Από το badmoney.gr Το τελευταίο 18μήνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στάθηκε κυριολεκτικά ο σωτήρας της Ευρωζώνης. Όσο οι πολιτικοί πήγαιν...
Από το badmoney.gr
Το τελευταίο 18μήνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στάθηκε κυριολεκτικά ο σωτήρας της Ευρωζώνης. Όσο οι πολιτικοί πήγαιναν από αναβολή σε αναβολή, η ΕΚΤ αξιοποίησε το ειδικό καθεστώς της ως του μοναδικού ευρωπαϊκού θεσμού με δυνατότητα αποφασιστικής δράσης προκειμένου να παρεμβαίνει γρήγορα στις εξελίξεις. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι δίχως τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ στα πρώτα στάδια της κρίσης, η Ευρωζώνη θα ήταν σήμερα σε πολύ χειρότερη κατάσταση – ενδεχομένως να είχε κιόλας καταρρεύσει. Πλέον όμως η κρίση έχει περάσει σε ένα νέο και πολύ πιο επικίνδυνο στάδιο για το οποίο η ΕΚΤ δεν είναι καλά 'εξοπλισμένη'. Κι από εκεί που ήταν ο σωτήρας του ευρώ, μπορεί τώρα να...
μετατραπεί στη μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση του κοινού νομίσματος.
Τόσο η ισχύς όσο και η αδυναμία της ΕΚΤ πηγάζουν από την ανεξαρτησία της. Η ΕΚΤ διαφέρει από όλες τις άλλες κεντρικές τράπεζες. Δεν λογοδοτεί ευθέως σε καμιά κυβέρνηση, ενεργεί για λογαριασμό και των 17 κρατών μελών της ΟΝΕ. Προκειμένου να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, οι ιδρυτές του ευρώ έθεσαν αυστηρά όρια στην εντολή της: διέκριναν κάθετα τις αρμοδιότητες μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει μόνο μια εντολή – τη σταθερότητα των τιμών – και δεν έχει καμία αρμοδιότητα να διασφαλίζει τη δημοσιονομική σταθερότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει συγχύσεις μεταξύ νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών και να δημιουργήσει πιέσεις για επέκταση του ισολογισμού της.
Ο περιορισμός της εντολής της ΕΚΤ δεν απέτρεψε, ωστόσο, τις παρεμβάσεις της κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης. Η ΕΚΤ ενήργησε σαν ένας παραδοσιακός δανειστής εσχάτου καταφυγίου για το υπό πίεση ευρισκόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα προσφέροντάς του απεριόριστη ρευστότητα μέχρι ένα χρόνο – στο όνομα της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών. Όταν η κρίση πέρασε στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων η ΕΚΤ παρενέβη ξανά με το πρόγραμμα αγοράς τίτλων από τις δευτερογενείς αγορές κι άρχισε να αγοράζει κρατικά ομόλογα προκειμένου να σταθεροποιήσει τις αποδόσεις τους – και αυτό το δικαιολόγησε ως παρέμβαση για την αποκατάσταση ενός ζωτικού συστατικού του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής της πολιτικής. Για πολύ καιρό όλα αυτά απέδιδαν: η ΕΚΤ επέκτεινε τον προϋπολογισμό της μόλις κατά 71% σε σύγκριση με το 229% της αμερικανικής FED και το 193% της Τράπεζας της Αγγλίας, αποκαθιστώντας την ανάπτυξη για την οικονομία της Ευρωζώνης και διατηρώντας τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο του 2%.
Αλλά η προσέγγιση της ΕΚΤ στη διαχείριση της κρίσης ήταν πάντα διαμφισβητούμενη. Έχοντας συνείδηση των περιορισμών της εντολής και των δυνατοτήτων της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας σοβαρής διάχυσης της μόλυνσης στην Ευρωζώνη, ο πρόεδρός της Ζαν Κλοντ Τρισέ επέμεινε κατηγορηματικά στο ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έπρεπε να μην κάνουν απολύτως τίποτα ικανό να θέσει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης. Όταν κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα της Ιρλανδίας η ΕΚΤ ζήτησε από το Δουβλίνο να σώσει όλους τους πιστωτές των τραπεζών. Με τον ίδιο τρόπο, όταν έγινε πήρε διαστάσεις η ελληνική κρίση χρέους η ΕΚΤ επέμεινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποφύγει το χρεοστάσιο με κάθε κόστος. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι κατανοητή, ήταν όμως κι άδικη. Ο ιρλανδικός λαός πλήρωσε βαρύτατο κόστος για την απόφαση της ΕΚΤ να διαφυλάξει την εμπιστοσύνη στις αγορές τραπεζικών ομολόγων ενώ ανάλογο κόστος ανέλαβαν και οι Έλληνες φορολογούμενοι προκειμένου να διατηρήσουν την ακεραιότητα των αγορών κρατικών ομολόγων. Οι ομολογιούχοι τραπεζών και κρατών επρόκειτο να αποπληρωθούν στο ακέραιο ενώ οι ζημιές κοινωνικοποιούνταν – αν και στο τέλος θα πληρωθούν από τους φορολογούμενους του πλούσιου Βορρά. Εντωμεταξύ η κατάρρευση στις περιφερειακές αγορές υποχρέωνε την ΕΚΤ να αναλάβει τη χρηματοδότηση τραπεζών και κρατών εκθέτοντας τον ισολογισμό της σε αυξανόμενο πιστωτικό κίνδυνο.
Στην πραγματικότητα η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει καταρρεύσει από τον Οκτώβριο του 2010 με τη σύσκεψη της Ντοβίλ, όπου Μέρκελ και Σαρκοζί συμφώνησαν πως οι ομολογιούχοι θα έπρεπε να αναλάβουν ζημιές μετά το 2013. Κατά μία εκτίμηση η απόφαση αυτή ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό σφάλμα στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ' άλλες ήταν απλά η αναπόφευκτη απάντηση στην πολιτική πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση εκεί άλλαξε ολοκληρωτικά η δυναμική της κρίσης. Η μόλυνση που ως τότε η ΕΚΤ προσπαθούσε να περιορίσει, απλώθηκε αμέσως και στις άλλες περιφερειακές χώρες. Μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες η Ιρλανδία και η Πορτογαλία υποχρεώθηκαν να ζητήσουν διάσωση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και όταν το περασμένο καλοκαίρι η Γερμανία, ενεργώντας στη βάση του πνεύματος της Ντοβίλ, επέμεινε πως οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων έπρεπε να δεχτούν ζημιές προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη ελληνική διάσωση, είδαμε την περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης με μετάσταση στην Ιταλία, την Ισπανία αλλά και τη Γαλλία.
Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε η ΕΚΤ να έχει αλλάξει προσέγγιση. Τα κρατικά και τραπεζικά ομόλογα της Ευρωζώνης ενέχουν σήμερα πιστωτικό κίνδυνο και ο κίνδυνος αυτός περνά και κάθεται πάνω στον ισολογισμό της ΕΚΤ. Από το καλοκαίρι η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε ζητήσει από τα κράτη της Ευρωζώνης ρητές εγγυήσεις για όποιες ζημιές ενδεχομένως υποστεί. Πηγές από το εσωτερικό της τράπεζας υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος και θα υπονόμευε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, γιατί αν λάβαινε τις εγγυήσεις, θα ήταν πιο δύσκολο στη συνέχεια να αντιστέκεται στις πιέσεις των κυβερνήσεων να αγοράσει τα ομόλογά τους. Η δικαιολογία αυτή όμως δεν πείθει: οι εγγυήσεις των κρατών προς την ΕΚΤ δεν εγείρουν καμιά υποχρέωση, απλά παρέχουν δημοκρατική νομιμότητα στη δράση της. Συν ότι μεταφέρουν το βάρος της επιβολής της δημοσιονομικής πειθαρχίας στις δημοσιονομικές αρχές, όπου όντως ανήκει.
Αυτό δεν έγινε και έτσι η ΕΚΤ βρίσκεται κιόλας στο κέντρο μιας νέας πολιτικής καταιγίδας. Το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας είναι πλέον διχασμένο και δύο από τα πιο ισχυρά μέλη του έχουν παραιτηθεί. Οι διαρροές στον Τύπο λένε πως ο παραιτηθείς επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ οργανώνει συναντήσεις με άλλα μέλη του ΔΣ προκειμένου να αποτρέψει τη συνέχιση της πολιτικής αγοράς ομολόγων. Ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του ΔΣ, που σε ένα μήνα θα διαδεχτεί τον Ζαν Κλοντ Τρισέ στην προεδρία της ΕΚΤ, υποστήριξε την περασμένη βδομάδα πως τα μέλη που ασκούν κριτική στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δεν έχουν καμιά εμπειρία στη διαχείριση μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και δεν κατανοούν τους περιορισμούς του θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης. Ίσως και να έχει δίκιο. Ισχύει όμως και το ότι οι κριτικές φωνές κατανοούν πολύ καλά τις επιπτώσεις της του τι θα πει ένα μη εκλεγμένο ευρωπαϊκό σώμα να παραβιάζει τα όρια της εντολής του.
Σύντομα ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι. Οι αγορές δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι έρχεται ελληνικό χρεοστάσιο. Από τη στιγμή που θα έρθει, οι κανόνες της ΕΚΤ δεν θα της επιτρέπουν να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες. Αυτή τη φορά η ΕΚΤ πρέπει να ζητήσει οριστικά εγγυήσεις για τις ζημιές της, υποστηρίζουν πηγές από το εσωτερικό της τράπεζας. Αυτό όμως απαιτεί τη συμφωνία και των 17 κρατών-μελών. Θα συμφωνήσουν όλα τα κράτη μέλη στην ανάληψη των ζημιών της ΕΚΤ που θα επιβαρύνουν τους φορολογουμένους τους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η Ελλάδα η οποία δεν κατάφερε να συμμορφωθεί με τους όρους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων της; Δεν υπάρχει περίπτωση και ίσως γι' αυτό οι Γερμανοί πιέζουν σήμερα την Ελλάδα ώστε να πετύχουν την κατά 90% τουλάχιστον συμμόρφωσή της με τους στόχους του προγράμματός της. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η στιγμή έρχεται κι εκεί θα κριθείτο μέλλον του ευρώ. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να περιμένει μέχρι τότε προκειμένου να ζητήσει ρητές εγγυήσεις από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης.
μετατραπεί στη μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση του κοινού νομίσματος.
Τόσο η ισχύς όσο και η αδυναμία της ΕΚΤ πηγάζουν από την ανεξαρτησία της. Η ΕΚΤ διαφέρει από όλες τις άλλες κεντρικές τράπεζες. Δεν λογοδοτεί ευθέως σε καμιά κυβέρνηση, ενεργεί για λογαριασμό και των 17 κρατών μελών της ΟΝΕ. Προκειμένου να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, οι ιδρυτές του ευρώ έθεσαν αυστηρά όρια στην εντολή της: διέκριναν κάθετα τις αρμοδιότητες μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Η ΕΚΤ έχει μόνο μια εντολή – τη σταθερότητα των τιμών – και δεν έχει καμία αρμοδιότητα να διασφαλίζει τη δημοσιονομική σταθερότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει συγχύσεις μεταξύ νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών και να δημιουργήσει πιέσεις για επέκταση του ισολογισμού της.
Ο περιορισμός της εντολής της ΕΚΤ δεν απέτρεψε, ωστόσο, τις παρεμβάσεις της κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης. Η ΕΚΤ ενήργησε σαν ένας παραδοσιακός δανειστής εσχάτου καταφυγίου για το υπό πίεση ευρισκόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα προσφέροντάς του απεριόριστη ρευστότητα μέχρι ένα χρόνο – στο όνομα της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών. Όταν η κρίση πέρασε στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων η ΕΚΤ παρενέβη ξανά με το πρόγραμμα αγοράς τίτλων από τις δευτερογενείς αγορές κι άρχισε να αγοράζει κρατικά ομόλογα προκειμένου να σταθεροποιήσει τις αποδόσεις τους – και αυτό το δικαιολόγησε ως παρέμβαση για την αποκατάσταση ενός ζωτικού συστατικού του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής της πολιτικής. Για πολύ καιρό όλα αυτά απέδιδαν: η ΕΚΤ επέκτεινε τον προϋπολογισμό της μόλις κατά 71% σε σύγκριση με το 229% της αμερικανικής FED και το 193% της Τράπεζας της Αγγλίας, αποκαθιστώντας την ανάπτυξη για την οικονομία της Ευρωζώνης και διατηρώντας τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο του 2%.
Αλλά η προσέγγιση της ΕΚΤ στη διαχείριση της κρίσης ήταν πάντα διαμφισβητούμενη. Έχοντας συνείδηση των περιορισμών της εντολής και των δυνατοτήτων της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας σοβαρής διάχυσης της μόλυνσης στην Ευρωζώνη, ο πρόεδρός της Ζαν Κλοντ Τρισέ επέμεινε κατηγορηματικά στο ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έπρεπε να μην κάνουν απολύτως τίποτα ικανό να θέσει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης. Όταν κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα της Ιρλανδίας η ΕΚΤ ζήτησε από το Δουβλίνο να σώσει όλους τους πιστωτές των τραπεζών. Με τον ίδιο τρόπο, όταν έγινε πήρε διαστάσεις η ελληνική κρίση χρέους η ΕΚΤ επέμεινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποφύγει το χρεοστάσιο με κάθε κόστος. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι κατανοητή, ήταν όμως κι άδικη. Ο ιρλανδικός λαός πλήρωσε βαρύτατο κόστος για την απόφαση της ΕΚΤ να διαφυλάξει την εμπιστοσύνη στις αγορές τραπεζικών ομολόγων ενώ ανάλογο κόστος ανέλαβαν και οι Έλληνες φορολογούμενοι προκειμένου να διατηρήσουν την ακεραιότητα των αγορών κρατικών ομολόγων. Οι ομολογιούχοι τραπεζών και κρατών επρόκειτο να αποπληρωθούν στο ακέραιο ενώ οι ζημιές κοινωνικοποιούνταν – αν και στο τέλος θα πληρωθούν από τους φορολογούμενους του πλούσιου Βορρά. Εντωμεταξύ η κατάρρευση στις περιφερειακές αγορές υποχρέωνε την ΕΚΤ να αναλάβει τη χρηματοδότηση τραπεζών και κρατών εκθέτοντας τον ισολογισμό της σε αυξανόμενο πιστωτικό κίνδυνο.
Στην πραγματικότητα η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει καταρρεύσει από τον Οκτώβριο του 2010 με τη σύσκεψη της Ντοβίλ, όπου Μέρκελ και Σαρκοζί συμφώνησαν πως οι ομολογιούχοι θα έπρεπε να αναλάβουν ζημιές μετά το 2013. Κατά μία εκτίμηση η απόφαση αυτή ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό σφάλμα στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ' άλλες ήταν απλά η αναπόφευκτη απάντηση στην πολιτική πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση εκεί άλλαξε ολοκληρωτικά η δυναμική της κρίσης. Η μόλυνση που ως τότε η ΕΚΤ προσπαθούσε να περιορίσει, απλώθηκε αμέσως και στις άλλες περιφερειακές χώρες. Μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες η Ιρλανδία και η Πορτογαλία υποχρεώθηκαν να ζητήσουν διάσωση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και όταν το περασμένο καλοκαίρι η Γερμανία, ενεργώντας στη βάση του πνεύματος της Ντοβίλ, επέμεινε πως οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων έπρεπε να δεχτούν ζημιές προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη ελληνική διάσωση, είδαμε την περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης με μετάσταση στην Ιταλία, την Ισπανία αλλά και τη Γαλλία.
Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε η ΕΚΤ να έχει αλλάξει προσέγγιση. Τα κρατικά και τραπεζικά ομόλογα της Ευρωζώνης ενέχουν σήμερα πιστωτικό κίνδυνο και ο κίνδυνος αυτός περνά και κάθεται πάνω στον ισολογισμό της ΕΚΤ. Από το καλοκαίρι η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε ζητήσει από τα κράτη της Ευρωζώνης ρητές εγγυήσεις για όποιες ζημιές ενδεχομένως υποστεί. Πηγές από το εσωτερικό της τράπεζας υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος και θα υπονόμευε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, γιατί αν λάβαινε τις εγγυήσεις, θα ήταν πιο δύσκολο στη συνέχεια να αντιστέκεται στις πιέσεις των κυβερνήσεων να αγοράσει τα ομόλογά τους. Η δικαιολογία αυτή όμως δεν πείθει: οι εγγυήσεις των κρατών προς την ΕΚΤ δεν εγείρουν καμιά υποχρέωση, απλά παρέχουν δημοκρατική νομιμότητα στη δράση της. Συν ότι μεταφέρουν το βάρος της επιβολής της δημοσιονομικής πειθαρχίας στις δημοσιονομικές αρχές, όπου όντως ανήκει.
Αυτό δεν έγινε και έτσι η ΕΚΤ βρίσκεται κιόλας στο κέντρο μιας νέας πολιτικής καταιγίδας. Το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας είναι πλέον διχασμένο και δύο από τα πιο ισχυρά μέλη του έχουν παραιτηθεί. Οι διαρροές στον Τύπο λένε πως ο παραιτηθείς επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ οργανώνει συναντήσεις με άλλα μέλη του ΔΣ προκειμένου να αποτρέψει τη συνέχιση της πολιτικής αγοράς ομολόγων. Ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του ΔΣ, που σε ένα μήνα θα διαδεχτεί τον Ζαν Κλοντ Τρισέ στην προεδρία της ΕΚΤ, υποστήριξε την περασμένη βδομάδα πως τα μέλη που ασκούν κριτική στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δεν έχουν καμιά εμπειρία στη διαχείριση μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και δεν κατανοούν τους περιορισμούς του θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης. Ίσως και να έχει δίκιο. Ισχύει όμως και το ότι οι κριτικές φωνές κατανοούν πολύ καλά τις επιπτώσεις της του τι θα πει ένα μη εκλεγμένο ευρωπαϊκό σώμα να παραβιάζει τα όρια της εντολής του.
Σύντομα ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι. Οι αγορές δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι έρχεται ελληνικό χρεοστάσιο. Από τη στιγμή που θα έρθει, οι κανόνες της ΕΚΤ δεν θα της επιτρέπουν να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες. Αυτή τη φορά η ΕΚΤ πρέπει να ζητήσει οριστικά εγγυήσεις για τις ζημιές της, υποστηρίζουν πηγές από το εσωτερικό της τράπεζας. Αυτό όμως απαιτεί τη συμφωνία και των 17 κρατών-μελών. Θα συμφωνήσουν όλα τα κράτη μέλη στην ανάληψη των ζημιών της ΕΚΤ που θα επιβαρύνουν τους φορολογουμένους τους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η Ελλάδα η οποία δεν κατάφερε να συμμορφωθεί με τους όρους των ευρωπαϊκών προγραμμάτων της; Δεν υπάρχει περίπτωση και ίσως γι' αυτό οι Γερμανοί πιέζουν σήμερα την Ελλάδα ώστε να πετύχουν την κατά 90% τουλάχιστον συμμόρφωσή της με τους στόχους του προγράμματός της. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η στιγμή έρχεται κι εκεί θα κριθείτο μέλλον του ευρώ. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να περιμένει μέχρι τότε προκειμένου να ζητήσει ρητές εγγυήσεις από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης.
Στο σημείο μηδέν.
ΑπάντησηΔιαγραφή