Από το sofokleous10.gr Η κρίση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης δείχνει να επιβεβαιώνει τη μακρόχρονη πεποίθησ...
Από το sofokleous10.gr
Η κρίση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης δείχνει να επιβεβαιώνει τη μακρόχρονη πεποίθηση ότι η νομισματική ένωση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει δίχως την πολιτική ένωση. Πολλοί ήσαν εκείνοι που υποστήριζαν ότι το σχέδιο του ευρώ ήταν πρωθύστερο, και ότι έπρεπε να έχει προηγηθεί είτε τουλάχιστον να συνοδεύονταν από μια πολιτική ευρωπαϊκή ένωση. Πολλοί παρατηρητές ερμηνεύουν σήμερα τα πολύμορφα μέτρα που περιλαμβάνει η ευρωπαϊκή διάσωση για τη στήριξη της Ελλάδας και των άλλων κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ως ένα βήμα προς την κατεύθυνση της πολιτικής ένωσης. Πρέπει λοιπόν οι παλαιοί υποστηρικτές της πολιτικής ένωσης να είναι ικανοποιημένοι με τις παρούσες εξελίξεις;
Όχι, κάθε άλλο. Η σύνδεση της αρχικής ιδέας της...
πολιτικής ένωσης με τις εξελίξεις που δρομολογούνται σήμερα έχει πολλά λογικά κενά και ενέχει σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Με δυο λόγια, μια συνεπής έννοια πολιτικής ένωσης θα πρέπει να βασίζεται σε ένα Σύνταγμα και να περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέλη του οποίου θα εκλέγονται σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές.
Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων των φορολογουμένων διακυβεύεται προκειμένου να ‘σωθεί’ το ευρώ. Κι όμως, το συμπέρασμα που κυριαρχεί είναι πως αυτή η διαδικασία μας οδηγεί σταδιακά στην πολιτική ένωση, η οποία σχηματίζεται στη βάση των αυστηρών όρων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη τα οποία παραβιάζουν τους κανόνες με αντάλλαγμα τη βοήθεια που τους χορηγείται – όρων που ενέχουν έναν τύπο ευρωπαϊκού ελέγχου πάνω σε κομμάτια της εθνικής πολιτικής των κρατών μελών.
Αν αυτοί οι όροι οδηγούν σε μεταρρυθμίσεις – που από χρόνια πάμπολλες χώρες θα έπρεπε να έχουν κάνει – είναι καλοδεχούμενοι. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να είναι σίγουρο ότι η συμμετοχή του στο ευρώ – ακόμα κι αν έχει κατ’ επανάληψη παραβιάσει τους κανόνες – του εξασφαλίζει τη διάσωσή του με κάθε κόστος ενέχει σημαντικό ηθικό κίνδυνο και αφήνει περιθώρια για εκβιασμούς.
Οι αποφάσεις της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής της 21ης Ιουλίου ενισχύουν τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και προσφέρουν περαιτέρω βοήθεια προς την Ελλάδα. Ενισχύουν επίσης την ανάμειξη της Ευρώπης στην εσωτερική πολιτική των κρατών μελών της. Όμως δεν συνιστούν μια κίνηση προς την κατεύθυνση μιας πραγματικής πολιτικής ένωσης. Αντιθέτως, αποτελούν ένα επικίνδυνο βήμα που στο τέλος μπορεί να καταλήξει στην εκ νέου διαίρεση της Ευρώπης.
Οι περισσότεροι παρατηρητές ορθά ερμηνεύουν την σημερινή, υπό εξέλιξη, διαδικασία αύξησης ενός κοινού ευρωπαϊκού παθητικού ως ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης του ευρωομολόγου. Η ιδέα της έκδοσης ενός κοινού ομολόγου, εγγυημένου απ’ όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, μπορεί να μοιάζει εύλογη καθώς θα οδηγήσει στην άμεση μείωση των επιτοκίων για τις υπερχρεωμένες χώρες. Παρά ταύτα παράγει κι ένα πρόβλημα, από τη στιγμή που παράλληλα συνεπάγεται την αύξηση των επιτοκίων για τις χώρες που διατηρούν την αξιοπιστία τους στις αγορές. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων για τις αξιόπιστες χώρες θα είναι αμελητέα είτε υποκύπτουν σε ψευδαισθήσεις είτε εν γνώσει τους υποτιμούν τον κίνδυνο.
Το κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο θα ανακουφίσει κάποιες χώρες από το βάρος του χρέους τους και από τις ευθύνες τους για την κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση δημοσιονομική τους ανευθυνότητα. Μπορούμε να φανταστούμε τους μελλοντικούς ηθικούς κινδύνους: ευρωομόλογο σημαίνει ανταμοιβή για την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας και τιμωρία για τη δημοσιονομική ορθότητα. Συν τοις άλλοις, η ενεχόμενη μεταφορά των χρημάτων των φορολογουμένων θα λάβει χώρα δίχως τη συναίνεση των εθνικών κοινοβουλίων – μια σοβαρότατη παραβίαση της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής ‘όχι φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση’.
Οι υποδείξεις για το πώς η έκδοση των ευρωομολόγων μπορεί να παραμείνει περιορισμένη και υπό έλεγχο δεν έχουν πείσει. Σχεδόν όλες οι συνθήκες που διασφάλιζαν τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη παραβιάστηκαν ξανά και ξανά. Τα χειρότερα παραδείγματα τα έδωσαν η Γαλλία και η Γερμανία το 2002-03, όταν παραβίασαν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι βεβαίως καλοδεχούμενη. Παρά ταύτα, η αρνητική ιστορική εμπειρία από την έναρξη της νομισματικής ένωσης αλλά και κάθε ανάλυση των κινήτρων που ενέχονται στην πολιτική διαδικασία μας δίνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ο πολιτικός έλεγχος των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών στο ευρωπαϊκό επίπεδο πάντα θα υπονομεύεται από τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα. Η ιδέα ότι μια νέα ευρωπαϊκή διαδικασία για τη μεταφορά των χρημάτων των φορολογουμένων, που δεν είναι ούτε δημοκρατική, ούτε διέπεται από αρχές που στηρίζουν τη δημοσιονομική ορθότητα, θα μας φέρει στην πολιτική ένωση είναι ολοκληρωτικά παραπλανητική.
Η ΟΝΕ βασίστηκε σε κανόνες που εγγράφηκαν σε διεθνείς συνθήκες. Το ευρώ δημιουργήθηκε ως ένα ‘αποπολιτικοποιημένο νόμισμα’ – και για τη σταθερότητά του τα κράτη εμπιστεύτηκαν μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα με την ξεκάθαρη εντολή να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών. Κάθε προσπάθεια για τη ‘σωτηρία’ της νομισματικής ένωσης μέσα από συμφωνίες που μεταφέρουν εθνική κυριαρχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι παραβιάσεις των βασικών συνθηκών έχουν αποτελέσει κανονικότητα, στερείται κάθε λογικής. Στο τέλος θα καταλήξει μόνο στην περαιτέρω αποξένωση των λαών από την ίδια την Ευρώπη.
Η νομισματική ένωση και το σταθερό ευρώ μπορούν να επιβιώσουν μόνο εφόσον γίνεται πλήρως σεβαστή η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να απέχει από κάθε ενέργεια δημοσιονομικής πολιτικής. Συνεπώς, η αλλαγή της ρήτρας περί ‘μη διάσωσης’ προς την κατεύθυνση ενός καθεστώτος που θα επιτρέπει τη διάσωση των κρατών μελών δεν αποτελεί ένα βήμα προς μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική ένωση. Αντιθέτως, είναι ένα βήμα σε έναν ολισθηρό δρόμο προς ένα καθεστώς δημοσιονομικής απειθαρχίας που θα αποσπά πόρους από τα αξιόπιστα κράτη και θα τα ρίχνει στο τέλμα της υπερχρέωσης.
Αυτή η πολιτική ένωση δεν πρόκειται να επιβιώσει. Οι αντιστάσεις των λαών θα οδηγήσουν στην κατάρρευσή της. Ας μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν οι φωνές ‘όχι φόρους χωρίς αντιπροσώπευση’ οδήγησαν σε έναν πόλεμο. Αυτή τη φορά απειλούν να οδηγήσουν στην κατάρρευση του πιο επιτυχημένου σχεδίου οικονομικής ολοκλήρωσης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Όχι, κάθε άλλο. Η σύνδεση της αρχικής ιδέας της...
πολιτικής ένωσης με τις εξελίξεις που δρομολογούνται σήμερα έχει πολλά λογικά κενά και ενέχει σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Με δυο λόγια, μια συνεπής έννοια πολιτικής ένωσης θα πρέπει να βασίζεται σε ένα Σύνταγμα και να περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέλη του οποίου θα εκλέγονται σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές.
Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων των φορολογουμένων διακυβεύεται προκειμένου να ‘σωθεί’ το ευρώ. Κι όμως, το συμπέρασμα που κυριαρχεί είναι πως αυτή η διαδικασία μας οδηγεί σταδιακά στην πολιτική ένωση, η οποία σχηματίζεται στη βάση των αυστηρών όρων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη τα οποία παραβιάζουν τους κανόνες με αντάλλαγμα τη βοήθεια που τους χορηγείται – όρων που ενέχουν έναν τύπο ευρωπαϊκού ελέγχου πάνω σε κομμάτια της εθνικής πολιτικής των κρατών μελών.
Αν αυτοί οι όροι οδηγούν σε μεταρρυθμίσεις – που από χρόνια πάμπολλες χώρες θα έπρεπε να έχουν κάνει – είναι καλοδεχούμενοι. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να είναι σίγουρο ότι η συμμετοχή του στο ευρώ – ακόμα κι αν έχει κατ’ επανάληψη παραβιάσει τους κανόνες – του εξασφαλίζει τη διάσωσή του με κάθε κόστος ενέχει σημαντικό ηθικό κίνδυνο και αφήνει περιθώρια για εκβιασμούς.
Οι αποφάσεις της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής της 21ης Ιουλίου ενισχύουν τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και προσφέρουν περαιτέρω βοήθεια προς την Ελλάδα. Ενισχύουν επίσης την ανάμειξη της Ευρώπης στην εσωτερική πολιτική των κρατών μελών της. Όμως δεν συνιστούν μια κίνηση προς την κατεύθυνση μιας πραγματικής πολιτικής ένωσης. Αντιθέτως, αποτελούν ένα επικίνδυνο βήμα που στο τέλος μπορεί να καταλήξει στην εκ νέου διαίρεση της Ευρώπης.
Οι περισσότεροι παρατηρητές ορθά ερμηνεύουν την σημερινή, υπό εξέλιξη, διαδικασία αύξησης ενός κοινού ευρωπαϊκού παθητικού ως ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης του ευρωομολόγου. Η ιδέα της έκδοσης ενός κοινού ομολόγου, εγγυημένου απ’ όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, μπορεί να μοιάζει εύλογη καθώς θα οδηγήσει στην άμεση μείωση των επιτοκίων για τις υπερχρεωμένες χώρες. Παρά ταύτα παράγει κι ένα πρόβλημα, από τη στιγμή που παράλληλα συνεπάγεται την αύξηση των επιτοκίων για τις χώρες που διατηρούν την αξιοπιστία τους στις αγορές. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων για τις αξιόπιστες χώρες θα είναι αμελητέα είτε υποκύπτουν σε ψευδαισθήσεις είτε εν γνώσει τους υποτιμούν τον κίνδυνο.
Το κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο θα ανακουφίσει κάποιες χώρες από το βάρος του χρέους τους και από τις ευθύνες τους για την κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση δημοσιονομική τους ανευθυνότητα. Μπορούμε να φανταστούμε τους μελλοντικούς ηθικούς κινδύνους: ευρωομόλογο σημαίνει ανταμοιβή για την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας και τιμωρία για τη δημοσιονομική ορθότητα. Συν τοις άλλοις, η ενεχόμενη μεταφορά των χρημάτων των φορολογουμένων θα λάβει χώρα δίχως τη συναίνεση των εθνικών κοινοβουλίων – μια σοβαρότατη παραβίαση της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής ‘όχι φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση’.
Οι υποδείξεις για το πώς η έκδοση των ευρωομολόγων μπορεί να παραμείνει περιορισμένη και υπό έλεγχο δεν έχουν πείσει. Σχεδόν όλες οι συνθήκες που διασφάλιζαν τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη παραβιάστηκαν ξανά και ξανά. Τα χειρότερα παραδείγματα τα έδωσαν η Γαλλία και η Γερμανία το 2002-03, όταν παραβίασαν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι βεβαίως καλοδεχούμενη. Παρά ταύτα, η αρνητική ιστορική εμπειρία από την έναρξη της νομισματικής ένωσης αλλά και κάθε ανάλυση των κινήτρων που ενέχονται στην πολιτική διαδικασία μας δίνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ο πολιτικός έλεγχος των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών στο ευρωπαϊκό επίπεδο πάντα θα υπονομεύεται από τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα. Η ιδέα ότι μια νέα ευρωπαϊκή διαδικασία για τη μεταφορά των χρημάτων των φορολογουμένων, που δεν είναι ούτε δημοκρατική, ούτε διέπεται από αρχές που στηρίζουν τη δημοσιονομική ορθότητα, θα μας φέρει στην πολιτική ένωση είναι ολοκληρωτικά παραπλανητική.
Η ΟΝΕ βασίστηκε σε κανόνες που εγγράφηκαν σε διεθνείς συνθήκες. Το ευρώ δημιουργήθηκε ως ένα ‘αποπολιτικοποιημένο νόμισμα’ – και για τη σταθερότητά του τα κράτη εμπιστεύτηκαν μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα με την ξεκάθαρη εντολή να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών. Κάθε προσπάθεια για τη ‘σωτηρία’ της νομισματικής ένωσης μέσα από συμφωνίες που μεταφέρουν εθνική κυριαρχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου οι παραβιάσεις των βασικών συνθηκών έχουν αποτελέσει κανονικότητα, στερείται κάθε λογικής. Στο τέλος θα καταλήξει μόνο στην περαιτέρω αποξένωση των λαών από την ίδια την Ευρώπη.
Η νομισματική ένωση και το σταθερό ευρώ μπορούν να επιβιώσουν μόνο εφόσον γίνεται πλήρως σεβαστή η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να απέχει από κάθε ενέργεια δημοσιονομικής πολιτικής. Συνεπώς, η αλλαγή της ρήτρας περί ‘μη διάσωσης’ προς την κατεύθυνση ενός καθεστώτος που θα επιτρέπει τη διάσωση των κρατών μελών δεν αποτελεί ένα βήμα προς μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική ένωση. Αντιθέτως, είναι ένα βήμα σε έναν ολισθηρό δρόμο προς ένα καθεστώς δημοσιονομικής απειθαρχίας που θα αποσπά πόρους από τα αξιόπιστα κράτη και θα τα ρίχνει στο τέλμα της υπερχρέωσης.
Αυτή η πολιτική ένωση δεν πρόκειται να επιβιώσει. Οι αντιστάσεις των λαών θα οδηγήσουν στην κατάρρευσή της. Ας μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν οι φωνές ‘όχι φόρους χωρίς αντιπροσώπευση’ οδήγησαν σε έναν πόλεμο. Αυτή τη φορά απειλούν να οδηγήσουν στην κατάρρευση του πιο επιτυχημένου σχεδίου οικονομικής ολοκλήρωσης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
«Η διαφορά μας με τον κ. Βενιζέλο είναι ότι εμείς προβλέπαμε,
ΑπάντησηΔιαγραφήόταν εκείνος πανηγύριζε.
Εμείς προβλέψαμε αυτό, που δυστυχώς συνέβη.
Εκείνος, αμήχανος, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει και τι να απαντήσει.
Για το καλό της χώρας, ας σοβαρευτεί επιτέλους ο κ. Βενιζέλος»,
απάντησε στον υπουργό Οικονομικών
ο εκπρόσωπος τύπου της
Νέας Δημοκρατίας.