Του Δημήτρη Σκάλκου * Βασικά σημεία τοποθέτησης στη συζήτηση που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Κριτική με αφορμή το βιβλίο του Μάνου Ματσαγ...
Του Δημήτρη Σκάλκου*
Βασικά σημεία τοποθέτησης στη συζήτηση που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Κριτική με αφορμή το βιβλίο του Μάνου Ματσαγγάνη (Τετάρτη 15.2.2012, 104 Κέντρο Λόγου Τέχνης)
1. Η κρίση προκαλεί ανεργία και φτώχεια. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε στην Ελλάδα κάνει καλά τη δουλειά του; Αναπληρώνει τις απώλειες εισοδήματος των ανέργων, των φτωχών εργαζόμενων κτλ; Εάν όχι, τι πρέπει να γίνει;
Εάν κατέδειξε κάτι, με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο, η παρούσα οικονομική κρίση είναι ότι, το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν επιτελεί τον σκοπό που (θα πρέπει να) έχει- ποτέ δεν το έκανε. Το τελικό ποσσοστό φτώχειας (μετά τις...
κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην Ελλάδα παραμένει συγκριτικά το υψηλότερο στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών, εκκινώντας μάλιστα και από ευνοϊκότερη αφετηρία. Σήμερα που είναι επιτακτική η ύπαρξη ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας που θα λειτουργήσει ως «κοινωνικό μαξιλάρι» για την απορρόφηση των «κραδασμών» από τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, απουσιάζουν (όπως και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου) οι απαραίτητοι «αυτόματοι σταθεροποιητές» που θα παράσχουν μια σχετική ειδοσηματική ασφάλεια. Γνωρίζουμε ότι οι χώρες με αδύναμους αυτόματους σταθεροποιητές παρουσιάζουν μεγαλύτερες μειώσεις εισοδημάτων και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από τις χώρες με ενισχυμένους αυτόματους σταθεροποιητές.
Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι το εγχώριο σύστημα κοινωνικής προστασίας στερείται της απαιτούμενης χρηματοδότησης- τουλάχιστον, όχι πλέον καθώς οι κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας κυμαίνονται σε ποσσοτά του ΑΕΠ αντίστοιχα με αυτά των άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πώς συνδέονται λοιπόν οι επαρκείς κοινωνικές δαπάνες με την ανεπαρκή κοινωνική προστασία; Η απάντηση βρίσκεται στο ολοφάνερα στρεβλό, κοινωνικά άδικο και οικονομικά αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε οικοδομήσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Τι πέτυχε το κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής προστασίας των τελευταίων δεκαετιών; Στο μακρο-οικονομικό πεδίο, συντέλεσε στον εκτροχιασμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρεόυς υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών. Στο μικρο-οικονομικό πεδίο, δημιούργησε στρεβλώσεις στις αγορές εργασίας, διεύρυνε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, εγκλώβησε στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής μεγάλες ομάδες του πληθυσμού («κοινωνίες των 2/3»), ενδυνάμωσε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που λειτούργησαν ως οργανωμένες ομάδες πίεσης ακυρώνοντας έτσι κάθε σοβαρή προσπάθεια οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Το μεταπολιτευτικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας αρθρώνεται γύρω από την εξυπηρέτηση πελατειακών δικτύων, την προώθηση των ειδικών συμφερόντων πολυάριθμων προσοδοθηρικών ομάδων που σχηματίζουν ισχυρές αναδιανεμητικές συσπειρώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο το κοινωνικό κράτος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ένα τείχος ορθώνεται ανάμεσα στους εντός του συστήματος και τους «εκτός συστήματος», με ελάχιστο ενδιάμεσο χώρο (οι «επί των τειχών»). Στο ελληνικό κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει χώρος για τους νέους που προσπαθούν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, τους μακροχρόνια ανέργους, τις ανύπαντρες μητέρες, τους μετανάστες, και πολλούς άλλους. Η λογική της προσοδοθηρίας που κυριαρχεί στη λειτουργία του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης φαίνεται να λειτουργεί και στη περίπτωση της διαμόρφωσης του κοινωνικού κράτους. Είναι, πχ., χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία περικόπτονται πλήθος επιδομάτων ήσσονος δημοσιονομικής σημασίας (αλλά απολύτως αναγκαία για την επιβίωση ευπαθών ομάδων- πχ. αναπηρικά επιδόματα) τη στιγμή που δίνεται αγώνας για τους φωτόπουλους αυτής της χώρας.
Είναι ενδεικτικό ότι οι προτεινόμενες «ευέλικτες» ρυθμίσεις του πρώτου Μνημονίου συνάντησαν ισχυρές αντιστάσεις στο τμήμα της προστατευμένης εργασίας και ελάχιστη στο ενδιάμεσο τμήμα. Είναι κωμικοτραγικό, οι πολιτικοί αρχηγοί να οχυρώνονται πίσω από (ανύπαρκτες) «κόκκινες γραμμές» που αφορούν τα «ευγενή» ταμεία, αντί να υπεραμύνονται για τα συμφέροντα των πλέον ευπαθών κοινωνικών ομάδων που πλήττονται άλλωστε συγκριτικά περισσότερο από την κρίση.
2. Είναι εφικτή η χρηματοδότηση των απαραίτητων βελτιώσεων στο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σε συνθήκες δημοσιονομικής λιτότητας; Πού θα βρούμε τους πόρους; Τι θα πρέπει να περικόψουμε;
Ακόμη και στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες της δημοσιονομικής λιτότητας, η οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού διχτυού ασφαλείας είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία. Αποτελεί αναγκαία συνθήκη ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Τούτο διότι, η κοινωνική συνοχή έχει μία σημαντική πολιτική διάσταση καθώς επηρεάζει την προώθηση των αναγκαιών μεταρρυθμίσεων. Σε περιβάλλον κοινωνικής διάλυσης οι πολίτες εμφανίζονται εξαιρειτικά απρόθυμοι να επωμιστούν τα βάρη που τους αναλογούν. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα τους ωθεί να αγκιστρωθούν από το διαλυμένο σκαρί, όπως ο ναυαγός πιάνεται από ένα κομμάτι ξύλο καθώς δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ακόμη, όπως δείχνουν οι πολιτικοί οικονομολόγοι Alesina και Angeletos, η οικονομική ανισότητα και η αίσθηση κοινωνικής αδικίας αυξάνουν την πίεση προς τις κυβερνήσεις για την προώθηση αναδιανεμητικών πολιτικών.
Η χρηματοδότηση ενός επαρκούς διχτυού κοινωνικής προστασίας είναι και εφικτή. Αρκεί βεβαίως να απεμπλακούμε από τις αδιέξοδες αναζητήσεις που κινούνται ανάμεσα στην ανεδαφική υπεράσπιση ενός αντιπαραγωγικού και ξεπερασμένου κοινωνικού μοντέλου και στη σχεδόν εμμονική, δογματική εφαρμογή μιας βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής. Το πραγματικό ερώτημα (πρέπει να) είναι το πώς ξοδεύεις σε συνθήκες κατάρρευσης των δημόσιων οικονομικών; Και η απάντηση βρίσκεται στην εφαρμογή πολιτικών που μπορούν να κωδικοποιηθούν με τον όρο «προοδευτική εγκράτεια». Δηλαδή, την προώθηση προοδευτικών πολιτικών που όμως τοποθετούνται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Και για να θυμηθούμε τον σπουδαίο μαρξιστή πολιτικό στοχαστή Αντόνιο Γκράμσι, «να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά».
Το ζητούμενο πρέπει να είναι η μετάβαση από το αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος στην κοινωνία της πρόνοιας, που θα συμβάλει στη παροχή υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας περιορίζοντας τις δυσλειτουργίες του κοινωνικού κράτους, αξιοποιώντας κάθε πρόσφορο τρόπο (ενθάρυνση συμμετοχής της κοινωνίας πολιτών στις πολιτικές αλληλεγγύης, κεφαλαιοποιητικοί τρόποι ασφαλιστικού συστήματος, κ.λπ.). Τούτο φαίνεται να αναγνωρίζεται τόσο από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία όσο και στο (νέο)φιλελεύθερο χώρο. Έτσι, ο θεωρητικός του μπλερικού «τρίτου δρόμου» Άντονυ Γκίντενς επισημαίνει την αναποτελεσματικότητα των κλασσικών πολιτικών επιλογών της φορολόγησης και των ολοένα αυξανόμενων δημόσιων κοινωνικών δαπανών. Αλλά και ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρήντμαν έλεγε ότι, «δεν υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς και στην επιδίωξη ευρύτερων κοινωνικών σκοπών» (δες επίσης και αρνητικό φόρο εισοδήματος- ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε το εξής: κάθε εφαρμοσμένη πολιτική πέρα από μία συγκεκριμένη οικονομική λογική ενσωματώνει και μια υπόρρητη ηθική διάσταση. Δεν μπορούμε δηλαδή να αποφύγουμε το ερώτημα του «τι είναι δίκαιο». Ποιοί ωφελούνται αλλά και ποιοί πρέπει να ωφελούνται. Σε αυτό το πλαίσιο, στον πυρήνα μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής ατζέντα, προσαρμοσμένης στις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, πρέπει να βρίσκονται παρεμβάσεις που κατευθύνονται υπέρ των λιγότερο ευνοημένων. Είναι προφανές ότι η εφαρμογή αυτής της αρχής θα οδηγούσε σε μεγάλες ανατροπές στις αγορές εργασίας και αλλού.
Πρέπει λοιπόν να ξαναδούμε από την αρχή τις επιδοματικές πολιτικές, να συζητήσουμε σοβαρά για τα εισοδηματικά κριτήρια, να σχεδιάσουμε στοχευμένες δράσεις, να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Είναι αναγκαιότητα να υπάρξει η ευρύτερη δυνατή συμφωνία σε ένα εθνικό σχέδιο που θα δώσει διέξοδο από το φαύλο κύκλο της σπάταλης χρηματοδότησης αναποτελεσματικών πολιτικών.
3. Εξ αιτίας της οικονομικής ύφεσης και των αλλαγών που επιβάλλει η τρόικα, η αγορά εργασίας γίνεται πιο ευέλικτη (απολύσεις στο δημόσιο, χαμηλότερη αποζημίωση λόγω απόλυσης στον ιδιωτικό τομέα, μείωση κατώτατων μισθών κτλ). Ο στόχος είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Θα αποδώσουν οι αλλαγές; Ποιο θα είναι το κοινωνικό κόστος τους; Μπορούμε να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα χωρίς εξαθλίωση των εργαζομένων;
Αν και το μισθολογικό κόστος επηρεάζει σημαντικά το κόστος παραγωγής, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που στηρίζεται μονοσήμαντα σε αυτό έχει τα όρια της, (και μάλλον αυτά που ήδη φαίνονται στην αύξηση των εξαγωγών των ελληνικών προϊόντων).
Αν και ορισμένοι ορθά επισημαίνουν ότι το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι, σε γενικές γραμμές, συγκρίσιμο με τα μισθολογικά κόστη των ευρωπαίων εταίρων μας, παραγνωρίζουν πως από την είσοδο της χώρας μας στην ΟΝΕ το κόστος εργασίας αυξήθηκε (περίπου 13%) τη στιγμή που μειώθηκε στις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη είναι ένα σύνθετο, πολυδιάστατο φαινόμενο και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας δεν θα προέλθει (μόνο) από την ευελιξία στην αγορά εργασίας. Είναι αναγκαίο να εξετάσουμε ολόκληρο το πλέγμα των θεσμικών ρυθμίσεων που επηρεάζουν την επιχειρηματικότητα αποθαρρύνοντας την προσέλκυση επενδύσεων. Μιλώ για τη δυσκίνητη γραφειοκρατία, το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο, τις πρακτικές «διατάσσω και ελέγχω» στις αγορές προϊόντων, τη φορολογική πολιτική, κ.λπ.
Και ακόμη πρέπει να δούμε την απουσία της «παραγωγικής γνώσης», δηλαδή της ικανότητας παραγωγής πολλών, διαφορετικών και σύνθετων προϊόντων, Εκεί δηλαδή που υστερούμε δραματικά στην παγκόσμια κατάταξη (σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή του Χάρβαρντ Ricardo Hausmann). Πρέπει λοιπόν να ξαναδούμε σοβαρά, ζητήματα όπως η αναδιάταξη των δράσεων του ΕΣΠΑ, η βιομηχανική πολιτική, οι επενδύσεις σε Έρευνα & Ανάπτυξη, κ.λπ.
Όσον αφορά τις πρόσφατες δεσμεύσεις που αναλάβαμε για τις αγορές εργασίας, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν μεσο-μακροπρόθεσμα. Οι δρομολογούμενες αλλαγές βραχυπρόθεσμα θα οδηγήσουν σε σημαντική υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου και θα έχουν ανυπολόγιστο κοινωνικό κόστος. Θα αυξήσουν κατακόρυφα τη ζήτηση για παροχή κοινωνικών υπηρεσιών περιορίζοντας τους (μάλλον φιλόδοξους) στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αν έπρεπε να διαπραγματευτούν κάτι οι πολιτικοί αρχηγοί, τούτο θα έπρεπε να είναι ένα αποτελεσματικό «δημοσιονομικό μαξιλάρι» για τη βραχυπρόθεσμη απορρόφηση των αρνητικών συνεπειών της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο «δημοσιονομικό περιθώριο», ενδεχομένως με την εξαίρεσή του από τους στόχους του πλεονασματικού προϋπολογισμού (κατά το παράδειγμα των τόκων). Και ακόμη, να αναθεωρήσουν το ΕΣΠΑ στην κατεύθυνση του αναπροσανατολισμού των πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου με την ενίσχυση των δράσεων κατάρτισης ανέργων, επιμόρφωσης. Ιδέες υπάρχουν, τα παραδείγματα εφαρμοσμένης πολιτικής αφθονούν. Η πολιτική βούληση και η κοινωνική συναίνεση είναι αυτές που απουσιάζουν.
4. Η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ εκπροσωπούν τις προστατευμένες ομάδες σε Δημόσιο, ΔΕΚΟ και Τράπεζες. Τι γίνεται στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα; Πώς μπορούν να προστατευθούν οι εργαζόμενοι εκεί από την αυθαιρεσία των εργοδοτών; Είναι καλή ιδέα η ευελιξία με ασφάλεια (flexicurity) που προτείνουν οι Ευρωπαίοι;
Η εγχώρια αγορά εργασίας χωρίζεται στο τμήμα που απολαμβάνει υψηλή εργασιακή ασφάλεια (και σε ορισμένες περιπτώσεις σκανδαλώδη προνόμια-συμβάσεις εργασίας, αμοιβές, κ.ά.) και σε εκείνο το (συνεχώς διευρυνόμενο) τμήμα που εργάζεται σε συνθήκες «ημι-παρανομίας» («γκρίζα», ανασφάλιστη, αδήλωτη εργασία) και βιώνει καταστάσεις που θα αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τον Κάρολο Ντίκενς. Η εργατική νομοθεσία απλά δεν αφορά την ελληνική πραγματικότητα (πλην των μεγάλων επιχειρήσεων που όμως είναι ολιγάριθμες, του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα και των τραπεζών).
Αρκεί κάποιος να δει τα επαγγελματικά, εισοδηματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των εκπροσώπων των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ (τα στατιστικά στοιχεία αφθονούν) για να διαπιστώσει ότι συγκεκριμένες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες υπερ-εκπροσωπούνται ενώ κάποιες άλλες ομάδες απουσιάζουν παντελώς. Θα είχε, πχ., ενδιαφέρον να εκπροσωπούνταν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις οι άνεργοι καθώς έχουν συμφέροντα στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας και των πολιτικών απασχόλησης (stakeholders). Και θα είχε ακόμη ενδιαφέρον να βλέπαμε, πχ., στην καρέκλα του προέδρου της ΓΣΕΕ μια εργαζόμενη μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Αναφορικά με τις διάφορες πολιτικές της «ευελιξίας με ασφάλεια» (flexicurity), είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές. Κάθε χώρα πρέπει να προσαρμόσει το σύστημα κοινωνικής προστασίας της στις ιδιαίτερες συνθήκες και τις ανάγκες της. Με αυτή την απαραίτητη υπόμνηση, πρόκειται για μια ιδέα που θα πρέπει να προωθήσουμε άμεσα.
Η εγχώρια αγορά εργασίας δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, κυρίως στο κομμάτι της δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης. Στην Ελλάδα ο πλούτος δε μετατρέπεται σε επενδύσεις που ευνοούν την απασχόληση. Ενδεικτικά αναφέρω ότι, την περίοδο 1995-2001 η μέση μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κυμάνθηκε γύρω στο 3,3% και της Ε.Ε. στο 2,4% ενώ, η μέση αύξηση της απασχόλησης ήταν 0,3% και 1,2% αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, το κυριότερο πρόβλημα της χώρας μας μπορεί να περιγραφεί ως «ανάπτυξη χωρίς θέσεις εργασίας». Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι, σε γενικές γραμμές, στην εγχώρια αγορά εργασίας προστατεύεται η θέση και όχι ο εργαζόμενος.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε τον τρόπο λειτουργίας των σκανδιναβικών μοντέλων ευέλικτης απασχόλησης και να τα συγκρίνουμε με τα κρατικιστικά μοντέλα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Τα σκανδιναβικά μοντέλα καθιστούν ευκολότερες τις απολύσεις, παράλληλα όμως διευκολύνουν τις προσλήψεις και απλώνουν ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας στους ανέργους και συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην αναζήτηση εργασίας. Έτσι, στη Δανία το 30% των εργαζομένων αλλάζει απασχόληση μέσα στο ίδιο έτος νοιώθοντας εργασιακή σιγουριά, σε αντίθεση με τους Έλληνες που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της εργασιακής ανασφάλειας (στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας) καθώς γνωρίζουν ότι αν χάσουν τη θέση τους δύσκολα θα βρουν την επόμενη απασχόληση.
Χάριν συντομίας, τρεις παρατηρήσεις που συνηγορούν υπέρ των ευέλικτων αγορών εργασίας:
α. Οι υπερ-ρυθμισμένες αγορές εργασίας ενισχύουν τη σκιώδη αγορά εργασίας, ενθαρρύνοντας την αδήλωτη απασχόληση και την εισφοροδιαφυγή. Αντίθετα, οι ευέλικτες αγορές εργασίας διευκολύνουν τη μεταφορά μορφών απασχόλησης από την παραοικονομία στην επίσημη οικονομία.
β. Οι ευέλικτες αγορές εργασίας μεσοπρόθεσμα διευκολύνουν τους ανέργους στην εύρεση εργασίας ενώ μακροπρόθεσμα οδηγούν σε αύξηση των μισθών του συνόλου των εργαζομένων. Αξιοποιούν καλύτερα το ανθρώπινο κεφάλαιο και συμβάλουν στη προσέλκυση κυρίως ξένων επενδύσεων.
γ. Η συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (σύμφωνα με τη θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών) δημιουργεί πρόσθετη αναγκαιότητα ευελιξίας στις αγορές εργασίας (ευελιξία μισθών και κινητικότητα εργασίας) προκειμένου να απορροφήσουν τις ασύμμετρες διαταραχές οι αναπτυξιακά αποκλίνουσες χώρες (όπως η δική μας).
Τέλος, από οικονομική άποψη, η ύπαρξη των εργατικών συνδικάτων μπορεί να συμβάλει στον εξορθολογισμό της αγοράς εργασίας. Με την απαραίτητη υπόμνηση βέβαια πως πολλά πρέπει να αλλάξουν στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον τρόπο λειτουργίας τους (πχ. καθιέρωση μυστικής ψηφοφορίας στους χώρους εργασίας για την απόφαση απεργίας). Και κυρίως, με το να πάψουν να λειτουργούν συντεχνιακά και να προσανατολίζονται σε οριζόντιες διεκδικήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ένα από τα πλέον επιτυχημένα μοντέλα κοινωνικής προστασίας (το δανικό) βασίζεται στην παραδοσιακή συνεννόηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι μέλος της επιστημονικής επιτροπής του "forum για την Ελλάδα"
Δεν υπάρχουν σχόλια
ΠΡΟΣΟΧΗ! Την ευθύνη για το περιεχόμενο των σχολίων φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας τους και όχι το site. Η ανάρτηση των σχολίων μπορεί να έχει μια μικρή χρονική καθυστέρηση