν επέτρεπε την τηλεόραση που απουσίαζε πανηγυρικά από το σπίτι, αλλά αντίθετα επέβαλλε λέξεις που είχαν μέσα τους την υπερβολική δύναμη της λογοτεχνίας.
«Ωρες ώρες αναρωτιέμαι πότε ήμασταν πιο αληθινοί, όταν μέσα στον βυζαντινό, κλειστό κύκλο μας αγνοούσαμε την πραγματικότητα ζώντας σε σκονισμένες βιβλιοθήκες, παλιά βιβλία, μαγεμένοι από λαμπρούς ομιλητές, γητευτές του λόγου και της πραγματικότητας μεγάλου διαμετρήματος, πιστεύοντας ότι ζούσαμε με γενναιοδωρία, καλοσύνη, ευσέβεια και αυταπάρνηση, ή τώρα που έχουμε βυθιστεί στο βυθό της θάλασσας και βγήκαμε λασπωμένοι, χυδαίοι και μικροί;» γράφει η Παυλίνα Νάσιουτζικ στο βιβλίο της «Τόση λίγη αλήθεια» - και το εννοεί.
Επιβεβαιώνει άλλωστε με τραγικό τρόπο την άνιση μάχη των λέξεων με την πραγματικότητα. Λέξεις που δεν φτάνουν για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει εκεί έξω, γραπτά ατελείωτα που αλλάζουν χέρια, επιστολές που έχει μάθει να ανταλλάσσει η οικογένεια για χρόνια - ειδικά με τον παππού που βρίσκεται στη φυλακή. Από την ίδια ακριβώς θέση με τον παππού του φυλακισμένος στα έγκατα του Κορυδαλλού ο εγγονός του Αθανάσιου Νάσιουτζικ προσπαθεί να βρει δικαίωση στο καφκικό του δράμα γράφοντας και εκείνος γράμματα στους έξω.
«Το ρολόι που κρύβω στο σώμα μου έχει παγώσει κι αυτό», γράφει ο Ρωμανός πριν από έναν ακριβώς χρόνο σε συντροφική επιστολή. «Κι ας γνωρίζω ότι ο χρόνος της ζωής μου κυλάει αντίστροφα προβληματίζομαι, οι μαθηματικοί υπολογισμοί της φυλακής για την παραμονή μου εδώ μου φέρνουν αηδία. 3/5 υφ’ όρων απόλυση, 1/3 της ποινής σκαστό για άδεια, έχεις να βγάλεις τόση φυλακή με τόσα μεροκάματα, τόση χωρίς αυτά. Ας γυρίσουμε όμως πίσω σε εκείνο το εσωτερικό ρολόι. Οσο ήμουν στην παρανομία, το εσωτερικό μου ρολόι είχε πάει στον ωρολογοποιό, ο οποίος το έστειλε στην ψυχιατρική κλινική.
Οταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε πως εκεί πηγαίνουν όλα τα ρολόγια που κατοικούν στα σώματα εκείνων που πολεμούν στη μοίρα του αιώνιου σκλάβου. Επίσημη διάγνωση ήταν ότι κουρδίστηκε από ανώμαλα χέρια».
Πώς η αθωότητα έγινε μανία για εκδίκηση
Και πώς αλλιώς να χαρακτηριστούν αυτά τα χέρια, τα δικά του χέρια, που τη μια μέρα κρατούσαν νεκρό το σώμα του καλύτερού του φίλου και λίγο καιρό αργότερα κρατούσαν καλάσνικοφ και αθώους ομήρους; Η αθωότητα ωστόσο χάθηκε για πάντα για τον Ρωμανό από την ώρα που είδε να κείτεται νεκρός ο φίλος του Γρηγορόπουλος και τη θέση του πήρε η μανία για εκδίκηση. Το λευκό φέρετρο που κουβαλούσε στην πλάτη του και θα το έβαζε ο ίδιος στην τελευταία κατοικία του φίλου του θα έβρισκε έκτοτε το συμβολικό ισοδύναμο στη βία. Σπόροι του χαμού που πέφτουν και ξανακυλάνε και επανέρχονται στα ρεύματα μιας χημικής ουσίας που αρνείται να ονομαστεί, να ταξινομηθεί, να καταχωρηθεί και δηλητηριάζει κόσμο και συνειδήσεις.
Η αγάπη για τον φίλο του, με τον οποίο περνούσαν μαζί μερόνυχτα παίζοντας ιντερνετικά παιχνίδια, διαβάζοντας και πηγαίνοντας στο γήπεδο, μετατράπηκε αυτόματα σε μίσος και υπόσχεση ότι προτεραιότητα θα είναι για πάντα η σύγκρουση. Μέσα σε δύο μήνες από τον θάνατο του Αλέξανδρου ο Νίκος Ρωμανός θα αποφασίσει να αλλάξει σχολείο, δηλαδή να εγκαταλείψει την ασφαλή θαλπωρή της Σχολής Μωραΐτη, όπου διέπρεπε ως μαθητής, για το δημόσιο σχολείο επικαλούμενος πολιτικούς λόγους. Οι κάθοδοί του στα Εξάρχεια έκτοτε πληθαίνουν, μαζί και η απόφασή του να περάσει από την αναρχική θεωρία στην πράξη. Μετά από λίγους μήνες εξαφανίζεται από το σπίτι και αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι -όπως εκείνοι οι αναρχικοί και κοσμοκαλόγεροι του λατρεμένου του Ντοστογιέφσκι- στον ένοπλο.
Πνευματικός του μέντορας είναι ο Αλφρέντο Μπονάνο, εμβληματική μορφή του αναρχικού χώρου και θεωρητικός του λεγόμενου «εξεγερσιακού αναρχισμού», ηγετικό στέλεχος της Autonomia Operaia. Το βιβλίο του «Armed Joy» θα γίνει το προσωπικό ευαγγέλιο του έφηβου Ρωμανού, όπως και η «Θεωρία και πρακτική της εξέγερσης».
Μέσα στα διδάγματα και τα μπαρουτοκαπνισμένα συνθήματα του Μπονάνο αντηχούν το παθιασμένο κλέος του Ερρίκο Μαλατέστα και η αποφασιστικότητα των οπαδών του να περάσουν από τη θεωρία στην αιματηρή πράξη: άλλωστε ο ίδιος ο Μπονάνο, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος του Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι και του Ρενάτο Κούρτσιο, δηλαδή των ιδρυτών των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», συνελήφθη σε ληστεία στα Τρίκαλα. Είναι από αυτούς που προσφέρουν στον Ρωμανό, αλλά και στους συντρόφους και τους καλούς του φίλους, Ανδρέα Μπουρζούκο, Γιάννη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Πολίτη, τα θεωρητικά κείμενα τα οποία διαβάζουν με μανία -άλλωστε, όλοι είναι αριστούχοι μαθητές, τέκνα των βορείων προαστίων-, αλλά και την ανάγκη προσφυγής στα όπλα.
Ο δρόμος χωρίς επιστροφή
Οσο λοιπόν οι ματωμένες εικόνες από τη μοιραία νύχτα του Δεκέμβρη καλπάζουν μακριά, το χαράκωμα πλαταίνει. Ανάμεσα στο καλό, στους καλούς της μέρας και στην ίδια τη μέρα υπάρχει μια γραμμή από πύον που απλώνει μια μπόχα στο χθες και δηλητηριάζει το αύριο. Οι γείτονες στα διάφορα σπίτια στα οποία διαμένει και κρύβεται ο Ρωμανός με τους φίλους του παύουν να τους θεωρούν φιλήσυχους, καθώς στα μάτια τους φαντάζουν άνθρωποι χωρίς ιδιότητες, βολεμένοι, εχθροί. Το διάστημα αυτό μάταια η μητέρα του Ρωμανού, Παυλίνα Νάσιουτζικ, θα αναζητήσει σε γνωστούς και φίλους τον χαμένο της γιο - καλά κρυμμένος στα ερμητικά κλειστά Εξάρχεια, ο Νίκος Ρωμανός έχει ήδη πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.
Από τη στιγμή, άλλωστε, που έμπαινε στο πούλμαν για να πάει στην Αμφισσα για να καταθέσει για τον φόνο του καλού του φίλου μέχρι που κατέβαινε με την κλούβα από το Βελβεντό, η πορεία της μοίρας είχε αρχίσει να γράφεται με μαύρα γράμματα και ο ίδιος το ήξερε.
Ηταν τότε που θυμήθηκε και την τέχνη των επιστολών που είχαν αναπτύξει με ιδιαίτερη ικανότητα στο σιωπηλό σπίτι. Αντί επομένως να παραστεί ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη για τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, θα προτιμήσει να συντάξει μια σειρά επιστολών: με μία τέτοια ξεκαθαρίζει ότι δεν θα παίξει κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη γελοιότητα, όπως αποκαλεί «τη στημένη δίκη», και δεν θα γίνει μέρος του συστήματος που «δολοφόνησε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο». Επίσης, μαθαίνει και στους υπόλοιπους συντρόφους να γράφουν επιστολές αργότερα από τις φυλακές - αντί να είναι αναγκασμένοι να συνομιλούν με τους φύλακες.
Ωστόσο ένα παιδί που έχει μάθει από μικρός τι σημαίνει «κρύβομαι από το σύστημα που με κυνηγά», δηλαδή από τότε που ο παππούς του αναγκαζόταν να ανταλλάσσει συνθηματικούς κώδικες και κρυφά μηνύματα για να συναντηθεί με τη μητέρα του, ξέρει να χρησιμοποιεί τα αντίστοιχα συνθηματικά τερτίπια για να ξεφύγει. Για περίπου τρία χρόνια καταφέρνει και περνάει απαρατήρητος από την άγρυπνη μύτη των αστυνομικών, ώσπου αποφασίζει να μετατρέψει την πολιτική του επαναστατικότητα σε ποινική πράξη.
Την Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου 2013 ο Ρωμανός συλλαμβάνεται μαζί με τρία άτομα για απόπειρα ένοπλης ληστείας στην Αγροτική Τράπεζα και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στο Βελβεντό Κοζάνης. Για όσους δεν γνωρίζουν τα γεγονότα από μέσα, αυτά είναι αρκούντως κωμικοτραγικά: μάταια προσπάθησε ο άπειρος αναρχικός που οδηγούσε ένα μεταμφιεσμένο σε ασθενοφόρο βαν να διαφύγει με τους ληστές. Εκανε το τραγικό λάθος να περάσει τρεις φορές από όχημα της Αστυνομίας που κατάλαβε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει με το «νοσοκομειακό».
Σε λίγο οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν ενεργοποιηθεί και ύστερα από καταδίωξη κατάφεραν να το περικυκλώσουν. Ηταν τέτοια η άγνοια των άπειρων νεαρών που δεν είχαν φροντίσει να μελετήσουν καλά την περιοχή προκειμένου να μπορέσουν να διαφύγουν, με αποτέλεσμα να φτάσουν στα τέσσερα αδιέξοδα στους χωματόδρομους των ορυχείων και να συλληφθούν. Είναι ακριβώς σε αυτές τις στιγμές που η (κωμικοτραγική) πραγματικότητα ξεφεύγει από τις χολιγουντιανές ταινίες με τα γνωστά οδυνηρά αποτελέσματα.
Τα εισαγγελικά ελαφρυντικά
Βέβαια τα αποτελέσματα φάνηκαν αμέσως από την αμετανόητη στάση του Ρωμανού κατά τη σύλληψή του - σάμπως να είχε προετοιμαστεί για εκείνην την «ηρωική» στιγμή από καιρό. Ακόμη και τώρα κάνουν τον γύρο του κόσμου οι φωτογραφίες με το άγριο βλέμμα που παρά τα ίχνη του ξυλοδαρμού επιμένει να κοιτάει περήφανα τις κάμερες σαν το παιδικό πρόσωπο να μην μπορεί ανταποκριθεί στη σκληρότητα των στιγμών.
Είναι ακριβώς αυτή η στιγμή όπου το δράμα του παππού και της γιαγιάς περνάει στην επόμενη γενιά και γίνεται αποκλειστικά δικό του. Πλέον το θύμα που μεταμορφώθηκε σε θύτη είναι ο ίδιος ο Ρωμανός, με τον κύκλο του αίματος να διαγράφει τη δική του στιγματισμένη τροχιά και να γράφει τους δικούς τους αριθμούς στο τεφτέρι των καφκικών διώξεων. Αλλωστε και οι άνθρωποι που συμπαραστέκονται ή κατακρίνουν την «παράξενη» οικογένεια Νάσιουτζικ δεν είναι πια οι γνωστοί και οι φίλοι, αλλά οι ανώνυμοι θεατές σε ένα δράμα δίχως τέλος - άλλοι απαιτούν παραδειγματικό εγκλεισμό αγώνα και τιμωρία, άλλοι κατανόηση.
Ο ίδιος ο Ρωμανός επιμένει σε άλλη μια ιδεολογικοπολιτική επιστολή του ότι ασπάζεται μεν τον ένοπλο αγώνα και δεν μετανιώνει για τις πράξεις του, αλλά και ότι δεν έχει καμία σχέση με τους «Πυρήνες της Φωτιάς» εκτός από ιδεολογικές εμμονές. Ο τότε εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης προτείνει να πέσει στα μαλακά και τελικά ο Ρωμανός δεν δικάζεται ως τρομοκράτης, αλλά ως ποινικός κρατούμενος, με την ανώτατη όμως ποινή που προβλέπεται για ανάλογα αδικήματα. Η εισαγγελική εισήγηση για αναγνώριση ελαφρυντικών -λόγω του ότι «ο κατηγορούμενος δεν πυροβόλησε τους αστυνομικούς που τον καταδίωξαν, ούτε χρησιμοποίησε τον όμηρο ως ασπίδα για να διαφύγει», όπως επεσήμανε ο κ. Πεπόνης- δεν γίνεται δεκτή κυρίως εξαιτίας της επιμονής του ενόχου να μη μετανιώνει για τις απηνείς του πράξεις.
Το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και των δραματικών εμπειριών του δεν γίνεται δεκτό και ο Νίκος Ρωμανός καταδικάζεται σε 15ετή κάθειρξη, την οποία εκτίει διαβάζοντας σαν τρελός - και περνώντας μετά από εξετάσεις σε σχολή των ΤΕΙ.
«Περπάτημα στο προαύλιο, σαράντα βήματα πάνω-κάτω, τριάντα πέντε βήματα δεξιά-αριστερά. Μετά τοίχος. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, δεξιά-αριστερά.
Με τον καιρό αρχίζεις να αποστηθίζεις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τα πέτρινα σύνορα που σε εμποδίζουν να κάνεις το τεσσαρακοστό σου βήμα, το πού βρίσκονται τα ορνιθοσκαλίσματα, πού είναι το κάθε εξόγκωμα. Σκέφτομαι ότι είναι λογικό αφού κάθε μέρα τα συναντάω αμέτρητες φορές μπροστά μου». Αντίστοιχες επιστολές, όπως εκείνες που έστελνε ο παππούς του στη μητέρα του και με αυτές που στέλνει ο ίδιος στους συντρόφους του μέσα από τη φυλακή, αποστέλλει και στην αγαπημένη του, τον φύλακα άγγελό του, η οποία, παρότι μικρή στην ηλικία, είναι και αυτή ένα παιδί που μεγάλωσε νωρίς. Παρότι τη γνώριζε από τον καιρό του σχολείου και είχε αναλάβει να είναι ο προστάτης της, στην πορεία δεν μπορούσε παρά να παρασύρεται από τον αμετανόητο ρομαντισμό της.
Μαζί έβρισκαν έναν άγριο λυρισμό στα χαράγματα της ελευθερίας και ο τρόπος που βίωσαν τις βίαιες μέρες των κυνηγητών -πολύ μικροί, είναι αλήθεια, για να παίζουν σε ταινία απαγορευμένη σε ανήλικους- δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την παράδοξη εμμονή τους σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τέχνες: λάτρευαν και οι δύο την κλασική μουσική και ίσως σε ένα ιδανικό ελεύθερο περιβάλλον εκείνος να μπορούσε να παίζει στο πιάνο κομμάτια που αυτή θα χόρευε με όλη τη ρομαντική αρματωσιά. Μια παράξενη «Λίμνη των Κύκνων», με τον γνωστό ήρωα να μεταμορφώνεται από κατάλευκος ονειρικός πρίγκιπας σε σκοτεινό ήρωα - ιδού οι δύο όψεις των πραγμάτων που αμφότεροι είχαν δοκιμάσει νωρίς. Αλλωστε και τα γλυκά που έφαγαν την ημέρα του γάμου τους -8 Αυγούστου στον Αυλώνα-, κόντρα στον καύσωνα και την αγριότητα των ημερών, δεν είχαν την πικρή γεύση που έχει το στόμα όταν στερείται το φαγητό - αυτή τη φορά λόγω της απεργίας πείνας.
Οπως άλλωστε έχει πει και ο ίδιος, «η απεργία πείνας είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση όπου το ανθρωπιστικό προσωπείο της δημοκρατίας χρησιμοποιείται ώστε να επιτευχθούν οι απαιτήσεις του αγωνιστή». Στην περίπτωσή του, το προσωπείο του φιλήσυχου γαμπρού δεν είναι τα δικά του διαπιστευτήρια προς τον έξω κόσμο, αλλά απλώς ο όρκος αιώνιας αγάπης, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς την αγαπημένη του.
Ο ρόλος των γονιών
Ισως και να μη χρειάζονται και επαρκείς εξηγήσεις, αφού εκτός από την αγαπημένη του, τους συντρόφους αλληλεγγύης και τους λίγους ανθρώπους, δεν υπάρχει κανείς άλλος που ο Νίκος Ρωμανός να εμπιστεύεται πραγματικά. Εχει μάθει άλλωστε ότι «οι άλλοι είναι τα τέρατα, τα τέρατα που ξύπνησαν νωρίς», όπως έγραφε κατ’ αναλογίαν η αγαπημένη του μητέρα. Αυτή που τον αγάπησε παράφορα και κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να τον μεγαλώσει ώστε να γίνει ξεχωριστός, να μην έχει τη μέση νοημοσύνη, ούτε τις φοβίες των άλλων παιδιών.
Μόνο που αν ισχύει αυτό που λένε οι Αμερικανοί -επίσης αγαπημένοι της Παυλίνας Νάσιουτζικ- «πρόσεχε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να γίνει αλήθεια», ο γιος της βγήκε ακριβώς όπως το είχε φανταστεί: οξυδερκής, ευφυής, που δεν χωρούσε εύκολα στις ταμπέλες που του έβαζαν τα υπόλοιπα παιδιά της Σχολής Μωραΐτη. Και αυτή η διαφορετικότητα εύλογα με τα δύο-τρία τραγικά γεγονότα έγιναν σκληρή μοίρα και χαρακτήρας. Σε αντίθεση πάντως με τον γιο του, ο πατέρας του Ρωμανού ήταν πάντοτε χαμηλών τόνων -όπως ήταν και ο γιος στην εφηβεία- και είχε μάθει να στηρίζει στωικά τα μεγαλεπήβολα σχέδια και οράματα της συζύγου του, από τότε που τη γνώρισε μικρό κορίτσι στην Ελβετία και προτού ακόμη ξεσπάσει η ιστορία με τον πατέρα της.
Τότε που δεν μπορούσε να φανταστεί, όπως και ο γιος του, ότι ο μοιραίος έρωτας θα μπορούσε να κρύβει τόσο πόνο. Ο όμορφος Γιώργος, με το περήφανο παρουσιαστικό και τα καταγάλανα μάτια, είχε γοητεύσει τη 18χρονη τότε Παυλίνα, αλλά είχε και ο ίδιος γοητευτεί από τη μανία της να χώνεται με τις ώρες στις βιβλιοθήκες και στον ελεύθερο χρόνο της να διαβάζει γοτθικά μυθιστορήματα. Στη συνέχεια της συμπαραστάθηκε κατανοώντας απόλυτα τα ξεσπάσματά της, την κατάθλιψη και τις κυκλοθυμίες της - πάντα ευγενής και πάντα ένας πατέρας που δεν μπορούσε να χαλάσει χατίρι ούτε σε εκείνην, ούτε στον μονάκριβο γιο του. Ισως μάλιστα να μην του ταίριαξε ποτέ ο ρόλος του αυστηρού πατέρα, ακριβώς επειδή δεν ήταν από εκείνους που ήξεραν τι σημαίνει «υψώνω τη φωνή». Για όλους όσοι τον γνωρίζουν καλά καταλαβαίνουν ότι για να φτάσει ο 60χρονος Γιώργος Ρωμανός να πάρει το μικρόφωνο σε συνέντευξη Τύπου θα πρέπει να έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια επαναστατικότητας. Ισως πάλι να πρόκειται για μια ύστατη πράξη απελπισίας.
Το πολιτικό άθυρμα
Σε αντίθεση με τους γονείς του, οι οποίοι αναγκαστικά δηλώνουν συμπαραστάτες στον αγώνα του στην απεργία πείνας, ο Νίκος Ρωμανός δεν δείχνει να κάμπτεται ακόμη κι όταν οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Σε μια συμβολική ερμηνεία των πράξεών του θα λέγαμε ότι το σώμα του δεν γίνεται μόνο το όργανο της πιο άνισης μάχης με την επιβίωση, αλλά ίσως και της εκμετάλλευσης από διάφορες δήθεν επαναστατημένες συνειδήσεις - ένα πολιτικό άθυρμα που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση. Ο ίδιος, πάντως, έσπευσε να δηλώσει ότι στον αγώνα του δεν έχει ανάγκη από επαναστατικά φρονήματα, ούτε συμπαραστάτες - πόσο μάλλον οργανώσεις ή κόμματα που θα χρησιμοποιήσουν τη μάχη του για τη δική τους επιλεκτική αντιπαράθεση με διάφορες μορφές εξουσίας. «Και κάποτε θα σας πω πόσο πολύ σας αγάπησα... μόνο που πρέπει να με βρείτε τον ίδιο προσωπικά», έγραφε κάποτε παραπέμποντας στους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη για το χάος που τον χωρίζει από τους πάσης φύσεως εκμεταλλευτές της περίπτωσής του. Οπως και να έχει -τρομοκράτης, επικίνδυνος, ρομαντικός, εκδικητικός, απειλητικός ή ονειροπόλος-, ο Νίκος Ρωμανός είναι ένας νέος που μεγάλωσε νωρίς και ένα τραγικό θύμα -μαζί και θύτης- ενός σεναρίου που επιβεβαιώνει τη ρήση του αγαπημένου του Ντοστογιέφσκι «υπάρχει μόνο μία αληθινή αξία στον κόσμο, η συμπόνια. Η δικαιοσύνη έρχεται δεύτερη». Και σίγουρα είναι πολύ δύσκολο να τη βρεις στους φορείς της εξουσίας ή στα όπλα με τα οποία προσπαθεί να αντιπαρατεθεί ή να συμπαραταχθεί ο Νίκος Ρωμανός.
Γάμος πίσω από τα κάγκελα. Σπουδές;
Ο έρωτας στα χρόνια της αναρχίας: ποιο είναι το κορίτσι που έκλεψε την καρδιά του Νίκου Ρωμανού
Στη ζωή του Νίκου Ρωμανού κάποιες ημερομηνίες είναι κομβικές. Δεν είναι μόνο εκείνο το παγωμένο βράδυ τον Δεκέμβριο του 2008 που ο κολλητός του φίλος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έσβηνε στην αγκαλιά του, ούτε ο Φεβρουάριος του 2013 στο Βελβεντό Κοζάνης όταν, μετά από πολλούς μήνες στο αναρχικό κίνημα, έπεφτε στα χέρια των διωκτών του μαζί με τρία ακόμη άτομα.
Ολοι όσοι γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις λένε ότι μία ακόμη ημερομηνία σημάδεψε τον νεαρό αναρχικό. Η μέρα που μαθητής ακόμα γνώρισε το κορίτσι του, το οποίο μέχρι και σήμερα του συμπαραστέκεται και τον βοηθάει σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Η Βιργινία και ο Νίκος Ρωμανός ερωτεύτηκαν και τελικά ένωσαν τις ζωές τους μέσα στη φυλακή. Η λεπτεπίλεπτη κοπέλα με τα καστανά μακριά μαλλιά και τα εκφραστικά μάτια που ασχολείται με το μπαλέτο είναι ο φύλακας άγγελός του.
Η ζωή στη φυλακή για τον 21χρονο νεαρό διαφέρει από αυτή των άλλων παιδιών που έπεσαν στα δίχτυα του νόμου για συμμετοχή στη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Διάβασε, τελείωσε το σχολείο και κατάφερε μέσα από τη διαδικασία των Πανελληνίων Εξετάσεων να εισαχθεί σε ΤΕΙ. Και όλα αυτά κάτω από άθλιες συνθήκες, σε έναν θάλαμο 30 ατόμων μέσα στις Φυλακές Αυλώνα. Ισως, λένε αυτοί που γνωρίζουν, να μην έπαιρνε αυτόν τον δρόμο αν δεν βρισκόταν στο πλευρό του η αγαπημένη του Βιργινία...
Η γνωριμία, το διάβασμα και ο γάμος
Ο Νίκος Ρωμανός μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου πήγαινε στη Σχολή Μωραΐτη, ένα από τα ακριβότερα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, αγαπούσε τη μουσική και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου με μία από τις πιο διάσημες Ελληνίδες πιανίστες. Αγαπημένο του άθλημα ήταν το τένις, ενώ ως φανατικός οπαδός του Παναθηναϊκού δεν έχανε αγώνα της αγαπημένης του ομάδας.
Εκείνη την εποχή γνώρισε την κατά δύο χρόνια μικρότερή του Βιργινία. Ηταν ένας έρωτας κεραυνοβόλος. Από τότε τα δύο παιδιά δεν χώρισαν ποτέ. Ούτε όταν εκείνος ήταν καταζητούμενος και ζούσε κυνηγημένος, ούτε όταν τον έπιασαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Τους πρώτους μήνες η επικοινωνία και η επαφή μεταξύ τους ήταν πολύ δύσκολη. Οι γονείς και οι συγγενείς του μπορεί να τον επισκέπτονταν τρεις φορές την εβδομάδα, η φίλη του όμως δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Ετσι, το ζευγάρι έψαχνε να βρει τρόπους επαφής και τότε ο Νίκος Ρωμανός αποφάσισε να κάνει πρόταση γάμου στην αγαπημένη του. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 2013. Ωστόσο το γεγονός ότι ο Ρωμανός ήταν ακόμη υπόδικος, ενώ υπήρχαν και προβλήματα διαδικαστικά, έκανε τους δύο νέους να αναβάλλουν συνεχώς την τελετή, η οποία τελικά έγινε στις 8 Αυγούστου του 2014. Εκείνη την Παρασκευή ο Νίκος Ρωμανός παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στις Φυλακές Αυλώνα την αγαπημένη του. Τον γάμο πραγματοποίησε ο δήμαρχος Αυλώνα μέσα στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών, σε ένα κλίμα βαθιά φορτισμένο και παρουσία μόνο των μελών των δύο οικογενειών. Φυσικά, μετά τις ευχές και τα γλυκά, ο νεαρός επέστρεψε στο κελί του μαζί με τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, ενώ οι υπόλοιποι γευμάτισαν σε ταβέρνα της περιοχής.
Αλλος άνθρωπος πλέον, ο 21χρονος γαμπρός είχε τη δυνατότητα να βλέπει μέρα παρά μέρα τη σύζυγό του, όπως ορίζει άλλωστε ο νόμος, και να κουβεντιάαζουν από κοντά πλέον τα μελλοντικά σχέδια και τα όνειρά τους.
Τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων που έδωσε έδειξαν ότι ο Ρωμανός εκτός από γαμπρός θα γίνει και φοιτητής. Ο 21χρονος μετά από πολλά ξενύχτια και τις εξετάσεις που έδωσε στο ειδικό εξεταστικό κέντρο των φυλακών πέρασε στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Μονάδων Υγείας του ΤΕΙ Αθηνών. Οπως λένε αυτοί που γνωρίζουν, είναι ένα αντικείμενο που του αρέσει πολύ. Στον περίπου ενάμιση χρόνο που κρατείται στις Φυλακές Αυλώνα παρακολουθούσε τα μαθήματα της Β’ και της Γ’ Λυκείου και ειδικότερα αυτά της Θεωρητικής και Θετικής Κατεύθυνσης και, όπως λένε οι καθηγητές του, ήταν άριστος μαθητής και ποτέ δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα.
Μάλιστα για το γεγονός ότι ήταν ο ένας από τους τέσσερις κρατούμενους που εισήχθησαν σε ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η Πολιτεία θέλησε να τον επιβραβεύσει. Για τον λόγο αυτό ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου επισκέφθηκε το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα προκειμένου να τον βραβεύσει για την προσπάθειά του και το αποτέλεσμα αυτής. Ωστόσο ο Ρωμανός δεν παρέστη. «Δεν θα παραλάβει τον έπαινο και το έπαθλο των 500 ευρώ, καθώς αν προχωρούσε στη συγκεκριμένη ενέργεια θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αξίες που πρεσβεύει», τόνισε ο διευθυντής του σχολείου των φυλακών, Πέτρος Δαμιανός, για λογαριασμό του Ρωμανού.
Στιγμιότυπο από τη συνέντευξη Τύπου που έδωσαν γιατροί και γονείς των απεργών πείνας στο θέατρο «Εμπρός»
Ο Νίκος Ρωμανός και η Βιργινία την ημέρα του γάμου τους στις Φυλακές Αυλώνα
Η Βιργινία φωτογραφίζεται φορώντας το νυφικό λίγο πριν από τον γάμο
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση