Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου. Η παρατεταμένη, βαθειά και ευρεία οικονομική κρίση στην Ελλάδα που προκαλεί ένα μοναδικής οξύτητα...
Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου.
Η παρατεταμένη, βαθειά και ευρεία οικονομική κρίση στην Ελλάδα που προκαλεί ένα μοναδικής οξύτητας μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, κοινωνικό ζήτημα προδίδει μια πολλαπλή κρίση κυριαρχίας. Κρίση λαϊκής κυριαρχίας, κρίση εθνικής κυριαρχίας, δραματική θεσμική κρίση του περιεχομένου της – έστω και υπό τους σοβαρούς περιορισμούς της ΕΕ – Βεστφαλιανής πολιτικής και πολιτειακής δομής και κρίση πολιτισμικής κυριαρχίας, παράλληλα με μια ιδιότυπη κρίση οικονομικής κυριαρχίας που χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση και επενδυτική αποχή.
Όλοι όσοι προσεγγίζουν κριτικά αυτή την κρίση, έχουν αναλύσει πτυχές ή ακόμη και το σύνολο των παραγόντων που ενέχονται στην παρατηρούμενη πολλαπλή κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα και της Ελλάδας. Το ίδιο έχω πράξει και εγώ απαντώντας ουσιαστικά στο ερώτημα: Τι είναι αυτό που μετατρέπει την Ελλάδα από χώρα σε υπό αναδιαμόρφωση πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό χώρο, δια μίας διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης που βυθίζει αντιστρέφοντας την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη;
Έτσι, προσέγγισα κατ’ αρχήν την κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα με δύο διακριτές έννοιες, αυτήν του μετασχηματισμού και εκείνη της μετάβασης στο πλαίσιο του λεγομένου «Historical institutionalism». Παράλληλα, ωστόσο, φρόντισα να φωτίσω κάπως τα οικονομικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τα εξελιγμένα κατά την ύστερη νεωτερικότητα εργαλεία του μαρξισμού και τα πολιτισμικά και ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά με την συνδρομή της θεωρίας και πρακτικής του κονστρουκτιβισμού, της ερμηνευτικής, της σύγχρονης θεωρίας της ηγεμονίας που συνδυάζει Antonio Gramsci με τον αγαπημένο μου William Connolly και της γνωστικής ψυχολογίας. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, συνδυάζοντας τον στοχασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη με την ερευνητική δουλειά της γυναίκας του PieraAulagnier και την κλινική εμπειρία που συστηματοποιεί επιδέξια η Judith S. Beck.
Αυτή η σύνθετη, διεπιστημονικού ασφαλώς χαρακτήρα προσέγγιση, φανερώνει ένα άλλο συναφές πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσα να ορίσω ως κρίση μιας απίθανα αφηρημένης έννοιας, που ωστόσο συνεχίζει να ταλαιπωρεί την συνείδησή μας και να χρωματίζει την πολιτική μας αφήγηση. Πρόκειται για τον πατριωτισμό. Η πολυσύνθετη κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα συνυπάρχει με μια σοβαρή κρίση πατριωτισμού, που επιχειρείται να διασκεδαστεί διαλεκτικά με την ρατσιστική, εθνικιστική υστερία του ακροδεξιού λαϊκισμού, με την φοβική και αναθεματιστική προπαγάνδα αριστερών και κοινωνιστών δεξιών, καθώς και με την εντελώς παλαβή αφήγηση περί σταθερότητας των συγκυβερνητών που έρχεται να επαναφέρει ως φάρσα στην πολιτική αντιπαράθεση το ιδεολόγημα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», το οποίο, φευ, έχει προσβληθεί σοβαρά από τους ίδιους (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), όσο από κανέναν άλλον τον τελευταίο αιώνα.
Το ίδιο το ιδεολόγημα του πατριωτισμού, απαραίτητο στοιχείο για να συνθέσεις μια φαντασιακή πολιτική κοινότητα (: έθνος κατά Benedict Anderson) σε φάση μετασχηματισμού και μετάβασης, βρίσκεται σήμερα σε κρίση, εκφράζοντας σε discursive (διαλογικό/συναισθηματικό) επίπεδο, αυτό που εκφράζει σε non-discursive(υλιστικά θεσμικό και οικονομικό) η κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα και της Ελλάδας.
Για να επιλύσεις πολιτικά αυτό το ζήτημα, κρίσιμο για την πολιτική και κοινωνικοοικονομική εξέλιξη της Ελλάδας, θα πρέπει να προσεγγίσεις το ερώτημα: Τί είναι αυτό που κάνει την Ελλάδα από χώρα μας, πατρίδα του καθενός από εμάς;
Είναι άραγε ο ταξικός πόλεμος, η μυθοπλασία της λεγόμενης ιστορικής μνήμης, η Ορθοδοξία μας σε συνδυασμό με το «είμαστε έθνος ανάδελφο», ή η Ορθοδοξία μας σε συνδυασμό με την ρωσοφιλία μας, τα λεφτά στην ελληνική τράπεζα, η ένταξη σε κάποιο ημεδαπό πελατειακό δίκτυο, κόμμα ή ακόμα φορέα της κοινωνίας των πολιτών; Μήπως η ιδιοκτησία μας, η μπίζνα μας, το τελετουργικό της καθημερινότητάς μας και το χόμπι μας; Μήπως κάτι άλλο;
Εδώ έχει πολύ μεγάλη σημασία η ειλικρίνεια και εντιμότητα κατ’ αρχήν με τον εαυτό μας και κατά δεύτερον με τον Άλλον έλληνα, που δεν πρέπει να θεωρείται εχθρός, αλλά δεν μπορεί να μην θεωρείται αντίπαλος, ακόμη κι αν είναι ή εμφανίζεται να είναι συνεργάτης, συνοδοιπόρος, ή σύντροφος.
Είχα σκοπό ξεκινώντας αυτό το σημείωμα να θέσω το ζήτημα και να μην πάρω θέση στο πλαίσιο αυτής της γραφής. Τελικά θα το κάνω στο πλαίσιο της προσωπικής μου εντιμότητας. Αυτό που κάνει την Ελλάδα από χώρα μας, πατρίδα του καθενός από εμάς, είναι κατά την γνώμη μου το μετανεωτερικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Η ίδια η κρίση στην Ελλάδα, που αποτελεί προϊόν και έκφραση της κρίσης στην ευρωζώνη και της λανθάνουσας κρίσης στο πολιτικοοικονομικό μοντέλο της αρχιτεκτονικής της ΕΕ, διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάπτυξη μίας σύγχρονης μορφής πατριωτισμού στην χώρα μας. Με μια κουβέντα, η χώρα μας μετατρέπεται σε πατρίδα του καθενός μας μέσω του γνωστικού μοντέλου που αποκρυσταλλώνει το «υπάρχω» μας ως έλληνες πολίτες εντός ενός αφηρημένου ευρωπαϊκού «είμαι», το οποίο συγκεκριμενοποιείται ακριβώς δια των αποτελεσμάτων που βιώνει ο καθένας μας εξαιτίας της κρίσης.
Είναι το οξύ σημερινό Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα που έρχεται να διαμορφώσει μία φαντασιακή πολιτική κοινότητα για τα δύο τρίτα των ελλήνων. Μία αντίληψη περί εθνικής ενότητας και συμφέροντος τα οποία, στον βαθμό που ταυτίζονται με το κοινωνικό συμφέρον και εσωτερικεύονται ως ατομικό συμφέρον, διαμορφώνουν το πρόπλασμα ενός νέου πατριωτισμού για τους έλληνες. Η αντικειμενική αντίφαση, ή και σύγκρουση του κοινωνικού «υπάρχω» στην Ελλάδα με το ευρωπαϊκό «είμαι» προκαλεί για την ανάπτυξη ενός νέου πατριωτισμού και η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα έρχεται στην πραγματικότητα να ορίσει την κυρίαρχη κατεύθυνση αυτού του πατριωτισμού, ο οποίος μετατρέπει την χώρα μας Ελλάδα σε πατρίδα του καθενός μας.
Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία η μορφή της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα αυτήν την προεκλογική περίοδο και αποτελεί τεράστια ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων και των ΜΜΕ της χώρας μας να επιδείξουν στοιχειώδη σοβαρότητα. Τι, άραγε, σημαίνει σοβαρότητα; Είναι σοβαρός ο πατριώτης που δηλώνει ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως θα αποσύρει τα λεφτά του από την ελληνική τράπεζα εάν σχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως είναι σοβαρός ο πατριώτης που ενώ διαπιστώνει ότι δεν έχει στην πραγματικότητα επενδυθεί την τελευταία διετία ούτε ένα ευρώ στην Ελλάδα, εκφράζει την πεποίθηση ότι εάν βρεθούν 180 βουλευτές και εκλέξουν πρόεδρο της δημοκρατίας, θα σπεύσουν την επόμενη διετία οι απέχοντες επενδυτές να συνδράμουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;
Όχι, δεν είναι σοβαρός, αλλά θα πρέπει, αναγνώστη μου, να τον πάρουμε πολύ στα σοβαρά. Εκφράζει κι αυτός μία μορφή πατριωτισμού, όπως μορφή πατριωτισμού είναι η έκφραση, όχι απλώς της κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της εργασίας, αλλά ο εξανδραποδισμός των εργαζομένων υπέρ των κεφαλαιούχων, που αποτελεί την κυρίαρχη πολιτική αφήγηση του σημερινού καθεστώτος ηγεμονίας στην χώρα μας. Η πολιτική διαμάχη για τον ορισμό του νέου πατριωτισμού στην Ελλάδα είναι αυτή που θα μετατρέψει μία πρώην χώρα και νυν χώρο σε πατρίδα. Και αυτή η διαμάχη, για να είναι σοβαρή υπόθεση, θα πρέπει να βασίζεται στον κοινωνικό πραγματισμό και όχι σε οποιονδήποτε υπερβατικό ιδεολογισμό ή παραδοσιακό εθνικισμό.
Άρα η γνώμη μου είναι πως μόνον δια του κοινωνικού πραγματισμού που παραπέμπει σε μία σοσιαλ-δημοκρατική, θεσμική και παραγωγική αναδιοργάνωση, ο ρευστός χώρος που είναι αυτή την στιγμή η Ελλάδα, θα μπορούσε να μετατραπεί με κοινωνικώς πραγματιστικούς όρους σε πατρίδα για τον καθένα μας. Τώρα, εάν κάποιοι αισθάνονται πως αυτή η πατρίδα δεν είναι δικιά τους, ας έρθουν στην θέση αυτών που ένοιωσαν κάποια στιγμή χθες, ή νοιώθουν σήμερα πως η Ελλάδα δεν είναι πατρίδα τους, μήπως και οι δεύτεροι επιστρέψουν στον χώρο που δια του σοσιαλ-δημοκρατικού, βιο-οικονομικού και βιο-πολιτικού πατριωτισμού θα μπορούν να ελπίζουν πως θα μετατραπεί σε χώρα: σύγχρονο πλουραλιστικό Κράτος Δικαίου και Ευημερίας. Η κυριαρχία ενός νέου πατριωτισμού που θα βασίζεται στην ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με τον πλέον πραγματιστικό τρόπο – και να οδηγήσει στις πλέον συμφέρουσες για τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας λύσεις – την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού «υπάρχω» με το ευρωπαϊκό «είμαι». Κατά τα άλλα… καλή πατρίδα!
Η παρατεταμένη, βαθειά και ευρεία οικονομική κρίση στην Ελλάδα που προκαλεί ένα μοναδικής οξύτητας μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, κοινωνικό ζήτημα προδίδει μια πολλαπλή κρίση κυριαρχίας. Κρίση λαϊκής κυριαρχίας, κρίση εθνικής κυριαρχίας, δραματική θεσμική κρίση του περιεχομένου της – έστω και υπό τους σοβαρούς περιορισμούς της ΕΕ – Βεστφαλιανής πολιτικής και πολιτειακής δομής και κρίση πολιτισμικής κυριαρχίας, παράλληλα με μια ιδιότυπη κρίση οικονομικής κυριαρχίας που χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση και επενδυτική αποχή.
Όλοι όσοι προσεγγίζουν κριτικά αυτή την κρίση, έχουν αναλύσει πτυχές ή ακόμη και το σύνολο των παραγόντων που ενέχονται στην παρατηρούμενη πολλαπλή κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα και της Ελλάδας. Το ίδιο έχω πράξει και εγώ απαντώντας ουσιαστικά στο ερώτημα: Τι είναι αυτό που μετατρέπει την Ελλάδα από χώρα σε υπό αναδιαμόρφωση πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό χώρο, δια μίας διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης που βυθίζει αντιστρέφοντας την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη;
Έτσι, προσέγγισα κατ’ αρχήν την κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα με δύο διακριτές έννοιες, αυτήν του μετασχηματισμού και εκείνη της μετάβασης στο πλαίσιο του λεγομένου «Historical institutionalism». Παράλληλα, ωστόσο, φρόντισα να φωτίσω κάπως τα οικονομικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τα εξελιγμένα κατά την ύστερη νεωτερικότητα εργαλεία του μαρξισμού και τα πολιτισμικά και ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά με την συνδρομή της θεωρίας και πρακτικής του κονστρουκτιβισμού, της ερμηνευτικής, της σύγχρονης θεωρίας της ηγεμονίας που συνδυάζει Antonio Gramsci με τον αγαπημένο μου William Connolly και της γνωστικής ψυχολογίας. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, συνδυάζοντας τον στοχασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη με την ερευνητική δουλειά της γυναίκας του PieraAulagnier και την κλινική εμπειρία που συστηματοποιεί επιδέξια η Judith S. Beck.
Αυτή η σύνθετη, διεπιστημονικού ασφαλώς χαρακτήρα προσέγγιση, φανερώνει ένα άλλο συναφές πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσα να ορίσω ως κρίση μιας απίθανα αφηρημένης έννοιας, που ωστόσο συνεχίζει να ταλαιπωρεί την συνείδησή μας και να χρωματίζει την πολιτική μας αφήγηση. Πρόκειται για τον πατριωτισμό. Η πολυσύνθετη κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα συνυπάρχει με μια σοβαρή κρίση πατριωτισμού, που επιχειρείται να διασκεδαστεί διαλεκτικά με την ρατσιστική, εθνικιστική υστερία του ακροδεξιού λαϊκισμού, με την φοβική και αναθεματιστική προπαγάνδα αριστερών και κοινωνιστών δεξιών, καθώς και με την εντελώς παλαβή αφήγηση περί σταθερότητας των συγκυβερνητών που έρχεται να επαναφέρει ως φάρσα στην πολιτική αντιπαράθεση το ιδεολόγημα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», το οποίο, φευ, έχει προσβληθεί σοβαρά από τους ίδιους (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), όσο από κανέναν άλλον τον τελευταίο αιώνα.
Το ίδιο το ιδεολόγημα του πατριωτισμού, απαραίτητο στοιχείο για να συνθέσεις μια φαντασιακή πολιτική κοινότητα (: έθνος κατά Benedict Anderson) σε φάση μετασχηματισμού και μετάβασης, βρίσκεται σήμερα σε κρίση, εκφράζοντας σε discursive (διαλογικό/συναισθηματικό) επίπεδο, αυτό που εκφράζει σε non-discursive(υλιστικά θεσμικό και οικονομικό) η κρίση κυριαρχίας στην Ελλάδα και της Ελλάδας.
Για να επιλύσεις πολιτικά αυτό το ζήτημα, κρίσιμο για την πολιτική και κοινωνικοοικονομική εξέλιξη της Ελλάδας, θα πρέπει να προσεγγίσεις το ερώτημα: Τί είναι αυτό που κάνει την Ελλάδα από χώρα μας, πατρίδα του καθενός από εμάς;
Είναι άραγε ο ταξικός πόλεμος, η μυθοπλασία της λεγόμενης ιστορικής μνήμης, η Ορθοδοξία μας σε συνδυασμό με το «είμαστε έθνος ανάδελφο», ή η Ορθοδοξία μας σε συνδυασμό με την ρωσοφιλία μας, τα λεφτά στην ελληνική τράπεζα, η ένταξη σε κάποιο ημεδαπό πελατειακό δίκτυο, κόμμα ή ακόμα φορέα της κοινωνίας των πολιτών; Μήπως η ιδιοκτησία μας, η μπίζνα μας, το τελετουργικό της καθημερινότητάς μας και το χόμπι μας; Μήπως κάτι άλλο;
Εδώ έχει πολύ μεγάλη σημασία η ειλικρίνεια και εντιμότητα κατ’ αρχήν με τον εαυτό μας και κατά δεύτερον με τον Άλλον έλληνα, που δεν πρέπει να θεωρείται εχθρός, αλλά δεν μπορεί να μην θεωρείται αντίπαλος, ακόμη κι αν είναι ή εμφανίζεται να είναι συνεργάτης, συνοδοιπόρος, ή σύντροφος.
Είχα σκοπό ξεκινώντας αυτό το σημείωμα να θέσω το ζήτημα και να μην πάρω θέση στο πλαίσιο αυτής της γραφής. Τελικά θα το κάνω στο πλαίσιο της προσωπικής μου εντιμότητας. Αυτό που κάνει την Ελλάδα από χώρα μας, πατρίδα του καθενός από εμάς, είναι κατά την γνώμη μου το μετανεωτερικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Η ίδια η κρίση στην Ελλάδα, που αποτελεί προϊόν και έκφραση της κρίσης στην ευρωζώνη και της λανθάνουσας κρίσης στο πολιτικοοικονομικό μοντέλο της αρχιτεκτονικής της ΕΕ, διαμορφώνει τις συνθήκες για την ανάπτυξη μίας σύγχρονης μορφής πατριωτισμού στην χώρα μας. Με μια κουβέντα, η χώρα μας μετατρέπεται σε πατρίδα του καθενός μας μέσω του γνωστικού μοντέλου που αποκρυσταλλώνει το «υπάρχω» μας ως έλληνες πολίτες εντός ενός αφηρημένου ευρωπαϊκού «είμαι», το οποίο συγκεκριμενοποιείται ακριβώς δια των αποτελεσμάτων που βιώνει ο καθένας μας εξαιτίας της κρίσης.
Είναι το οξύ σημερινό Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα που έρχεται να διαμορφώσει μία φαντασιακή πολιτική κοινότητα για τα δύο τρίτα των ελλήνων. Μία αντίληψη περί εθνικής ενότητας και συμφέροντος τα οποία, στον βαθμό που ταυτίζονται με το κοινωνικό συμφέρον και εσωτερικεύονται ως ατομικό συμφέρον, διαμορφώνουν το πρόπλασμα ενός νέου πατριωτισμού για τους έλληνες. Η αντικειμενική αντίφαση, ή και σύγκρουση του κοινωνικού «υπάρχω» στην Ελλάδα με το ευρωπαϊκό «είμαι» προκαλεί για την ανάπτυξη ενός νέου πατριωτισμού και η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα έρχεται στην πραγματικότητα να ορίσει την κυρίαρχη κατεύθυνση αυτού του πατριωτισμού, ο οποίος μετατρέπει την χώρα μας Ελλάδα σε πατρίδα του καθενός μας.
Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία η μορφή της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα αυτήν την προεκλογική περίοδο και αποτελεί τεράστια ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων και των ΜΜΕ της χώρας μας να επιδείξουν στοιχειώδη σοβαρότητα. Τι, άραγε, σημαίνει σοβαρότητα; Είναι σοβαρός ο πατριώτης που δηλώνει ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως θα αποσύρει τα λεφτά του από την ελληνική τράπεζα εάν σχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως είναι σοβαρός ο πατριώτης που ενώ διαπιστώνει ότι δεν έχει στην πραγματικότητα επενδυθεί την τελευταία διετία ούτε ένα ευρώ στην Ελλάδα, εκφράζει την πεποίθηση ότι εάν βρεθούν 180 βουλευτές και εκλέξουν πρόεδρο της δημοκρατίας, θα σπεύσουν την επόμενη διετία οι απέχοντες επενδυτές να συνδράμουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;
Όχι, δεν είναι σοβαρός, αλλά θα πρέπει, αναγνώστη μου, να τον πάρουμε πολύ στα σοβαρά. Εκφράζει κι αυτός μία μορφή πατριωτισμού, όπως μορφή πατριωτισμού είναι η έκφραση, όχι απλώς της κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της εργασίας, αλλά ο εξανδραποδισμός των εργαζομένων υπέρ των κεφαλαιούχων, που αποτελεί την κυρίαρχη πολιτική αφήγηση του σημερινού καθεστώτος ηγεμονίας στην χώρα μας. Η πολιτική διαμάχη για τον ορισμό του νέου πατριωτισμού στην Ελλάδα είναι αυτή που θα μετατρέψει μία πρώην χώρα και νυν χώρο σε πατρίδα. Και αυτή η διαμάχη, για να είναι σοβαρή υπόθεση, θα πρέπει να βασίζεται στον κοινωνικό πραγματισμό και όχι σε οποιονδήποτε υπερβατικό ιδεολογισμό ή παραδοσιακό εθνικισμό.
Άρα η γνώμη μου είναι πως μόνον δια του κοινωνικού πραγματισμού που παραπέμπει σε μία σοσιαλ-δημοκρατική, θεσμική και παραγωγική αναδιοργάνωση, ο ρευστός χώρος που είναι αυτή την στιγμή η Ελλάδα, θα μπορούσε να μετατραπεί με κοινωνικώς πραγματιστικούς όρους σε πατρίδα για τον καθένα μας. Τώρα, εάν κάποιοι αισθάνονται πως αυτή η πατρίδα δεν είναι δικιά τους, ας έρθουν στην θέση αυτών που ένοιωσαν κάποια στιγμή χθες, ή νοιώθουν σήμερα πως η Ελλάδα δεν είναι πατρίδα τους, μήπως και οι δεύτεροι επιστρέψουν στον χώρο που δια του σοσιαλ-δημοκρατικού, βιο-οικονομικού και βιο-πολιτικού πατριωτισμού θα μπορούν να ελπίζουν πως θα μετατραπεί σε χώρα: σύγχρονο πλουραλιστικό Κράτος Δικαίου και Ευημερίας. Η κυριαρχία ενός νέου πατριωτισμού που θα βασίζεται στην ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με τον πλέον πραγματιστικό τρόπο – και να οδηγήσει στις πλέον συμφέρουσες για τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας λύσεις – την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού «υπάρχω» με το ευρωπαϊκό «είμαι». Κατά τα άλλα… καλή πατρίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση