Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι διαφημιστικές ταμπέλες κατά μήκος του δρόμου, σύγχρονα μνημεία «πολιτισμού»...
Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι διαφημιστικές ταμπέλες κατά μήκος του δρόμου, σύγχρονα μνημεία «πολιτισμού» της κοινωνίας μας, μας καλούσαν προκλητικά, να πάρουμε μέρος στο παιχνίδι του ψεύτικου κόσμου της αφθονίας των τέρψεων και των μαγικών απολαύσεων. Το ταξίδι προς την μικρή κωμόπολη της Πελοποννήσου ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστο. Στο κάτω-κάτω πηγαίναμε να δώσουμε «χαρά» σε 25 συνανθρώπους μας, που θα επιλέγαμε για να παρακολουθήσουν ένα «εκπαιδευτικό» πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ και τίποτα δεν...
προμήνυε αυτό που θα συναντούσαμε.
Η πρώτη «ευχάριστη» έκπληξη δεν άργησε να ‘ρθει. Σ’ αντίθεση με παλιότερα χρόνια, όπου έπρεπε να αναρτήσουμε δυο και τρεις αγγελίες για να βρούμε 25 υποψηφίους, αυτή τη φορά, έξω απ’ το εκπαιδευτικό κέντρο μας περίμεναν πάνω από 250 άντρες και γυναίκες. Σε ένα «εκπαιδευτικό» πρόγραμμα για ανειδίκευτους «Εργάτες/ Εργατοτεχνίτες Αποκατάστασης Τοπίου», οι περισσότεροι υποψήφιοι ήταν γυναίκες!
Στην προκαθορισμένη μαζική ομιλία ενημέρωσης ήρθε η πρώτη γροθιά στο στομάχι. Πρώτη πήρε το λόγο μια ευπαρουσίαστη πενηντάχρονη, με τρεμάμενα χέρια και χείλη: «είμαι πενήντα ετών άνεργη. Εχω κάνει τις πιο σκληρές δουλειές, από καθαρίστρια, υπηρέτρια, εργάτρια στα χωράφια και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, εκτός απ΄ το να πουλήσω το κορμί μου. Είμαι από εννιά ετών ορφανή και δεν έχω νιώσει τίποτα άλλο πέρα απ’ την αδικία. Ζω με ψυχοφάρμακα και έχω τρομερή ανάγκη για μια οποιαδήποτε δουλειά. Δε ζητάω να πάρετε εμένα στη θέση κάποιας άλλης που έχει επίσης ανάγκη. Ένα μόνο πράγμα ζητάω: ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΔΙΚΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΜΟΥ ΜΌΝΟ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ».
Φαινόταν ντόμπρα και ξεκάθαρη, λες και γνώριζε, πως είχαμε ήδη δεχτεί δεκάδες τηλεφωνήματα από πολιτικούς και παράγοντες της περιοχής με τη θερμή και ευγενική «παράκληση», να επιλέξουμε συγκεκριμένα άτομα της πιστής αγέλης τους.
Οι προσωπικές συνεντεύξεις που ακολούθησαν ήταν ένα μαρτύριο συνεχών κι ατέλειωτων γροθιών στο στομάχι. «Είμαι χήρα άνεργη με τρία ανήλικα παιδιά…Είμαι χήρος με δυο ανήλικα παιδιά και άνεργος εδώ και δυο χρόνια….Εγώ και η γυναίκα μου είμαστε άνεργοι εδώ και δυο χρόνια με τέσσερα ανήλικα παιδιά με μοναδικό μεροκάματο απ΄το καλοκαίρι είκοσι ημέρες στο μάζεμα της ελιάς…Είχα δικό μου κατάστημα μέχρι πριν ένα χρόνο, είμαι χρεωμένος και άνεργος δίχως κανένα εισόδημα με τρία παιδιά, τα δυο σταμάτησαν ήδη τις σπουδές τους και ψάχνουν κι εκείνα για δουλειά….Μένω μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά σε ένα δωμάτιο που μας παραχώρησε ο αδερφός μου, γιατί δεν έχω να πληρώσω το νοίκι». Το «Σας παρακαλώ κάντε κάτι, λυπηθείτε μας… δώστε μας μια ευκαιρία», ήταν τα τελευταία λόγια, σχεδόν όλων, πριν αποχωρήσουν απ’ την αίθουσα των συνεντεύξεων. Ολοι σχεδόν εκλιπαρούσαν πολλές έκλαιγαν για μια θέση σε ένα πρόγραμμα που θα τους πρόσφερε κάποια ψίχουλα κι αυτά μετά από εφτά με οχτώ μήνες. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι και όλες έδειχναν μια ασυνήθιστη ευγένεια και αξιοπρέπεια. Ανάμεσά τους ήταν και δυο παπαδιές, που βγήκαν προς αναζήτηση έξτρα εισοδήματος γιατί λέει μειώθηκε δραστικά το εισόδημα του παπά. Υπήρξαν κάποιες και κάποιοι σε άθλια οικονομική κατάσταση που μας είπαν, «αν υπάρχουν άλλοι σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από εμάς, δεν θα μας πείραζε αν να τους προτιμήσετε αρκεί να είστε δίκαιοι».
Μετά από τις πρώτες είκοσι συνεντεύξεις ένιωσα φρικτούς πόνους στο στομάχι. Χρειάστηκε να πάω σε ένα κοντινό φαρμακείο. Εγώ που δεν γνώριζα τι σημαίνει μαλόξ και τα συναφή του, χρειάστηκε πρώτη φορά στη ζωή μου να πάρω Primperan για να συνεχίσω την άχαρη δουλειά του να το παίξω μικρός θεός, χαρίζοντας ή αφαιρώντας από κάποιους απελπισμένους τη δυνατότητα για ένα μικρό εισόδημα και μια ενδεχόμενη απασχόληση. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο απαίσια. Eνιωσα συνένοχος, μέρος του μηχανισμού λειτουργίας ενός απάνθρωπου συστήματος που εξευτελίζει και ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση.
Ανεπαίσθητα, μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Επίκτητου:« Μην ξεχνάς πως είσαι ηθοποιός σε ένα δράμα, όπως το θέλει ο δημιουργός του, σύντομο, αν το θέλει σύντομο, μακρύ αν το θέλει μακρύ. Αν θέλει να παίξεις ρόλο φτωχού, πρόσεξε να τον παίξεις κι αυτόν όπως πρέπει. Πρόσεξε να κάνεις το ίδιο αν είναι να υποδυθείς ρόλο πλούσιου……..Γιατί, το να παίξεις καλά το ρόλο που σου έχει δοθεί, εξαρτάται από σένα. Η επιλογή όμως του ρόλου αυτού ανήκει στην εξουσία άλλου».
Για πρώτη φορά κατάλαβα γιατί όλες αυτές οι θεωρητικές αντιπαραθέσεις μας στα μπλογκς και γενικώς στα ΜΜΕ, περί καπιταλισμού, νεοφιλελευθερισμού, σοσιαλισμού, κεϊνσιανισμού και κάθε –ισμού, τους ήταν απολύτως ξένες και περιττές. Όταν το μυαλό είναι κολλημένο στο που θα βρει τα λεφτά για το επόμενο γεύμα, κάθε άλλη σκέψη είναι πολυτέλεια.
Όταν λέγαμε, σε γυναίκες κυρίως, αλλά και σε άντρες, πως το εκπαιδευτικό πρόγραμμα προέβλεπε 160 ώρες θεωρία και 640 ώρες «πρακτική άσκηση» (προσφορά φτηνής εργασίας) σε τεχνική εταιρεία, που απαιτούσε κασμά και φτυάρι, μας έδειχναν τα γεμάτα ρόζους χέρια τους ενώ όσοι και όσες δεν είχαν ρόζους μας έλεγαν: «είμαστε διατεθειμένοι/ες να κάνουμε ακόμα και την πιο σκληρή και βρώμικη δουλειά». Δηλώσεις που θα γέμιζαν σαδιστική χαρά όλους αυτούς τους κυνικούς υποστηρικτές της νέο-«φιλελεύθερης» αγοράς του νεοκανιβαλισμού, που εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως «οι μόνοι καταδιωκόμενοι σ’ αυτή τη χώρα είναι οι εργοδότες»(βλέπε Αδωνη Γεωργιάδη και Σία).
Αίφνης μου ήρθαν στο νου οι τραγικές εικόνες έξω απ’ το κέντρο επιλογής μεταναστών από γερμανικές επιτροπές στην πλατεία Τερψιθέας στον Πειραιά του 1968, όταν, φοιτητής ακόμα, προσπαθούσα να παρηγορήσω κάποιους συγχωριανούς μου, που έκλαιγαν απαρηγόρητοι γιατί τους είχαν απορρίψει «ως ακαταλλήλους δια την προσφερομένην εις Γερμανίαν εργασίαν».
Θα το ‘θελα πολύ την ώρα των συνεντεύξεων να είχα δίπλα μου κάποιους αλλοτριωμένους πολιτικούς και αριθμολάγνους ειδικούς αναλυτές καθώς και κάποιους ακριβοπληρωμένους (τζάμπα μάγκες) στρατευμένους κοντυλοφόρους της ελευθερίας των ολίγων, που το μόνο πράγμα που παράγουν είναι χυδαία προπαγάνδα υπέρ των αριθμών του κέρδους.
Θα ‘θελα να τους είχα δίπλα μου, σαν μια παρέλαση μασκαρεμένων με τη μάσκα του μηχανικού, του γιατρού, του δικηγόρου, του στοχαστή που το παίζει πολιτικός και πίσω απ’ τη μάσκα κρύβεται ένας δυστυχής εξουσιομανής χρηματοθήρας με μηδενική συναισθηματική νοημοσύνη, ψυχο-κλινικά νεκρός, αν όχι αποκτηνωμένος.
Υπήρξαν στιγμές, που ευχήθηκα, αντί να περιμένουν καρτερικά και υπομονετικά να έρθει η ώρα τους για τη συνέντευξη κι αντί να ικετεύουν και να εκλιπαρούν καρτερικά για μια θέση, ν’ αρχίσουν όλοι μαζί να βγάζουν φωναχτά αυτήν τη βουβή κραυγή, που ήμουν σίγουρος, πως την κράταγαν μέσα τους:« δουλειά ζητάμε ρε μαλάκες……τίποτα παραπάνω από μια δουλειά για να θρέψουμε την οικογένειά μας. Στ’ αρχ……α μας οι θεωρίες και οι συμβουλές σας….Μας είναι αδιάφορο ποιοι θα μας κυβερνούν, πως θα λέγεται το πολίτευμά μας και αν θα χρεοκοπήσουμε σαν χώρα ή αν θα χάσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Στ’ αρχ…α μας όλα. Δουλειά ζητάμε και τίποτα παραπάνω. Μια δουλειά να βγάζουμε τίμια το ψωμί μας. Είναι πολλά; Ποιοι είναι αυτοί οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Αθήνας που αποφασίζουν αν θα πρέπει να ζήσουμε με αξιοπρέπεια ή αν θα πρέπει να πεθάνουμε μέσα στην απόλυτη ανυποληψία και καταφρόνια;…..Ποιος απ’ αυτούς τους κοσμοπο(α)λήτες που αποφασίζει για τη ζωή μας έχει νιώσει ποτέ στο πετσί του την απόγνωση και τον τρόμο ενός μακροχρόνια άνεργου γονιού, που δεν τολμάει να κοιτάξει στα μάτια το πεινασμένο και ταπεινωμένο παιδί του».
Ειλικρινά, θα προτιμούσα, αυτή η βουβή, μυστική οργή που γεννιέται μέσα στην αθλιότητα, να ξεσπάσει ενάντια σε όλους εκείνους που δεν έχουν νιώσει ποτέ την εξάρτηση στο σώμα και στην ψυχή τους, ακόμα και εναντίον μου γιατί ένιωθα κι εγώ μέρος του προβλήματός τους.
Μια κοινωνία της αφθονίας για λίγους, που πετάει στη χωματερή αγαθά δίπλα σε πεινασμένους, μόνο και μόνο για να μην πέσουν οι τιμές τους, που προτιμάει να κρατάει στα ανθρωποψυγεία της ρεζέρβες ανέργων ή να πετάει στις χωματερές τους περιττούς, μόνο και μόνο για να αυξηθούν τα κέρδη, έχει λόγο ύπαρξης μόνο για αδίστακτους ζωεμπόρους ανθρωπίνων ψυχών και κυνικούς προπαγανδιστές αναίρεσης της ανθρώπινης ζωής.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι διαφημιστικές ταμπέλες κατά μήκος του δρόμου, σύγχρονα μνημεία «πολιτισμού» της κοινωνίας μας, μας καλούσαν προκλητικά, να πάρουμε μέρος στο παιχνίδι του ψεύτικου κόσμου της αφθονίας των τέρψεων και των μαγικών απολαύσεων. Το ταξίδι προς την μικρή κωμόπολη της Πελοποννήσου ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστο. Στο κάτω-κάτω πηγαίναμε να δώσουμε «χαρά» σε 25 συνανθρώπους μας, που θα επιλέγαμε για να παρακολουθήσουν ένα «εκπαιδευτικό» πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ και τίποτα δεν...
προμήνυε αυτό που θα συναντούσαμε.
Η πρώτη «ευχάριστη» έκπληξη δεν άργησε να ‘ρθει. Σ’ αντίθεση με παλιότερα χρόνια, όπου έπρεπε να αναρτήσουμε δυο και τρεις αγγελίες για να βρούμε 25 υποψηφίους, αυτή τη φορά, έξω απ’ το εκπαιδευτικό κέντρο μας περίμεναν πάνω από 250 άντρες και γυναίκες. Σε ένα «εκπαιδευτικό» πρόγραμμα για ανειδίκευτους «Εργάτες/ Εργατοτεχνίτες Αποκατάστασης Τοπίου», οι περισσότεροι υποψήφιοι ήταν γυναίκες!
Στην προκαθορισμένη μαζική ομιλία ενημέρωσης ήρθε η πρώτη γροθιά στο στομάχι. Πρώτη πήρε το λόγο μια ευπαρουσίαστη πενηντάχρονη, με τρεμάμενα χέρια και χείλη: «είμαι πενήντα ετών άνεργη. Εχω κάνει τις πιο σκληρές δουλειές, από καθαρίστρια, υπηρέτρια, εργάτρια στα χωράφια και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, εκτός απ΄ το να πουλήσω το κορμί μου. Είμαι από εννιά ετών ορφανή και δεν έχω νιώσει τίποτα άλλο πέρα απ’ την αδικία. Ζω με ψυχοφάρμακα και έχω τρομερή ανάγκη για μια οποιαδήποτε δουλειά. Δε ζητάω να πάρετε εμένα στη θέση κάποιας άλλης που έχει επίσης ανάγκη. Ένα μόνο πράγμα ζητάω: ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΔΙΚΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΜΟΥ ΜΌΝΟ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ».
Φαινόταν ντόμπρα και ξεκάθαρη, λες και γνώριζε, πως είχαμε ήδη δεχτεί δεκάδες τηλεφωνήματα από πολιτικούς και παράγοντες της περιοχής με τη θερμή και ευγενική «παράκληση», να επιλέξουμε συγκεκριμένα άτομα της πιστής αγέλης τους.
Οι προσωπικές συνεντεύξεις που ακολούθησαν ήταν ένα μαρτύριο συνεχών κι ατέλειωτων γροθιών στο στομάχι. «Είμαι χήρα άνεργη με τρία ανήλικα παιδιά…Είμαι χήρος με δυο ανήλικα παιδιά και άνεργος εδώ και δυο χρόνια….Εγώ και η γυναίκα μου είμαστε άνεργοι εδώ και δυο χρόνια με τέσσερα ανήλικα παιδιά με μοναδικό μεροκάματο απ΄το καλοκαίρι είκοσι ημέρες στο μάζεμα της ελιάς…Είχα δικό μου κατάστημα μέχρι πριν ένα χρόνο, είμαι χρεωμένος και άνεργος δίχως κανένα εισόδημα με τρία παιδιά, τα δυο σταμάτησαν ήδη τις σπουδές τους και ψάχνουν κι εκείνα για δουλειά….Μένω μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά σε ένα δωμάτιο που μας παραχώρησε ο αδερφός μου, γιατί δεν έχω να πληρώσω το νοίκι». Το «Σας παρακαλώ κάντε κάτι, λυπηθείτε μας… δώστε μας μια ευκαιρία», ήταν τα τελευταία λόγια, σχεδόν όλων, πριν αποχωρήσουν απ’ την αίθουσα των συνεντεύξεων. Ολοι σχεδόν εκλιπαρούσαν πολλές έκλαιγαν για μια θέση σε ένα πρόγραμμα που θα τους πρόσφερε κάποια ψίχουλα κι αυτά μετά από εφτά με οχτώ μήνες. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι και όλες έδειχναν μια ασυνήθιστη ευγένεια και αξιοπρέπεια. Ανάμεσά τους ήταν και δυο παπαδιές, που βγήκαν προς αναζήτηση έξτρα εισοδήματος γιατί λέει μειώθηκε δραστικά το εισόδημα του παπά. Υπήρξαν κάποιες και κάποιοι σε άθλια οικονομική κατάσταση που μας είπαν, «αν υπάρχουν άλλοι σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από εμάς, δεν θα μας πείραζε αν να τους προτιμήσετε αρκεί να είστε δίκαιοι».
Μετά από τις πρώτες είκοσι συνεντεύξεις ένιωσα φρικτούς πόνους στο στομάχι. Χρειάστηκε να πάω σε ένα κοντινό φαρμακείο. Εγώ που δεν γνώριζα τι σημαίνει μαλόξ και τα συναφή του, χρειάστηκε πρώτη φορά στη ζωή μου να πάρω Primperan για να συνεχίσω την άχαρη δουλειά του να το παίξω μικρός θεός, χαρίζοντας ή αφαιρώντας από κάποιους απελπισμένους τη δυνατότητα για ένα μικρό εισόδημα και μια ενδεχόμενη απασχόληση. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο απαίσια. Eνιωσα συνένοχος, μέρος του μηχανισμού λειτουργίας ενός απάνθρωπου συστήματος που εξευτελίζει και ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση.
Ανεπαίσθητα, μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Επίκτητου:« Μην ξεχνάς πως είσαι ηθοποιός σε ένα δράμα, όπως το θέλει ο δημιουργός του, σύντομο, αν το θέλει σύντομο, μακρύ αν το θέλει μακρύ. Αν θέλει να παίξεις ρόλο φτωχού, πρόσεξε να τον παίξεις κι αυτόν όπως πρέπει. Πρόσεξε να κάνεις το ίδιο αν είναι να υποδυθείς ρόλο πλούσιου……..Γιατί, το να παίξεις καλά το ρόλο που σου έχει δοθεί, εξαρτάται από σένα. Η επιλογή όμως του ρόλου αυτού ανήκει στην εξουσία άλλου».
Για πρώτη φορά κατάλαβα γιατί όλες αυτές οι θεωρητικές αντιπαραθέσεις μας στα μπλογκς και γενικώς στα ΜΜΕ, περί καπιταλισμού, νεοφιλελευθερισμού, σοσιαλισμού, κεϊνσιανισμού και κάθε –ισμού, τους ήταν απολύτως ξένες και περιττές. Όταν το μυαλό είναι κολλημένο στο που θα βρει τα λεφτά για το επόμενο γεύμα, κάθε άλλη σκέψη είναι πολυτέλεια.
Όταν λέγαμε, σε γυναίκες κυρίως, αλλά και σε άντρες, πως το εκπαιδευτικό πρόγραμμα προέβλεπε 160 ώρες θεωρία και 640 ώρες «πρακτική άσκηση» (προσφορά φτηνής εργασίας) σε τεχνική εταιρεία, που απαιτούσε κασμά και φτυάρι, μας έδειχναν τα γεμάτα ρόζους χέρια τους ενώ όσοι και όσες δεν είχαν ρόζους μας έλεγαν: «είμαστε διατεθειμένοι/ες να κάνουμε ακόμα και την πιο σκληρή και βρώμικη δουλειά». Δηλώσεις που θα γέμιζαν σαδιστική χαρά όλους αυτούς τους κυνικούς υποστηρικτές της νέο-«φιλελεύθερης» αγοράς του νεοκανιβαλισμού, που εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως «οι μόνοι καταδιωκόμενοι σ’ αυτή τη χώρα είναι οι εργοδότες»(βλέπε Αδωνη Γεωργιάδη και Σία).
Αίφνης μου ήρθαν στο νου οι τραγικές εικόνες έξω απ’ το κέντρο επιλογής μεταναστών από γερμανικές επιτροπές στην πλατεία Τερψιθέας στον Πειραιά του 1968, όταν, φοιτητής ακόμα, προσπαθούσα να παρηγορήσω κάποιους συγχωριανούς μου, που έκλαιγαν απαρηγόρητοι γιατί τους είχαν απορρίψει «ως ακαταλλήλους δια την προσφερομένην εις Γερμανίαν εργασίαν».
Θα το ‘θελα πολύ την ώρα των συνεντεύξεων να είχα δίπλα μου κάποιους αλλοτριωμένους πολιτικούς και αριθμολάγνους ειδικούς αναλυτές καθώς και κάποιους ακριβοπληρωμένους (τζάμπα μάγκες) στρατευμένους κοντυλοφόρους της ελευθερίας των ολίγων, που το μόνο πράγμα που παράγουν είναι χυδαία προπαγάνδα υπέρ των αριθμών του κέρδους.
Θα ‘θελα να τους είχα δίπλα μου, σαν μια παρέλαση μασκαρεμένων με τη μάσκα του μηχανικού, του γιατρού, του δικηγόρου, του στοχαστή που το παίζει πολιτικός και πίσω απ’ τη μάσκα κρύβεται ένας δυστυχής εξουσιομανής χρηματοθήρας με μηδενική συναισθηματική νοημοσύνη, ψυχο-κλινικά νεκρός, αν όχι αποκτηνωμένος.
Υπήρξαν στιγμές, που ευχήθηκα, αντί να περιμένουν καρτερικά και υπομονετικά να έρθει η ώρα τους για τη συνέντευξη κι αντί να ικετεύουν και να εκλιπαρούν καρτερικά για μια θέση, ν’ αρχίσουν όλοι μαζί να βγάζουν φωναχτά αυτήν τη βουβή κραυγή, που ήμουν σίγουρος, πως την κράταγαν μέσα τους:« δουλειά ζητάμε ρε μαλάκες……τίποτα παραπάνω από μια δουλειά για να θρέψουμε την οικογένειά μας. Στ’ αρχ……α μας οι θεωρίες και οι συμβουλές σας….Μας είναι αδιάφορο ποιοι θα μας κυβερνούν, πως θα λέγεται το πολίτευμά μας και αν θα χρεοκοπήσουμε σαν χώρα ή αν θα χάσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Στ’ αρχ…α μας όλα. Δουλειά ζητάμε και τίποτα παραπάνω. Μια δουλειά να βγάζουμε τίμια το ψωμί μας. Είναι πολλά; Ποιοι είναι αυτοί οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Αθήνας που αποφασίζουν αν θα πρέπει να ζήσουμε με αξιοπρέπεια ή αν θα πρέπει να πεθάνουμε μέσα στην απόλυτη ανυποληψία και καταφρόνια;…..Ποιος απ’ αυτούς τους κοσμοπο(α)λήτες που αποφασίζει για τη ζωή μας έχει νιώσει ποτέ στο πετσί του την απόγνωση και τον τρόμο ενός μακροχρόνια άνεργου γονιού, που δεν τολμάει να κοιτάξει στα μάτια το πεινασμένο και ταπεινωμένο παιδί του».
Ειλικρινά, θα προτιμούσα, αυτή η βουβή, μυστική οργή που γεννιέται μέσα στην αθλιότητα, να ξεσπάσει ενάντια σε όλους εκείνους που δεν έχουν νιώσει ποτέ την εξάρτηση στο σώμα και στην ψυχή τους, ακόμα και εναντίον μου γιατί ένιωθα κι εγώ μέρος του προβλήματός τους.
Μια κοινωνία της αφθονίας για λίγους, που πετάει στη χωματερή αγαθά δίπλα σε πεινασμένους, μόνο και μόνο για να μην πέσουν οι τιμές τους, που προτιμάει να κρατάει στα ανθρωποψυγεία της ρεζέρβες ανέργων ή να πετάει στις χωματερές τους περιττούς, μόνο και μόνο για να αυξηθούν τα κέρδη, έχει λόγο ύπαρξης μόνο για αδίστακτους ζωεμπόρους ανθρωπίνων ψυχών και κυνικούς προπαγανδιστές αναίρεσης της ανθρώπινης ζωής.
Πιστοφίδη,
ΑπάντησηΔιαγραφήεκτός απο τις θεσεις σε προγραμματα και Δήμους που ολοι αναζητουν,
δουλειες υπαρχουν!
Υπάρχουν εκει που εργαζονται περιπου 2.000.000 μεταναστες,
μαυρα και αφορολογητα.
Δεν φταίνε οι μετανάστες, φταινε οι εργοδοτες των που τους εκμεταλευονται και,
τα παραγόμενα προιοντα τα πωλουν σε τιμές Ευρώπης, σε ολους εμας που παρακαλαμε για μια θεση στον ήλιο.
Λοιπον,
αν δεν υπαρχει κράτος, υπαρχουμε εμείς,
και καποια στιγμή πρεπει να βαλουμε στη θεση τους, ολους αυτους που ακομα κερδίζουν και δεν πληρώνουν.
Τα υπολοιπα που γράφεις ειναι συγκινητικά, αλλά εγώ δεν δεχομαι ενοχές ουτε αυτομαστιγώνομαι.
Ξερω πολυ καλά ποιος μου φταιει και τι πρεπει να κανω.