Συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή των «Μοιραίων», του Κ. Βάρναλη. Κι ενώ οι «Μοιραίοι» της γης δειλοί κι’...
Συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή των «Μοιραίων», του Κ. Βάρναλη. Κι ενώ οι «Μοιραίοι» της γης δειλοί κι’ άβουλοι
αντάμα αναρωτιούνται ακόμη «ποιος φταίει» για την άδικη μοίρα τους, οι στίχοι του ποιητή τραγικά επίκαιροι, περιγράφουν τη ζοφερή εικόνα του κόσμου μας: «Ω! τι μαύρα σκότη κ’ αίματα πηχτά! όλη η ανθρωπότητα κλαίει με βογγητά».
Συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια από το θάνατο του ποιητή των «Μοιραίων», του Κ. Βάρναλη. Κι ενώ οι «Μοιραίοι» της γης δειλοί κι’ άβουλοι αντάμα αναρωτιούνται ακόμη «ποιος φταίει» για την άδικη μοίρα τους, οι στίχοι του ποιητή τραγικά επίκαιροι, περιγράφουν τη ζοφερή εικόνα του κόσμου μας: «Ω! τι μαύρα σκότη κ’ αίματα πηχτά! όλη η ανθρωπότητα κλαίει με βογγητά».
Ο Κ. Βάρναλης είναι ο προοδευτικότερος και ο πιο ριζοσπαστικός ποιητής της νεώτερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στη Βάρνα της Ανατ. Ρωμυλίας (Πύργος Βουλγαρίας) το 1884. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του, φοίτησε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και αργότερα σπούδασε κλασσική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1919 μετέβη στο Παρίσι και σπούδασε, με κρατική υποτροφία, Νεοελληνική φιλολογία και Αισθητική. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Επιστρέφοντας από το Παρίσι δίδαξε ως καθηγητής σε Γυμνάσια και το 1924 ανέλαβε τη διδασκαλία της Νεοελληνικής φιλολογίας στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που διηύθυνε ο Δημ. Γληνός.
Η έκδοση όμως, των εικονοκλαστικών έργων του «Το φως που καίει» (1922) και «Ο Λαός των Μουνούχων» (1923) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας του στοίχισε την εξάμηνη παύση του. Οι σκοταδιστές – αντίπαλοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στράφηκαν λίγο αργότερα με διώξεις εναντίον του Γληνού κι όλων των δασκάλων της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Πολλοί συγγραφείς όπως ο Παλαμάς, ο Μυριβήλης κ.ά., υπέγραψαν διαμαρτυρίες για τη δίωξή του. Μετά από μια δεύτερη παραμονή στο Παρίσι, αποτέλεσμα της απόλυσής του από τη Μέση Εκπαίδευση το 1926, εργάσθηκε για βιοπορισμό στη σύνταξη εγκυκλοπαιδικών λεξικών και σε διάφορες εφημερίδες (Ανεξάρτητος, Ριζοσπάστης, Φιλελεύθερος).
Το 1934 εκπροσώπησε, μαζί με το Δημ. Γληνό, την Ελλάδα, στο συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων. Το 1935 εκτοπίστηκε με άλλους αριστερούς διανοούμενους στον Άγιο Ευστράτιο. Από τότε, παρά τις διώξεις και τις απαγορεύσεις του έργου του, διατήρησε ως το θάνατό του την ιδεολογική του συνέπεια και την πολιτική του εγρήγορση. Στις 9 Δεκεμβρίου 1956 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τίμησε τον ποιητή «για τη συμπλήρωση 50 χρόνων πολύπλευρης λογοτεχνικής δράσης του ως μια από τις κορυφαίες πνευματικές μορφές του καιρού του». Το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Λένιν» για τη συμβολή του «στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη».
Πολύπλευρη η προσωπικότητα του ποιητή που τιμάμε σήμερα: επιστήμονας, κλασικός φιλόλογος, ποιητής λυρικός και σατιρικός μαζί, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός. Πολλοί κριτικοί χωρίζουν το έργο του κατά τρόπο συμβατικό, μπορεί και δογματικό, σ΄ αυτό που ανήκει στην προκοινωνιστική περίοδο 1905-20 και στο καθαρά εθνικό-κοινωνικό. Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθειά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ΄ αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ηγησώ», που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Κεραμεικού. (Ανάγνωση στίχων: «Ορέστη», «Αλκιβιάδη»).
Το 1904 θα κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή τις «Κερήθρες» που θα την αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις «Κηρήθρες»: «φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».
Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα «Ο προσκυνητής», σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού» θα σηματοδοτήσει τη νέα πορεία του ποιητή. Ο Βάρναλης θα συνταχθεί με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία του θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Κι όπως ο Παλαμάς είναι το αστικοδημοκρατικό πρότυπο του ποιητή – πνευματικού οδηγού της φυλής, ο Βάρναλης γίνεται ο οδηγητής των προλεταρίων και της εργατικής τάξης και συγκεντρώνει, όπως γράφει ο Μ. Περάνθης, τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνειδητή αγωγή δια της ποιήσεως.
Ο Βάρναλης ανήκει στη χορεία των εθνικών μας ποιητών όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς. Κι είναι μεγάλος εθνικός ποιητής, γιατί στην ποίησή του μέσα στη σφαίρα ενός παγκόσμιου ομογενούς πολιτισμού, ενώ κατεργάζεται κοινά συναισθήματα και πανανθρώπινες ιδέες, προβάλλει τους εθνικούς χαρακτήρες της που τους συνιστούν η εθνική παράδοση, η εθνική συνείδηση και η εθνική μας γλώσσα – η Δημοτική που μέσα από την κατεργασία γενεών – εκφράζει και αισθητοποιεί τις ιδέες.
Η ποίηση του Βάρναλη είναι οικουμενική και πανανθρώπινη και συνάμα λαϊκή: «γιατί η τέχνη», όπως γράφει ο ίδιος, «αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η μεγάλη τέχνη είναι Λαϊκή». Λαϊκή και ασυγκατάβατα «αριστοπρεπής» είναι η τέχνη του Βάρναλη. Η λαϊκότητα συνοδεύεται από ποιότητα που αποστρέφεται τη λογοκοπία της μπροσούρας και την οχλοποίηση. Οι ελληνικοί χαρακτήρες της τέχνης του είναι ανάγλυφοι στη μορφή και το περιεχόμενο. Σε καιρούς που άλλοι ποιητές στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα της παράδοσης φλυαρούν ασυγκράτητα στον ελεύθερο στίχο, μέσ΄ από τη δημιουργία του Βάρναλη οι παλιές φόρμες ξαναλούζονται στο ποτάμι της ζωής κι αναβρύζουν το τραγούδι της. Ο κόσμος μας στην προαιώνια και αγέραστη νιότη του. Ο ήλιος, η θάλασσα, το φεγγάρι σμίγουν με τον ανθρώπινο πόνο (στίχοι: 1) «ήλιε και θάλασσα γαλάζια», 2) το ποίημά του «το πέρασμά σου» είναι βγαλμένο από τον πόνο της φτωχολογιάς και την πίκρα των καταφρονεμένων. Στους «ηλιοπάτητους δρόμους» σεργιανάει το μοιρολόι της μάνας του Χρηστού που με τη «μαύρην ομπόλια» κατεβασμένη στα μάτια θρηνεί μητροπρεπώς το γιο της: (Ανάγνωση στίχων: έφυγες………»). Παροιμιακοί τρόποι έκφρασης, φως, νεύρο, λυγεράδα συνθέτουν μια «καλλιγραφημένη κομψότητα» γράφει ο Λεκατσάς.
Απ΄ αυτό το φως θα ξεπηδήσει το 1922 «το αριστούργημα της παγκόσμιας λυρικής» όπως αποκλήθηκε από τους κριτικούς «Το φως, που καίει»! Για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα η ιδεολογία της εργατικής τάξης αισθητοποιείται ποιητικά. Με ένα σοφό συνδυασμό πεζού και ποιητικού λόγου μεγάλες μορφές όπως ο Προμηθέας και ο Χριστός που χάραξαν την πορεία του κόσμου, θα γίνουν τα σύμβολα μιας «ακέραιης αισθητικής πράξης».
Το «Φως που καίει» είναι ο μονόλογος του Μώμου και τα διάφορα προσωπεία του – σύμβολα της πορείας της Ανθρωπότητας: ο Προμηθέας, ο Ιησούς, ο Οδηγητής είναι οι πρωτοπόροι. Η Αριστέα στις τρεις εξαϋλώσεις της αντιπροσωπεύει την Αντίδραση. Ο Μώμος, Ωκεανίδες, Σεραφείμ, η Μάνα του Χριστού, η Μαγδαληνή, ο Λαός είναι οι φορείς των διαφόρων κοινωνικών τάσεων. Ο Μώμος γιος της Νύχτας και του Ύπνου προσωποποιεί το σαρκασμό και τον Ψόγο. Ο Προμηθέας – ευεργέτης της ανθρωπότητας, όπως τον θέλει η παράδοση των τραγικών, απομυθοποιείται. Η κλοπή του φωτός δεν ήταν καθόλου ανιδιοτελής∙ αποσκοπούσε στην ανατροπή της ουράνιας κατεστημένης εξουσίας. Οι υλιστικές του αντιλήψεις που θέλουν τις χαρές μόνο για τον εαυτό του αντιστρατεύονται τον επιστημονικό υλισμό του Μώμου που τις θέλει δίκαια μοιρασμένες σ΄ όλους τους ανθρώπους. Από τα χείλη του αλυσοδεμένου Τιτάνα ακούμε τα λόγια ενός γλεντοκόπου: «Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω, ύστερις από κάρφωμα, τόσων αιώνων – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει». Το ίδιο αναφωνεί ο πατέρας του Σαιξπηρικού Άμλετ: «με σκότωσαν πάνω στο άνθος των αμαρτιών μου». Ο Χριστός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αντιπροσωπεύει την εθελούσια θυσία και τη μεταφυσική ελπίδα για ανάσταση, τον ιδεαλισμό και την κατεστημένη εκκλησιαστική μεταφυσική. Ο Μώμος περνοδιαβαίνει ανάμεσά τους και σαρκάζει πότε την εξουσιαστική απληστία του Προμηθέα και πότε τους ευδαιμονικούς μακαρισμούς του Χριστού.
Με «Το φως που καίει» ο Βάρναλης καταλύει ό,τι κίβδηλο υπήρχε στους παλιούς πρωτοπόρους και τους αντιπαραθέτει με τον καινούριο τύπο ανθρώπου τον «Οδηγητή». Στο δεύτερο μέρος μετά το «τετέλεσται», του Ιησού, ο ποιητής γεμίζει το χάσμα του παλιού κόσμου με τα λυρικά του τραγούδια: τον απεγνωσμένο Προμηθέα που κινδυνεύει να ιδεί εχθρικά τον κόσμο τον σώζει ο χορός των Ωκεανίδων με το ευφρόσυνο τραγούδι (Ανάγνωση στίχων) και του Ιησού το θάνατο, ο χορός των Σεραφείμ (Ανάγνωση στίχων).
Μα ο Βάρναλης δεν είναι μόνο λυρικός ποιητής∙ είναι και μέγας σατιρικός ποιητής. Είναι ο «Δήμος Τανάλιας» που με την κοροϊδία του, τον παροιμιακό του λόγο, τον παρατονισμό των λέξεων («τί λαμπρός που ν’ο καιρός! πόσο εγώ είμαι ωραίος! Έφαγα έναν πόντικα, δόξα νάχει ο Θέος») φτάνει τη σάτιρα στα ακρότατα όρια. «Η κοροϊδία σου», γράφει ο Παλαμάς, «παιγνίδι και τέχνη. Μαζί ιεροτελεστία και ξεσυνέρισμα».
Ο Κ. Βάρναλης δεν είναι μόνο ο σοφός πνευματικός δημιουργός, είναι γνήσιος κι αληθινός άνθρωπος, ο μπάρμπα-Κώστας, ο φίλος του λαού, των ταπεινών και καταφρονεμένων, που χωρίς (ταξική συνείδηση) είναι δέσμιοι της εκμετάλλευσης, των ταξικών διακρίσεων και των θρησκευτικών προκαταλήψεων.
Συμπαθεί τους άβουλους «Μοιραίους» του, «κι έτσι στη σκότεινη ταβέρνα, πάντα μας πίνουμε σκυφτοί», και παρηγορεί ελπιδοφόρα τους καταδικασμένους της ζωής:
«Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες
λιμάνια ολόκαπνα
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές».
Ειρωνεύεται τον κουτοπόνηρο καιροσκοπισμό τους στον «Καλό Λαό»:
«φρόνιμα και ταχτικά
πάω μ΄ εκείνον που νικά,
………………………………
εδώ χάμου δυο κορφές
το ζακόνι κι οι Γραφές».
Καυτηριάζει την υποταγή του στους αφέντες της Γης και του Ουρανού:
«Πληρώνω τα δοσίματα
στο Κράτος και δε μνήσκω,
το τελευταίο όβολο
στης εκκλησιάς το δίσκο».
Εξοργίζεται και επαναστατεί:
«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ΄ οι ραγιάδες απ΄ τα ουράνια
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω
όπου ποθεί λευτεριά,
παίρνει σπαθί».
Οραματίζεται τον ευγενισμό της ψυχής και του πνεύματος του Λαού, σε μια απελευθερωμένη κοινωνία:
«Στης Λευτεριάς ανεβασμένη τα φτερά η Πλεμπάγια
σας φτάνει, ω θάματα του λόγου, αστράματα κ΄ μάγια».
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Η ποίηση δε στάθηκε αρκετή για το Βάρναλη∙ δοκιμάστηκε και στην πεζογραφία. Μετά το «Φως που καίει», ώριμος πια, αφήνει πίσω του την ιδεαλιστική φιλοσοφία και βλέπει τον κόσμο από τη ματιά των νέων φιλοσοφικών και πολιτικών εξελίξεων. Στο πεζογραφικό του έργο «Ο Λαός των Μουνούχων» μέσα από το σύμβολο ενός λαού ευνουχισμένων ανθρώπων, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της «ευνουχισμένης» κοινωνικής μας οργάνωσης.
Οι πεζογραφικές του, όμως, αρετές θα αναδειχτούν με θαυμαστή τελειότητα στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη». «Μοναδικό και κορυφαίο κατόρθωμα της λογοτεχνίας μας, απόρθητο ταμπούρι της λαϊκής γλώσσας, που την προίκισε ο Βάρναλης με πλαστική ευλυγισία και παραστατική δύναμη» γράφει ο Στέλιος Γεράνης. Για τη συλλογή του υλικού του, ο ποιητής γνωρίζει όλες τις πηγές που μιλούν για τη ζωή του Σωκράτη, τη φιλοσοφία του, την ιστορία της εποχής. Ο λόγος του είναι αριστουργηματικός, η δημοτική γλώσσα στην πλήρη άνθισή της – «παράδεισος λόγου» χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς. Τα χαρίσματα της μορφής συμπλέκονται δημιουργικά με το πρωτότυπο περιεχόμενο. Ο Σωκράτης απαρνιέται τις παλιές ιδεαλιστικές – αριστοκρατικές του ιδέες και με μια φιλοσοφία καινούρια εμφανίζεται στους κατάπληκτους δικαστές άλλος άνθρωπος, ο αληθινός Σωκράτης.
Η Απολογία κορυφώνεται με όσα λέει ότι θάκανε ο Σωκράτης αν τον άφηναν να ζήσει: «Γι΄ αυτά που δίδαξα, θα’πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αυτά που θα΄κανα αν ζούσα θα΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων…».
«Η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν τον Καρσιλαμά» θα του γράψει ο Κ. Παλαμάς. Στο«Ημερολόγιο της Πηνελόπης» που εκδόθηκε μεταπολεμικά με μυθιστορηματικό χαρακτήρα, ανατρέπει την παραδεδομένη εικόνα της «Περίφρονος Πηνελόπειας» και αποκαλύπτει μια Πηνελόπη με κορμί ολοζώντανο και ερωτικές ονειροφαντασίες. Στο ρόλο της βασίλισσας, οι πράξεις της λέει, «είναι οι στοχασμοί και οι πράξεις όλων των Αφεντάδων». Στους «Διχτάτορες» ο Βάρναλης συγκεντρώνει ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία διαφόρων μονοκρατόρων. Μιλάει, για τη θηριωδία τους, τον ηθικό ξεπεσμό τους και για το πώς εκφυλίζουν και αποκτηνώνουν το λαό που θαυμάζει «τα θηρία θρόνου και διασκεδάζει με τα θηρία του αμφιθεάτρου».
Ο Βάρναλης ως κριτικός είναι «ο εισηγητής της κοινωνιολογικής μεθόδου» όπως λέει ο Βαρίκας. Εξετάζει το υπό κρίση λογοτεχνικό έργο σε συνάρτηση με την κοινωνία και την ιστορία και αρνείται την απολυτότητα των αισθητικών κανόνων. Στο κυριότερο κριτικό του έργο «Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική» απαντάει στο Γιάννη Αποστολάκη που επηρεασμένος από τη Γερμανική Ιδεολογία θέλει να επιβάλει απόλυτο κανόνα στην τέχνη. Ο ποιητής Βάρναλης εντάχτηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο. Με την τέχνη του πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και τις αθλιότητές του.
Ποιητή, σ΄ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας
με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου
σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.
Σ΄ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ΄ αφτί
για ν΄ αφουγκράζεσαι πίσω απ΄ τα τείχη
τη στρογγυλή βουή του ιστορικού αναπότρεπτού ήλιου.
Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.
(Γιάννης Ρίτσος – Αυγή 8-12-1956).
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση