Τη στήριξη των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, της Δημοκρατικής Αριστεράς, αλλά και του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρη Κρεμαστινού, εξασφά...
Τη στήριξη των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, της Δημοκρατικής Αριστεράς, αλλά και του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρη Κρεμαστινού, εξασφάλισε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που ρυθμίζει θέματα που αφορούν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τροποποιεί διατάξεις του ν.4009 της Άννας Διαμαντοπούλου.
Το νομοσχέδιο συζητείται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, με συμφωνία και του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το ΠΑΣΟΚ επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου στην αυριανή συνεδρίαση της Ολομέλειας – πιθανότατα εκφραζόμενο με «ψήφο κατά συνείδηση».
Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής, ο υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, αιτιολόγησε την επιδίωξη της κυβέρνησης να ακολουθηθούν ταχύτατες διαδικασίες επεξεργασίας και ψήφισης του νομοσχεδίου, προκειμένου να καλυφθεί ο χαμένος κοινοβουλευτικός χρόνος των δύο μηνών και να αντιμετωπιστούν επείγοντα ζητήματα σίτισης και στέγασης των φοιτητών, καθαρισμού των σχολείων, κάλυψης των οικονομικών οφειλών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κ.λπ.
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, οι εξηγήσεις του υπουργού κρίθηκαν «επαρκείς», ενώ ενάντιος στάθηκε ο εκπρόσωπος των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», Νότης Μαριάς, ο οποίος υποστήριξε πως «λίγες μόνον ρυθμίσεις επείγουν πραγματικά – και τα ζητήματα που αφορούν ήταν γνωστά ήδη από την έναρξη της κοινοβουλευτικής περιόδου».
Ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, Σπύρος Ταλιαδούρος, τόνισε πως με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, επιλύονται ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου, διασφαλίζεται η χρηματοδότηση των ΑΕΙ, επιτυγχάνεται μια πλέον λειτουργική ισορροπία μεταξύ των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης και βελτιώνεται ο τρόπος ανάδειξής τους με έμφαση στην αυτοδιοίκηση.
Ανάμεσα στις διατάξεις του νομοσχεδίου, ξεχωρίζουν η καθιέρωση της επιστολικής και ηλεκτρονικής ψήφου σε περίπτωση που οι κανονικές εκλογικές διαδικασίες για τα όργανα διοίκησης παρακωλύονται, η εκ νέου ανάδειξη των Τμημάτων ως βασικών εκπαιδευτικών μονάδων των ΑΕΙ, η εκλογή των Κοσμητόρων των Σχολών από το εκπαιδευτικό προσωπικό τους (αντί των Συμβουλίων Διοίκησης), η έγκριση με βάση τη διαδικασία του 2009 των προϋπολογισμών εκείνων των Σχολών που δεν είχαν εγκριθεί, η παράταση της θητείας των οργάνων των Σχολών μέχρι την κανονική τους λήξη, η επαναφορά των μεταπτυχιακών σπουδών σε επίπεδο Σχολής, η ρύθμιση ζητημάτων ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης για τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού κ.ά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διά του Τάσου Κουράκη, αναγνώρισε αρκετές θετικές πτυχές στο νομοσχέδιο, αρνήθηκε ωστόσο να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, τασσόμενος ενάντια στην επιστολική ψήφο, στη διατήρηση της ανάθεσης διοικητικών αρμοδιοτήτων στα Συμβούλια Διοίκησης (όπου μετέχουν και εξωπανεπιστημιακοί), στη σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση των ΑΕΙ από την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), στην «ελλιπέστατη αντιμετώπιση της φοιτητικής μέριμνας», αλλά και στο «φοβερό δώρο που δίνεται στα ιδιωτικά Κολλέγια – με τα προσόντα των καθηγητών τους να αντιστοιχούν στα προσόντα που ισχύουν για τα μητρικά τους πανεπιστήμια και όχι για τα ελληνικά».
Από πλευράς «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», η Σταυρούλα Ξουλίδου παρατήρησε πως με το νομοσχέδιο «δεν αλλάζει η βασική φιλοσοφία του νόμου της Α. Διαμαντοπούλου, αλλά απλώς επιφέρονται ορισμένες βελτιώσεις». Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, Νότης Μαριάς, εξέφρασε εντονότατη καχυποψία για τη διαδικασία συγχώνευσης των εκπαιδευτικών μονάδων, για την οποία παρατήρησε πως ακολουθούνται διαδικασίες «fast track». Για να βγούμε απ’ την κρίση δεν χρειαζόμαστε ένταση εργασίας, αλλά επένδυση στη γνώση και διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών, υποστήριξε ο κ. Μαριάς, εκτιμώντας πως κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τη «μνημονιακή λογική της συρρίκνωσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που διαπερνά το νόμο Διαμαντοπούλου».
Για τον Νίκο Καραθανασόπουλο (ΚΚΕ) «παρά τις κορώνες περί ανατροπής του νόμου Διαμαντοπούλου και προώθησης βελτιωτικών ρυθμίσεων, το νομοσχέδιο προσπαθεί να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα βασικά του χαρακτηριστικά».
Στο επίκεντρο της πολεμικής του ΚΚΕ βρέθηκε η επιστολική ψήφος, αλλά και η χωροταξική αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οποία κατά τον κ. Καραθανασόπουλο, κινείται στην κατεύθυνση των «αντιδραστικών αποφάσεων της Μπολώνια για άμεση διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων».
Ο Αρτέμης Ματθαιόπουλος, από πλευράς του Λαϊκού Συνδέσμου «Χρυσή Αυγή», υποστήριξε πως «η ελληνική παιδεία σήμερα, δεν νοσεί από το πώς θα εκλέγονται οι πρυτανικές αρχές και οι κοσμήτορες, αλλά από άλλα προβλήματα πιο σημαντικά». «Θα αντιληφθούμε, επιτέλους, πως τα πανεπιστήμια πρέπει να προάγουν την ελληνική αγωγή ή θα εξακολουθήσουν να αποτελούν άντρο εγκληματικότητας από εξωπανεπιστημιακούς, που προβαίνουν σε κακουργηματικές πράξεις; Οι πρυτανικές αρχές δεν ήταν αυτές που προκάλεσαν προβλήματα, που οδήγησαν φοιτητές να μπαίνουν σε πρυτανικά γραφεία, να κάνουν διαρρήξεις και να σπάνε στο ξύλο καθηγητές;» παρατήρησε μεταξύ άλλων ο κ. Ματθαιόπουλος.
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η εισηγήτρια της Δημοκρατικής Αριστεράς, Μαρία Ρεπούση, καθώς «αποκαθιστά την επικοινωνία μεταξύ πανεπιστημίων και Πολιτείας». Κατά την κ. Ρεπούση, ο νόμος Διαμαντοπούλου περιείχε κάποιες διατάξεις που τον καθιστούσαν προβληματικό, με συνέπεια να αποτελεί «το άλλοθι των δυνάμεων της ακινησίας στο πανεπιστήμια, που μάχονται την όποια αλλαγή (…) Είναι επιτακτική, λοιπόν, η ανάγκη να εφαρμοστεί ο νόμος και να γίνει η μεταρρύθμιση – και την 1η Σεπτεμβρίου τα πανεπιστήμια να είναι ανοικτά με διοικήσεις».
Με το ΠΑΣΟΚ να επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου στην αυριανή συνεδρίαση της Ολομέλειας, ο βουλευτής του, Δ. Κρεμαστινός, ανέφερε πως «ο υπουργός προσπαθεί να λειτουργήσει τα πανεπιστήμια – και βλέπω την προσπάθειά του ως θετική (…) Όταν φτάνουμε στο σημείο να λειτουργούν πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές, αντιλαμβανόμαστε πως πρέπει να μπουν αυτά τα πράγματα σε μια τάξη. Χρειάζεται όμως συναίνεση για να εφαρμοστεί ο νόμος. Το να έχεις εξωπανεπιστημιακή διοίκηση είναι ιδεατό, αλλά δεν μπορεί να περάσει στο πανεπιστήμιο…».
Απαντώντας ο υπουργός Παιδείας δεσμεύθηκε ότι η χωροταξική αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων θα γίνει κατόπιν καταγραφής της σημερινής κατάστασης, θέσπισης συγκεκριμένων ακαδημαϊκών κριτηρίων, αλλά και διαλόγου με την κοινωνία. «Γνώμονας είναι η αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου και του αγαθού της παιδείας και της γνώσης. Το οικονομικό νοικοκύρεμα είναι παρεπόμενο…» συμπλήρωσε.
Ο κ. Αρβανιτόπουλος υπενθύμισε πως η επιστολική ψήφος «προβλέπεται και στο Σύνταγμα για τις βουλευτικές εκλογές» και διευκρίνισε πως πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μονάχα επικουρικά, «ώστε να μην μπορούν κάποιες ηχηρές μειοψηφίες να εμποδίζουν την πλειοψηφία να εκφραστεί». Η αναβάθμιση των πανεπιστημίων- σημείωσε ο υπουργός Παιδείας- δεν εξαντλείται σε διοικητικές ρυθμίσεις. Οι τελευταίες ωστόσο, τόνισε, «είναι ένα σκέλος για να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα, που είναι η ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού χάρτη και του παλιού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, και η συνολική αξιολόγηση των συγγραμμάτων».
Το νομοσχέδιο συζητείται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, με συμφωνία και του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το ΠΑΣΟΚ επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου στην αυριανή συνεδρίαση της Ολομέλειας – πιθανότατα εκφραζόμενο με «ψήφο κατά συνείδηση».
Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής, ο υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, αιτιολόγησε την επιδίωξη της κυβέρνησης να ακολουθηθούν ταχύτατες διαδικασίες επεξεργασίας και ψήφισης του νομοσχεδίου, προκειμένου να καλυφθεί ο χαμένος κοινοβουλευτικός χρόνος των δύο μηνών και να αντιμετωπιστούν επείγοντα ζητήματα σίτισης και στέγασης των φοιτητών, καθαρισμού των σχολείων, κάλυψης των οικονομικών οφειλών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κ.λπ.
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, οι εξηγήσεις του υπουργού κρίθηκαν «επαρκείς», ενώ ενάντιος στάθηκε ο εκπρόσωπος των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», Νότης Μαριάς, ο οποίος υποστήριξε πως «λίγες μόνον ρυθμίσεις επείγουν πραγματικά – και τα ζητήματα που αφορούν ήταν γνωστά ήδη από την έναρξη της κοινοβουλευτικής περιόδου».
Ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, Σπύρος Ταλιαδούρος, τόνισε πως με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, επιλύονται ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου, διασφαλίζεται η χρηματοδότηση των ΑΕΙ, επιτυγχάνεται μια πλέον λειτουργική ισορροπία μεταξύ των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης και βελτιώνεται ο τρόπος ανάδειξής τους με έμφαση στην αυτοδιοίκηση.
Ανάμεσα στις διατάξεις του νομοσχεδίου, ξεχωρίζουν η καθιέρωση της επιστολικής και ηλεκτρονικής ψήφου σε περίπτωση που οι κανονικές εκλογικές διαδικασίες για τα όργανα διοίκησης παρακωλύονται, η εκ νέου ανάδειξη των Τμημάτων ως βασικών εκπαιδευτικών μονάδων των ΑΕΙ, η εκλογή των Κοσμητόρων των Σχολών από το εκπαιδευτικό προσωπικό τους (αντί των Συμβουλίων Διοίκησης), η έγκριση με βάση τη διαδικασία του 2009 των προϋπολογισμών εκείνων των Σχολών που δεν είχαν εγκριθεί, η παράταση της θητείας των οργάνων των Σχολών μέχρι την κανονική τους λήξη, η επαναφορά των μεταπτυχιακών σπουδών σε επίπεδο Σχολής, η ρύθμιση ζητημάτων ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης για τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού κ.ά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διά του Τάσου Κουράκη, αναγνώρισε αρκετές θετικές πτυχές στο νομοσχέδιο, αρνήθηκε ωστόσο να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, τασσόμενος ενάντια στην επιστολική ψήφο, στη διατήρηση της ανάθεσης διοικητικών αρμοδιοτήτων στα Συμβούλια Διοίκησης (όπου μετέχουν και εξωπανεπιστημιακοί), στη σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση των ΑΕΙ από την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), στην «ελλιπέστατη αντιμετώπιση της φοιτητικής μέριμνας», αλλά και στο «φοβερό δώρο που δίνεται στα ιδιωτικά Κολλέγια – με τα προσόντα των καθηγητών τους να αντιστοιχούν στα προσόντα που ισχύουν για τα μητρικά τους πανεπιστήμια και όχι για τα ελληνικά».
Από πλευράς «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», η Σταυρούλα Ξουλίδου παρατήρησε πως με το νομοσχέδιο «δεν αλλάζει η βασική φιλοσοφία του νόμου της Α. Διαμαντοπούλου, αλλά απλώς επιφέρονται ορισμένες βελτιώσεις». Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, Νότης Μαριάς, εξέφρασε εντονότατη καχυποψία για τη διαδικασία συγχώνευσης των εκπαιδευτικών μονάδων, για την οποία παρατήρησε πως ακολουθούνται διαδικασίες «fast track». Για να βγούμε απ’ την κρίση δεν χρειαζόμαστε ένταση εργασίας, αλλά επένδυση στη γνώση και διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών, υποστήριξε ο κ. Μαριάς, εκτιμώντας πως κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τη «μνημονιακή λογική της συρρίκνωσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που διαπερνά το νόμο Διαμαντοπούλου».
Για τον Νίκο Καραθανασόπουλο (ΚΚΕ) «παρά τις κορώνες περί ανατροπής του νόμου Διαμαντοπούλου και προώθησης βελτιωτικών ρυθμίσεων, το νομοσχέδιο προσπαθεί να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τα βασικά του χαρακτηριστικά».
Στο επίκεντρο της πολεμικής του ΚΚΕ βρέθηκε η επιστολική ψήφος, αλλά και η χωροταξική αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οποία κατά τον κ. Καραθανασόπουλο, κινείται στην κατεύθυνση των «αντιδραστικών αποφάσεων της Μπολώνια για άμεση διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων».
Ο Αρτέμης Ματθαιόπουλος, από πλευράς του Λαϊκού Συνδέσμου «Χρυσή Αυγή», υποστήριξε πως «η ελληνική παιδεία σήμερα, δεν νοσεί από το πώς θα εκλέγονται οι πρυτανικές αρχές και οι κοσμήτορες, αλλά από άλλα προβλήματα πιο σημαντικά». «Θα αντιληφθούμε, επιτέλους, πως τα πανεπιστήμια πρέπει να προάγουν την ελληνική αγωγή ή θα εξακολουθήσουν να αποτελούν άντρο εγκληματικότητας από εξωπανεπιστημιακούς, που προβαίνουν σε κακουργηματικές πράξεις; Οι πρυτανικές αρχές δεν ήταν αυτές που προκάλεσαν προβλήματα, που οδήγησαν φοιτητές να μπαίνουν σε πρυτανικά γραφεία, να κάνουν διαρρήξεις και να σπάνε στο ξύλο καθηγητές;» παρατήρησε μεταξύ άλλων ο κ. Ματθαιόπουλος.
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η εισηγήτρια της Δημοκρατικής Αριστεράς, Μαρία Ρεπούση, καθώς «αποκαθιστά την επικοινωνία μεταξύ πανεπιστημίων και Πολιτείας». Κατά την κ. Ρεπούση, ο νόμος Διαμαντοπούλου περιείχε κάποιες διατάξεις που τον καθιστούσαν προβληματικό, με συνέπεια να αποτελεί «το άλλοθι των δυνάμεων της ακινησίας στο πανεπιστήμια, που μάχονται την όποια αλλαγή (…) Είναι επιτακτική, λοιπόν, η ανάγκη να εφαρμοστεί ο νόμος και να γίνει η μεταρρύθμιση – και την 1η Σεπτεμβρίου τα πανεπιστήμια να είναι ανοικτά με διοικήσεις».
Με το ΠΑΣΟΚ να επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου στην αυριανή συνεδρίαση της Ολομέλειας, ο βουλευτής του, Δ. Κρεμαστινός, ανέφερε πως «ο υπουργός προσπαθεί να λειτουργήσει τα πανεπιστήμια – και βλέπω την προσπάθειά του ως θετική (…) Όταν φτάνουμε στο σημείο να λειτουργούν πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές, αντιλαμβανόμαστε πως πρέπει να μπουν αυτά τα πράγματα σε μια τάξη. Χρειάζεται όμως συναίνεση για να εφαρμοστεί ο νόμος. Το να έχεις εξωπανεπιστημιακή διοίκηση είναι ιδεατό, αλλά δεν μπορεί να περάσει στο πανεπιστήμιο…».
Απαντώντας ο υπουργός Παιδείας δεσμεύθηκε ότι η χωροταξική αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων θα γίνει κατόπιν καταγραφής της σημερινής κατάστασης, θέσπισης συγκεκριμένων ακαδημαϊκών κριτηρίων, αλλά και διαλόγου με την κοινωνία. «Γνώμονας είναι η αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου και του αγαθού της παιδείας και της γνώσης. Το οικονομικό νοικοκύρεμα είναι παρεπόμενο…» συμπλήρωσε.
Ο κ. Αρβανιτόπουλος υπενθύμισε πως η επιστολική ψήφος «προβλέπεται και στο Σύνταγμα για τις βουλευτικές εκλογές» και διευκρίνισε πως πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μονάχα επικουρικά, «ώστε να μην μπορούν κάποιες ηχηρές μειοψηφίες να εμποδίζουν την πλειοψηφία να εκφραστεί». Η αναβάθμιση των πανεπιστημίων- σημείωσε ο υπουργός Παιδείας- δεν εξαντλείται σε διοικητικές ρυθμίσεις. Οι τελευταίες ωστόσο, τόνισε, «είναι ένα σκέλος για να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα, που είναι η ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού χάρτη και του παλιού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, και η συνολική αξιολόγηση των συγγραμμάτων».
μραβο ρεζιλια προοδευτικοι
ΑπάντησηΔιαγραφή