του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά . Κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες σχεδόν όλων των επαγγελματικών οργανώσεων που πίστευαν ότι θα ζημιώνοντα...
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες σχεδόν όλων των επαγγελματικών οργανώσεων που πίστευαν ότι θα ζημιώνονταν τα μέλη τους, ξεκινούσε στις 18 Μαΐου 1929 η λειτουργία του θεσμού των λαϊκών αγορών. Η πρώτη λαϊκή αγορά στήθηκε στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο, και η παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, με το καλάθι στο χέρι να ψωνίζει προϊόντα, έδειχνε την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερώσει το νέο μετρό. Εξάλλου, η κερδοσκοπία των μεσαζόντων είχε καταντήσει μάστιγα και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών. Ίσως ακόμη και οι οργανωτές του θεσμού να μη γνώριζαν τη δημοφιλία που θα απολάμβανε και τον τρόπο που θα επηρέαζε την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων το καινούργιο αυτό εγχείρημα. Αλλά και την επιρροή που θα ασκούσε στην εικόνα και τη λειτουργία της πρωτεύουσας και άλλων μεγαλουπόλεων της χώρας.
Ίσως να φαντάζει περίεργο αλλά ακόμη δεν έχει γραφτεί το θεσμικό πλαίσιο με το οποίο γεννήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές. Η αρχή έγινε με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες και τους χώρους που θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών. Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεϊκου. Το πρώτο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε τη λειτουργία των αγορών από τις έξι το πρωί μέχρι τις 11 πριν από το μεσημέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη μερίμνη του Δήμου Αθηναίων».
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής. Έπρεπε να ενημερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να φέρνουν τα προϊόντα στην πόλη. Αλλά προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α. Ήταν ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος των λαϊκών αγορών, αφού έπρεπε να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως λαχανικών, να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στη λαϊκή αγορά. Η μακρά παράδοση συναλλαγής με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν εντυπωσιακές και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους έπεφταν, στο κενό.
Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακρόχρονες πιστώσεις. Έτσι, κηπουροί από την περιοχή του Αγίου Σάββα του Ελαιώνα των Αθηνών, το Μοσχάτο, του Ρέντη και τα Καλύβια ξεκινούσαν με τα πρώτα λαλήματα των πετεινών φέρνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στην Αθήνα. Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι,
στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Η πρώτη «λαϊκή αγορά»
Εβδομάδες ολόκληρες ασχολούνταν στο Υπουργείο Εσωτερικών για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Ο χειμώνας δεν βοηθούσε το έργο τους. Οι παραγωγοί ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν τον χρόνο και αναλόγως της κατάστασης στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι μετά τη βελτίωση του καιρού. Εξάλλου, οι «μεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το μέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι,
στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Παρ’ όλα αυτά, η προσέλευσή τους δεν ήταν η αναμενόμενη. Ωστόσο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να την αναδείξει με τέτοιον τρόπο ώστε ο θεσμός κυριολεκτικά να απογειωθεί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο. Ο Γεώργιος Πωπ δεν έχασε την ευκαιρία και χαιρετίζοντας την είδηση ότι επρόκειτο να εγκαινιαστεί με κάθε επισημότητα ο θεσμός στο Θησείο έδινε τις απαραίτητες έμμετρες οδηγίες: «Θα πας εις το Θησείον μόλις φέξη / ή μόνος ή μετά παρέας / και πριν ακόμη πης μια λέξι / θα παίρνης ζαρζαβατικά και κρέας». Φανταζόταν δε ότι «Έτσι θα καλοτρώγωμεν τα πλήθη, / όλα θα βρίσκωνται ‘φθηνά κι αφθόνως, / και της ζωής το πρόβλημα ελύθη / και κάνομε γυμναστική συγχρόνως»!
Λαϊκή αγορά στην πλατεία Δεξαμενής το 1930.
«Δώσε μου κι εμένα μπάρμπα»
Το περίφημο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα» κυριαρχούσε σ’ εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές. Κομψές γυναίκες, κοριτσόπουλα χαριτωμένα, αλλά και καλοαναθρεμμένοι αστοί, αξιωματικοί και δικηγόροι συνωστίζονταν για να προμηθευτούν τα πολύτιμα αγαθά. Γρήγορα άρχισαν να αντιμετωπίζονται και τα πρακτικά προβλήματα. Ισοπέδωση των χώρων, κυρίως πλατειών, τέντες για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή και το «κίνημα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν. Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά ελαφρά τροποποιημένο.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η διοίκηση αναζητούσε πάντα τρόπους να αναδεικνύει και να προωθεί τον θεσμό. Έτσι, καθιέρωσε και βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς. Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσμοθετούσαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαμενής και την οδό Αναγνωστοπούλου. Διεξάγονταν και τις επτά ημέρες της εβδομάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην μίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι. Ακόμη και ο νόμος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε. Η επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κ.λπ., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών».
Σκίτσο της εποχής που απεικονίζει τον Ελ. Βενιζέλο
να αγοράζει τρόφιμα.
Πέρασαν ήδη 85 χρόνια από τότε που θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές, πλην της περιόδου της Κατοχής. Εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα. Κατά καιρούς, όπως συνέβη το 1964, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από τη λειτουργία τους. Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.
Ίσως να φαντάζει περίεργο αλλά ακόμη δεν έχει γραφτεί το θεσμικό πλαίσιο με το οποίο γεννήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές. Η αρχή έγινε με Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος Κουντουριώτης στα τέλη Ιανουαρίου 1929 και καθόριζε τις ημέρες και τους χώρους που θα πραγματοποιούνταν λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών. Τη Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέμπτη στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθμό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρμα της οδού Βεϊκου. Το πρώτο εκείνο νομοθέτημα προέβλεπε τη λειτουργία των αγορών από τις έξι το πρωί μέχρι τις 11 πριν από το μεσημέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη μερίμνη του Δήμου Αθηναίων».
Οι λαϊκές αγορές άρχισαν τη λειτουργία τους με μια απλή αστυνομική διάταξη που διαβάστηκε ακόμη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής. Έπρεπε να ενημερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρημα και τα οφέλη του και να φέρνουν τα προϊόντα στην πόλη. Αλλά προσκλήθηκαν να συμμετέχουν, στέλνοντας εμπορεύματα, και ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών από Νάξο, Σύρο, Χανιά, Ψαχνά Ευβοίας, Λεωνίδιο, Θήβα, Λιβαδειά κ.α. Ήταν ένα από τα βασικά σημεία επιτυχίας του εγχειρήματος των λαϊκών αγορών, αφού έπρεπε να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως λαχανικών, να μεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στη λαϊκή αγορά. Η μακρά παράδοση συναλλαγής με τους εμπόρους είχε δημιουργήσει μια άτυπη μονοπωλιακή και αποκλειστική εκμετάλλευση. Οι υπερτιμήσεις των προϊόντων ήταν εντυπωσιακές και κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους, με νόμους και αγορανομικές εγκυκλίους έπεφταν, στο κενό.
Ένα από τα «μυστικά» που χρησιμοποίησε η διοίκηση ήταν τα μετρητά, η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ μέρους των παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους μεσάζοντες με μακρόχρονες πιστώσεις. Έτσι, κηπουροί από την περιοχή του Αγίου Σάββα του Ελαιώνα των Αθηνών, το Μοσχάτο, του Ρέντη και τα Καλύβια ξεκινούσαν με τα πρώτα λαλήματα των πετεινών φέρνοντας τα φρεσκοκομμένα προϊόντα τους στην Αθήνα. Αργότερα προστέθηκαν παραγωγοί από το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα και το Μενίδι και ακολούθησαν από διάφορες επαρχίες.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι,
στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Η πρώτη «λαϊκή αγορά»
Εβδομάδες ολόκληρες ασχολούνταν στο Υπουργείο Εσωτερικών για να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά. Ο χειμώνας δεν βοηθούσε το έργο τους. Οι παραγωγοί ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν τον χρόνο και αναλόγως της κατάστασης στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι μετά τη βελτίωση του καιρού. Εξάλλου, οι «μεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το μέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση και επιτόπου επίσκεψη του επικεφαλής της Αγορανομικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.
Λαϊκή αγορά στην οδό Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι,
στα μέσα της δεκαετίας 1930.
Παρ’ όλα αυτά, η προσέλευσή τους δεν ήταν η αναμενόμενη. Ωστόσο, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να την αναδείξει με τέτοιον τρόπο ώστε ο θεσμός κυριολεκτικά να απογειωθεί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης φωτογραφιζόταν αγοράζοντας λεμόνια και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης λαχανικά και πατάτες. Οι τιμές που δημοσιεύονταν την επομένη στις εφημερίδες δεν μπορούσαν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο. Ο Γεώργιος Πωπ δεν έχασε την ευκαιρία και χαιρετίζοντας την είδηση ότι επρόκειτο να εγκαινιαστεί με κάθε επισημότητα ο θεσμός στο Θησείο έδινε τις απαραίτητες έμμετρες οδηγίες: «Θα πας εις το Θησείον μόλις φέξη / ή μόνος ή μετά παρέας / και πριν ακόμη πης μια λέξι / θα παίρνης ζαρζαβατικά και κρέας». Φανταζόταν δε ότι «Έτσι θα καλοτρώγωμεν τα πλήθη, / όλα θα βρίσκωνται ‘φθηνά κι αφθόνως, / και της ζωής το πρόβλημα ελύθη / και κάνομε γυμναστική συγχρόνως»!
Λαϊκή αγορά στην πλατεία Δεξαμενής το 1930.
«Δώσε μου κι εμένα μπάρμπα»
Το περίφημο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα» κυριαρχούσε σ’ εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές. Κομψές γυναίκες, κοριτσόπουλα χαριτωμένα, αλλά και καλοαναθρεμμένοι αστοί, αξιωματικοί και δικηγόροι συνωστίζονταν για να προμηθευτούν τα πολύτιμα αγαθά. Γρήγορα άρχισαν να αντιμετωπίζονται και τα πρακτικά προβλήματα. Ισοπέδωση των χώρων, κυρίως πλατειών, τέντες για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή και το «κίνημα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν. Το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, αλλά ελαφρά τροποποιημένο.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η διοίκηση αναζητούσε πάντα τρόπους να αναδεικνύει και να προωθεί τον θεσμό. Έτσι, καθιέρωσε και βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς. Σ’ αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσμοθετούσαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαμενής και την οδό Αναγνωστοπούλου. Διεξάγονταν και τις επτά ημέρες της εβδομάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην μίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι. Ακόμη και ο νόμος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε. Η επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κ.λπ., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών».
Σκίτσο της εποχής που απεικονίζει τον Ελ. Βενιζέλο
να αγοράζει τρόφιμα.
Πέρασαν ήδη 85 χρόνια από τότε που θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές, πλην της περιόδου της Κατοχής. Εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα. Κατά καιρούς, όπως συνέβη το 1964, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από τη λειτουργία τους. Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.
ΠΟΣΟ ΖΩΟΝ, ΠΟΣΟ ΒΟΔΙ, ΠΟΣΟ ΚΤΗΝΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2014, ΓΙΑ ΝΑ ΨΗΦΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΤΟΥ, ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΕΣ ΤΟΥ;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ, ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΞΕΝΙΤΕΥΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ!
ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΑΥΤΑ, ΤΑ ΠΙΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ, ΤΗΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ - ΣΑΜΑΡΑ, ΒΕΝΙΖΕΛΟ!!!!!
ΠΟΣΟ ΖΩΟΝ, ΚΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ’ΣΑΙ, ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΙ ΤΑ ΑΘΛΙΑ ΜΜΕ ΤΗΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ, ΠΟΣΟ ΖΩΟΝ, ΚΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ’ΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ «ΠΕΙΘΕΣΑΙ» ΚΙΟΛΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΘΛΙΑ ΠΑΠΑΓΑΛΑΚΙΑ-ΜΙΣΘΑΡΝΑ ΤΟΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΑΡΗ, ΤΟΥ ΜΠΟΜΠΟΛΑ, ΤΟΥ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ, ΤΟΥ ΑΛΑΦΟΥΖΟΥ…
Η ΑΘΛΙΑ ΑΥΤΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ, ΤΑ ΑΘΛΙΑ ΑΥΤΑ ΤΟΜΑΡΙΑ, ΟΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΙ ΓΥΠΕΣ, ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΤΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΘΑ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΝΕΕΤΕ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΥΠΑΚΟΥΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΤΟΥΣ, 40 ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ- ΣΑΜΑΡΑ, ΒΕΝΙΖΕΛΟ!!!
ΠΟΣΟ ΖΩΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ, ΟΤΑΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ 100% ΘΑ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ 300 ΕΥΡΩ;;;
ΜΑΥΡΙΣΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ, ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ- ΣΑΜΑΡΑ, ΒΕΝΙΖΕΛΟ!!!
ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ!!
ΜΑΥΡΟ ΣΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΕΡΒΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΟΥΤΕ ΤΟ 20% ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ (ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ)